Μαζί με τη Μεταπολίτευση –υπό τη στενή και την ευρεία έννοια του όρου– γεννήθηκε ένας νέος κόσμος. Ή έστω η ελπίδα για τη γέννηση ενός νέου κόσμου. Δεν άλλαξαν όλα (πότε, άλλωστε, συνέβη αυτό;), οι αλλαγές όμως ήταν μεγάλες, αλλεπάλληλες και επιδραστικές. Μαζί με τη μοναρχία χάθηκε το παλαιό, σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, παρότι ο βασιλιάς δεν ήταν ο μόνος λειτουργός του. Στο πλάι της αιματοβαμμένης Κύπρου πέθανε η ανάμιξη του στρατού στην πολιτική. Η ισχυρή –και κυρίως ανόθευτη– λαϊκή νομιμοποίηση της αβασίλευτης δημοκρατίας περιθωριοποίησε δια παντός τον διχασμό, συνοδοιπόρο της χώρας επί τουλάχιστον επτά δεκαετίες.
Απότοκο του τελευταίου ήταν και οι ομαλές μεταβάσεις εξουσίας: κατεξοχήν η πρώτη, αυτή του 1981, από τη Νέα Δημοκρατία στο ΠΑΣΟΚ, δια της οποίας σχηματοποιήθηκε η πρώιμη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας (της «σύντομης δεκαετίας» του 1960). Αλλωστε τότε σηματοδοτήθηκε –μεταξύ πολλών άλλων– η αταλάντευτη και συντριπτική συναίνεση πολιτικού συστήματος και λαού στην ευρωπαϊκή και γενικώς Δυτική προοπτική της χώρας, καθώς και η ραγδαία βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων.
Αυτή η μακρά διαδρομή ήταν, επίσης, γεμάτη αλλαγές: την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και το τυπικό τέλος των επιπτώσεων του Εμφυλίου, την είσοδο στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, τη μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ, την προσήλωση στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, αλλά και τις βίαιες επιπτώσεις της χρεοκοπίας.
Πενήντα χρόνια μετά, με επιτεύγματα αλλά και απογοητεύσεις, και καθώς κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2010 μιλήσαμε πολύ για το ενδεχόμενο «τέλος της Μεταπολίτευσης», θα περίμενε κανείς ότι η δημόσια συζήτηση για το σχετικά πρόσφατο εθνικό παρελθόν δεν θα ξέφευγε από τις δεσμεύσεις της διαίρεσης. Παρότι η πολιτισμική παραγωγή του 2024 (συνέδρια, ντοκιμαντέρ κ.λπ.) ήταν αξιόλογη και σχετικά ογκώδης, η λογική της σύγκρουσης εξέλιπε.
«Η πτώση της χούντας σηματοδότησε, θεσμικά και συμβολικά, το τέλος της εμφύλιας διαμάχης που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’40. Η στράτευση δυνάμεων από όλο το φάσμα του πολιτικού τόξου εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος δημιούργησε ένα κοινό μέτωπο, ένα πεδίο διεργασιών και συναίνεσης πάνω στο οποία συγκροτήθηκε η Μεταπολίτευση. Σε αντίθεση με τον Εμφύλιο, λ.χ., δεν υπήρξαν σε αυτό το επίπεδο διαιρετικές μνήμες» λέει στο Ρrotagon ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βαγγέλης Καραμανωλάκης.
Κάτι εντυπωσιακό όσον αφορά την πραγματική πόλωση που καταγράφηκε στη μνημονιακή εποχή είναι ότι τα δεινά του τόπου αποδόθηκαν αρχικά στην ιδεολογική επιρροή της Αριστεράς επί των θεσμών, της πολιτικής και της κοινωνίας. «Αξίζει να αναλογιστούμε», σημειώνει ο κ. Καραμανωλάκης, «ότι η οικονομική κρίση ενέτεινε έναν καταγγελτικό δημόσιο λόγο για την “κουλτούρα” της Μεταπολίτευσης, συνδεδεμένη με την Αριστερά και την ανάπτυξη των λαϊκών διεκδικήσεων, η οποία κατηγορήθηκε για τη συνολική αποτυχία της ελληνικής κοινωνίας». Εν συνεχεία, όμως, όσο η κρίση βάθαινε και φθάνοντας στο σήμερα, μια εικόνα γενικότερης απαξίωσης για την πολιτική, τους πολιτικούς και το «σύστημα» σχηματίστηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο.
