Η ανάγκη να ληφθούν περαιτέρω μέτρα στο Μεταναστευτικό-Προσφυγικό, λόγω των αυξημένων ροών και των πρόσφατων δραματικών γεγονότων στη Μόρια, ξύπνησε και πάλι στην αντιπολίτευση τα επιχειρήματα περί «ακροδεξιάς» και «σαλβινισμού».
Η μια θεωρία λέει ότι ολόκληρη η κυβέρνηση έχει στραφεί προς τα δεξιά, η άλλη ισχυρίζεται πως τάχα εντός της υπάρχει μια κεντρώα και μια πιο δεξιά γραμμή. Μόνο που η πραγματικότητα καθιστά ολόκληρη τη σχετική συζήτηση άνευ αντικειμένου, καθώς όλες οι κυβερνητικές ενέργειες κινούνται εντός ενός υπάρχοντος αυστηρού νομικού πλαισίου που είναι εξαιρετικά περιοριστικό και δε γίνεται παρά μόνο σε λεπτομέρειές του να αλλάξει.
Για να το πούμε απλά: ως χώρα, στο Προσφυγικό από τη μια έχουμε συνταγματικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς δεσμεύσεις, από την άλλη έχουμε να αντιμετωπίσουμε και μια σκληρή πραγματικότητα που αφήνει μικρά περιθώρια ελιγμών. Ας πάρουμε το παράδειγμα του ασύλου: με 75000 εκκρεμείς αιτήσεις, η δημιουργία ενός καταλόγου με γενική κατηγοριοποίηση των χωρών σε ασφαλείς και μη, δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή της συζήτησης.
Κι αυτό γιατί ανάλογα με το προφίλ του κάθε αιτούντος, αυτός μπορεί να κριθεί για την ακριβώς ίδια χώρα είτε ως πρόσφυγας είτε ως μετανάστης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Αφγανιστάν, με τους ανθρώπους που φτάνουν στη χώρα μας από αυτό να μοιράζονται στις δύο κατηγορίες. Αυτή η πραγματικότητα γεννά την ήδη υπάρχουσα νομική απαίτηση για εξατομικευμένη κρίση και έτσι καθιστά τις διαδικασίες μακρές, με υπαρκτή αλλά κινούμενη εντός της στενωπού του εφικτού δυνατότητα επιτάχυνσης των διαδικασιών.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη δυνατότητα αποτροπής της έλευσης νέων μεταναστών. Ενώ τα χερσαία σύνορα μπορούν να είναι στεγανά, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα θαλάσσια σύνορα. Από το σημείο όμως της παραδοχής πως τα θαλάσσια σύνορα δεν γίνεται να είναι πλήρως στεγανοποιημένα μέχρι τη διαπίστωση πως «η θάλασσα δεν έχει σύνορα» υπάρχει μια τεράστια διαφορά που πρέπει να καλυφθεί καθώς και ένα λάθος μήνυμα το οποίο έχει σταλεί από τη χώρα μας στο παρελθόν στους γείτονές μας αλλά και σε όσους θέλουν να εισέλθουν στην επικράτειά της.
Το ότι το πρόβλημα δεν γίνεται να επιλυθεί πλήρως δεν σημαίνει ότι πρέπει να το επιτείνουμε, προβαίνοντας σε λανθασμένες διαπιστώσεις. Και ας λάβουμε υπόψη μας και μια ακόμα παράμετρο: την απελπισία των ανθρώπων που περνούν τα σύνορα. Όσο καλά και να τα φυλάς, πάντοτε κάποιοι θα βρίσκουν τον τρόπο, κινούμενοι από την τεράστια δύναμη της ανάγκης, να τα περνούν. Το πόσοι όμως είναι αυτοί καθώς και το μήνυμα που στέλνεις ως κράτος έχουν τεράστια σημασία.
Και ένα τελευταίο ζήτημα: η διαχείριση του Προσφυγικού κακώς έχει προσεγγιστεί ως διαμάχη μεταξύ δυο ιδεολογιών: μιας ανθρωπιστικής και μιας άλλης που δίνει έμφαση στην κρατική κυριαρχία. Θα άξιζε να επιχειρηματολογούσαμε εδώ αν δεν υπήρχε το φαινόμενο της Μόριας και των χιλιάδων εκκρεμών αιτήσεων ασύλου: η απόλυτη πρόταξη του δήθεν ανθρωπισμού οδηγεί σε εξαιρετικά απάνθρωπα αποτελέσματα.
Αρα τι μένει; Η αίσθηση πως το Προσφυγικό είναι ένα πολυσύνθετο θέμα, με περιορισμούς που ανακύπτουν από την πραγματικότητα των θαλασσίων συνόρων και της απελπισίας των εισερχομένων στη χώρα αλλά και από το αυστηρό διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό νομικό πλαίσιο.
Η αντιμετώπιση του ζητήματος δεν είναι θέμα ιδεολογίας, ανθρωπιστικής, κεντρώας ή δεξιάς. Είναι πρωτίστως ζήτημα πραγματισμού: πρέπει να δράσουμε γρήγορα και χωρίς αγκυλώσεις, να αφήσουμε πίσω τα ιδεολογήματα και να επικεντρωθούμε στην ταχύτητα και αποτελεσματικότητα εντός του ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου.
Αδικες λοιπόν οι κατηγορίες περί (ακρο)δεξιάς, ανούσια η θεωρία περί δύο προσεγγίσεων στο μεταναστευτικό-προσφυγικό. Είναι τέτοια η κατάσταση που δε χωρά δεύτερος τρόπος προσέγγισης παρά μόνο ένας: αυτός που βασίζεται στον πραγματισμό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News