Είναι 2 τα ξημερώματα, το 2025 ίσα που έχει ανατείλει και βρίσκομαι στην κουζίνα να χώνω στο πλυντήριο ένα σεντόνι λεκιασμένο από το περιεχόμενο του στομάχου μιας γάτας εννιά μηνών ονόματι Μισού (εκ του «Τιραμισού»). Οχι ακριβώς το ρεβεγιόν που ονειρευόμουν, αλλά δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Η ιδιοκτήτρια της γάτας, η 19χρονη (φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη) κόρη μου διασκεδάζει τώρα σε κάποιο αθηναϊκό κλαμπ, αγνοώντας παντελώς τις γαστρεντερικές οχλήσεις της γάτας που μας κουβάλησε –χωρίς ακριβώς να μας ρωτήσει– από τη συμπρωτεύουσα.
Πατάω το on στο πλυντήριο και σκέφτομαι με απόγνωση το αυριανό οικογενειακό τραπέζι, του οποίου τυγχάνω και οικοδέσποινα. Ο,τι και να διακηρύσσουν οι απανταχού φιλόζωοι, δύο από τους καλεσμένους απεχθάνονται τις γάτες και οτιδήποτε παραπέμπει σε αιλουροειδές. Ο ένας σε βαθμό τέτοιο ώστε να χρησιμοποιεί τον διόλου πολιτικά ορθό και ελαφρώς «κριντζ» χαρακτηρισμό «κατσούλι».
Τι θα γίνει, αναρωτιέμαι, στα πρόθυρα του πανικού πλέον, αν το αναθεματισμένο το ζωντανό συνεχίσει να έχει οχλήσεις όλο το βράδυ;
Λάτρη των pets δεν με λες, και σίγουρα ο αντιπρόεδρος Τζέι Βανς δεν θα με αποκαλούσε «cat lady». Δεν είναι ότι έχω κάτι μαζί τους. Κάτι, όμως, η οικογενειακή παράδοση –η μητέρα μου, νομίζω, θα έφευγε από το σπίτι αν της κουβαλούσαμε οτιδήποτε μεγαλύτερο από το καναρίνι μας, τον Φριφρίκο–, κάτι ο κάματος από το τρίπτυχο παιδιά-δουλειά-βίος, κάτι ένα νεανικό τραύμα –μια μοβ ψιψίνα που είχα υιοθετήσει στο πολύ παλιό μου γραφείο (μια γατόφιλη συνάδελφος έλεγε ότι ήταν από τα ωραιότερα γατιά που είχε δει ποτέ), η οποία βρέθηκε δηλητηριασμένη με φόλα… Κάτι, τέλος, η δική μου απώθηση προς την πανδημική μανία «Να πάρουμε pets αντί να πάρουμε αντικαθλιπτικά», με έκανε να αντιστέκομαι στις χρόνιες ικεσίες των (μεγάλων πλέον) παιδιών μου για ένα κάποιο «έλα, ρε μαμά» ζωάκι.
Και τώρα, να που βρίσκομαι να συμβιώνω δέκα μέρες με τη Μισού.
Σημειωτέον ότι η παρθενική μου μύηση στον κόσμο της ξεκίνησε πριν από την άφιξή της. Οταν επισκέφθηκα το γειτονικό pet shop για τα χρειώδη. Οχι τόσο από καλοσύνη για το γατί. Η σκέψη ότι η κόρη μου θα έφερνε στο σπίτι ένα ημιναρκωμένο και φοβισμένο τετράποδο που και θα πεινούσε και θα δεν θα είχε πρόχειρη τουαλέτα, με έκανε να θέλω να είμαι, αν μη τι άλλο, ετοιμοπόλεμη.
Το pet κατάστημα ήταν, ομολογουμένως, ένα καινούργιο σύμπαν κατανάλωσης και κοινωνικής παρατήρησης. Καθώς περίμενα π.χ. υπομονετικά να μου δείξουν την πιο οικονομική λεκάνη, που όμως να κλείνει κιόλας για να μη σκορπιέται η άμμος σε όλο το σπίτι, παρακολούθησα έναν ψηλόλιγνο οστεώδη κύριο να ρωτάει: «Ηρθε η τροφή για τα άγρια πουλιά;»
Οταν ο υπεύθυνος του καταστήματος τού απάντησε «Οχι ακόμα», εγώ δεν μπόρεσα παρά να κάνω τις εξής δύο σκέψεις: 1. Τι θα κάνει τώρα ο κύριος που τα πεινασμένα, σίγουρα, άγρια πουλιά δεν έχουν τροφή; 2. Τι άγρια πουλιά μπορεί να είναι αυτά που έχει στην κατοχή του ο κύριος; Κόνδορες; Φλαμίγκο; Οι στρουθοκάμηλοι, που είναι και ανθεκτικές στην Covid-19, θεωρούνται άγριες;
Μου πήρε αρκετή ώρα να ψωνίσω, ίσως γιατί η μαθητευόμενη πωλήτρια δεν ήταν η κατάλληλη να εξυπηρετήσει ειδικά εμένα. Στο τέλος το «έπαιξα» καλή και της αγόρασα και δυο παιχνίδια: δυο μπαλάκια-κουδουνίστρες με ένα λευκό φτερό στην άκρη –αυτό με σκιάζει κάπως, ίσως γιατί ενθυμούμαι τον Φριφρίκο. Εφυγα με μια ογκώδη ροζ τουαλέτα και μια κάρτα μέλους VIP.