Αν κάποιος επιχειρήσει να αναζητήσει ποιο είναι εν έτει 2025 το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, ίσως καταλήξει στο έλλειμμα αντιπροσώπευσης, που συνήθως συνοδεύει την απαξίωση των θεσμών. Είναι αυτό απότοκο της Μεταπολίτευσης; «Αν η απάντηση στο ερώτημά σας ήταν καταφατική, τότε θα έπρεπε η Ελλάδα να αποτελεί μια εξαίρεση, συγκριτικά τουλάχιστον με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο», σημειώνει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ο οποίος πιστεύει ακράδαντα ότι η κρίση αντιπροσώπευσης αποτελεί, πλέον, κοινό χαρακτηριστικό σε όλο το δυτικό κόσμο: «Αποτυπώνεται σε φαινόμενα όπως η εκλογική αποχή ή η συνεχής άνοδος της Ακροδεξιάς. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό συνδέεται με μια ευρύτερη κρίση που τα τελευταία χρόνια εντείνεται όλο και περισσότερο με βάση τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ασκούνται για την αντιμετώπιση των οξύτατων προβλημάτων που ταλανίζουν τις δυτικές κοινωνίες και προκαλούν φόβο και απαξίωση για το πολιτικό σύστημα».
Σβήνονται, όμως, μεμιάς οι συλλογικές κατακτήσεις των τελευταίων 50 ετών εξαιτίας της τρέχουσας κατάστασης; Ήταν δηλαδή η Μεταπολίτευση μια σταδιακή και κυρίως συνειδητή πορεία διολίσθησης προς την Ελλάδα της κρίσης; «Δεν συμφωνώ με τη λογική αυτού του ερωτήματος», λέει ο κ. Καραμανωλάκης. «Η Μεταπολίτευση δεν υπήρξε μια ενιαία περίοδος. Μπορούμε να σκεφτούμε αναλογίες, συνέχειες και τομές, αλλά όχι μια ευθεία γραμμή που μας οδηγεί από το χθες στο σήμερα. Δεν ευθύνεται λ.χ. η πολιτική του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ΄80 για την σημερινή κρίση. Η απαξίωση μιας σειράς κοινωνικών και οικονομικών επιτευγμάτων ως σταδίων που οδήγησαν σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως “σταδιακή διολίσθηση”, κατά τη γνώμη μου απαξιώνει σημαντικές κατακτήσεις της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, των οποίων θα έπρεπε να διεκδικούμε τη διεύρυνση και όχι τον περιορισμό».
Τελικά, ποια είναι η κληρονομιά αυτών των 50 ετών; Διότι αν κάτι προκαλεί η πολυεπίπεδη αμφισβήτηση της Ιστορίας, ειδικά από τις νέες γενιές, αυτό δεν είναι άλλο από μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας ή έστω την αδυναμία ενός συλλογικού αυτοπροσδιορισμού του έθνους. Το πλέον συνεκτικό στοιχείο στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης είναι, ίσως, η σύνδεση με την Ευρώπη, που ούτως ή άλλως διαμόρφωσε διαχρονικά την πορεία της χώρας. «Από την άλλη πλευρά, επιτρέψτε μου να σταθώ σε ένα άλλο στοιχείο που νομίζω ότι χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο. Θα το ονόμαζα: η Ελλάδα της ελπίδας. Εννοώ ότι το κύριο χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης υπήρξε η ελπίδα της ελληνικής κοινωνίας για ένα καλύτερο αύριο, η βεβαιότητα ότι τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερα από εμάς. Αυτό θα σκεφτόμουν σαν ένα βασικό ταυτοτικό στοιχείο, το οποίο σβήνει με την οικονομική κρίση», επισημαίνει ο κ. Καραμανωλάκης.
Πράγματι, η ελπίδα είναι η έννοια που γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1974. Αλλά ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι σήμερα η ελπίδα έχει ατονήσει σε επικίνδυνο βαθμό. Υπάρχει ελπίδα για το μέλλον στην οικονομία, το περιβάλλον, το δημογραφικό, την εκπαίδευση ή γενικότερα την πολιτική και τη δημοκρατία; Ποιο είναι το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης σε έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, εσωστρεφώς και συγκρουσιακά; «Η συνεχής άνοδος της Ακροδεξιάς, η σταδιακή επικράτηση μιας ρητορικής μίσους και απαξίωσης βασισμένη στην απογοήτευση της κοινωνίας για το υπάρχουν πολιτικό σύστημα, απαιτούν νέες πολιτικές και στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους», υποστηρίζει ο κ. Καραμανωλάκης. «Το μέγιστο διακύβευμα των επόμενων χρόνων είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας ως ενός πολιτεύματος που απαιτεί την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών», προσθέτει. Άραγε, τι περιθώρια υπάρχουν; Κανένα στοιχείο πάντως δεν δείχνει ότι οι Έλληνες θα ασχοληθούν ξανά, τουλάχιστον στο επόμενο εύλογο διάστημα, με την πολιτική.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News