Η έλευση
Διάφοροι γατομανείς φίλοι στους οποίους είχα καταφύγει για συμβουλές πριν από την έλευση της Μισού με είχαν ειδοποιήσει για πολλά: για τον χρόνο που πρέπει να της δώσεις στον καινούργιο χώρο («Αν δεν σε ξέρει, μπορεί να σου “κατεβάσει” τα μούτρα»), για το ακριβές σημείο τοποθέτησης της τουαλέτας («Καλύτερα στο WC, αν τη βάλεις στο μπαλκόνι θα προσελκύσει άλλες γάτες, δηλαδή γάτους») κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Κανείς, όμως, δεν με είχε προειδοποιήσει για τον οίστρο. Διότι αυτό έπαθε η γάτα της θυγατρός μου με το που πάτησε χριστουγεννιάτικα το πόδι της στο σπιτικό μας.
Αυτό, βεβαίως, είχε και τα καλά του. Διότι πέραν του εξαντλητικού νιαουρίσματος, η γάτα μεταμορφώθηκε σε κουτάβι, όλο χάδια και τρυφερότητες· η κόρη μου δεν πίστευε πόσο φιλική ήταν η Μισού μαζί μου από το πρώτο δευτερόλεπτο. Κανονικό γατόσκυλο. Με ακολουθούσε παντού, με άφηνε να την παίρνω αγκαλιά και να τη χαϊδεύω όπου ήθελα – τσάμπα τα εκπαιδευτικά βιντεάκια που κάθισα να δω (για να μη μου κατεβάσει τα μούτρα).
Κάπως έτσι έγινε αυτό που υποπτευόμουν. Τη δεύτερη κιόλας μέρα συνέλαβα εαυτόν να νανουρίζει κυριολεκτικά το γατί, να λέει «Πού είναι το κορίτσι μου;», να τη χαϊδεύει λαθραία την ώρα που κοιμόταν πάνω στην κουκέτα. Ο συμβίος μου άρχισε να γελάει. «Αλλάζει η φωνή σου όταν μιλάς σε αυτήν» με πείραξε (δεν του είπα, όμως, ότι το ίδιο συμβαίνει και σε εκείνον).
Και ας παρέμεινα όλες αυτές τις μέρες «φράου» στα πρακτικά: «Το λέω σε όλους σας, και βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Στο σαλόνι το γατί δεν θα μπει».
Ο οίστρος κόπασε ύστερα από λίγες μέρες και η Μισού εκδήλωσε τον κανονικό (σύμφωνα με την κόρη μου) εαυτό της, δηλαδή ατίθαση, ανυπάκουη, έτοιμη να σου δαγκώσει το χέρι ή το καλάμι για να παίξει… Και στο σαλόνι κατάφερε να τρυπώσει, και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο να σκαρφαλώσει σαν αίλουρος, και τα κρόσσια από το κάλυμμα του κρεβατιού μου να αποπειραθεί να καταστρέψει.
Η αποχώρηση
Πάλι καλά που το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι δεν ήταν η αποτυχία που φοβόμουν. Τα πεπτικά ή γαστρεντερικά προβλήματα του κατοικιδίου εξαφανίστηκαν, τα δε πειστήρια του μεταμεσονύκτιου εγκλήματος πλύθηκαν στους 60 βαθμούς και όλα μέλι γάλα.
Οσο για τους καλεσμένους, οι μισοί πρώτα πήγαν στο υπνοδωμάτιο (όπου ήταν «απομονωμένη») να τη δουν και μετά ήρθαν στο σαλόνι να χαιρετήσουν (της είχαν πάρει για δώρο διάφορες γατολιχουδιές και έναν τσόχινο κάκτο για να ακονίζει τα νύχια της). Οι δε ανήλικοι καλεσμένοι (κάτω των τεσσάρων ετών), με το που την αντίκρισαν, βρέθηκαν σε κατάσταση μέθης.
Η Μισού, τώρα που γράφονται αυτές τις γραμμές, ετοιμάζει τα μπαγκάζ της για τον Βορρά. Ηδη με έχει πιάσει μια βαριά μελαγχολία. Κάτι μου λέει ότι εγώ, η μη γατόφιλη, σε λίγο θα αποζητώ αυτά τα παιχνιδιάρικα μελιά μάτια, το τιγρίσιο μούτρο, το μουστάκι-ραντάρ, τη λευκή, σαν λούτρινη, κοιλιά. Πώς καταντάει ο άνθρωπος!
Προσπαθώ ψύχραιμα να σκεφτώ τι είναι εκείνο που θα μου λείψει περισσότερο. Νομίζω ότι είναι το λυσίπονο, άσκοπο παιχνίδι που ανακάλυψα ξανά μαζί της. Και η εικόνα της όταν αγναντεύει από το παράθυρο, με όλες τις αισθήσεις στο κόκκινο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News