Η πρόσφατη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του διεθνούς διαγωνισμού PISA (2022) χαρακτηρίστηκε έμμεσα ή άμεσα από πολλούς ως εθνική τραγωδία. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός. Μια απλή προβολή των επιπτώσεων των χαμηλών επιδόσεων των μαθητών μας στην ποιότητα του μελλοντικού εργατικού δυναμικού της χώρας δεν μπορεί παρά να μας ανησυχήσει βαθύτατα.
Ευτυχώς εφέτος ο θόρυβος που προκλήθηκε ήταν μεγαλύτερος από προηγούμενες φορές. Η σύγκρισή τους με τα αποτελέσματα του 2018 πιστοποιεί τη δραματική πτώση των επιδόσεών των μαθητών μας. Μια επιπλέον σύγκριση αυτών με τα αποτελέσματα του διαγωνισμού από το 2000 ως και σήμερα δείχνει αδιάψευστα διαρκή πτωτική πορεία των ήδη φτωχών στην αφετηρία τους επιδόσεων των Ελληνόπουλων και στα τρία γνωστικά αντικείμενα που εξετάζει η PISA: γλώσσα/κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες.
Μάλιστα, η απόκλιση προς τα κάτω των επιδόσεων των μαθητών μας, ως προς τους μέσους όρους των χωρών που λαμβάνουν μέρος στο διαγωνισμό, παραμένει σταθερή στην κατανόηση κειμένου (20 και πλέον μονάδες) και τα μαθηματικά (40 μονάδες) ενώ στις φυσικές επιστήμες αυξήθηκε κατά 10 μονάδες φτάνοντας τις 40 μονάδες διαφορά. Έτσι, είναι κατανοητό γιατί βρισκόμαστε σταθερά στο «νέφος» των χωρών ουραγών του διαγωνισμού.
Με άλλα λόγια πρόκειται για διαχρονική εθνική τραγωδία και όχι συγκυριακό φαινόμενο, που οφείλεται στον τρόπο που αντιμετωπίσαμε ως χώρα την πανδημία και το κλείσιμο των σχολείων, αναδεικνυόμενοι σε πρωταθλητές στην απώλεια διδακτικών ημερών. Επιπροσθέτως, σε σχέση με άλλες χώρες δεν λάβαμε κανένα μέτρο αναπλήρωσης των γνωστικών κενών που δημιουργήθηκαν στους μαθητές μας. Οπότε δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν η διαφορά που μας χωρίζει από τις άλλες χώρες και η γενικότερη υστέρησή μας αυξηθεί στο μέλλον.
Τέλος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πιο πρόσφατου διαγωνισμού (2022) φαίνεται ότι οι πλέον ευνοημένοι κοινωνικοοικονομικά μαθητές μας δεν σημειώνουν καλές επιδόσεις όπως θα αναμενόταν. Μόνο το 2% των Ελληνόπουλων κατατάσσεται στα επίπεδα 5 και 6 των μαθηματικών, έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα με την επίδοση των αγοριών μας στην κατανόηση κειμένου, ένα στα τρία αγόρια δηλώνει ότι έχει υποστεί bullying αρκετές φορές το μήνα στον σχολικό χώρο, τρεις στους τέσσερις μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να κάνουν φίλους στο σχολείο και το ποσοστό όσων αισθάνονται δυσαρέσκεια από τη ζωή, από 15% το 2018 έφτασε στο 19% το 2022. Ας μην απορούμε λοιπόν και για όσα ακούμε συχνά για την εξάπλωση της βίας στα σχολεία μας, αφού φαίνεται ότι οι χαμηλές μαθητικές αποδόσεις την ευνοούν.
Τι δεν κάνουμε και τι κάνουμε μέχρι σήμερα
Οι παραπάνω διαπιστώσεις λογικά θα συγκλόνιζαν οποιαδήποτε χώρα διαθέτει στοιχειώδη αυτοσεβασμό και επιθυμεί ένα καλύτερο μέλλον για τους πολίτες της. Κάτι ανάλογο συνέβη στη Γερμανία του 2000 μετά την πρώτη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της PISΑ. Εμείς όμως είμαστε υπεράνω… Τα αποτελέσματά του διαγωνισμού ουδέποτε απασχόλησαν σοβαρά την πολιτική ηγεσία της χώρας και του υπουργείου Παιδείας, τις οργανώσεις εκπαιδευτικών και πολύ περισσότερο τα «μαγαζιά» της θεσμικής εκπροσώπησης των γονέων. Καλά, αυτοί είναι και σφόδρα κατά της «καταπιεστικής αξιολόγησης» των εκπαιδευτικών…
Αντίθετα. Η εκάστοτε ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της PISA συνάντησε την αδιαφορία των πολιτικών ηγεσιών που, παρά τις γνωστές ρητορικές, συνήθως περί άλλων τυρβάζουν, μέχρι χτες τουλάχιστον, σχεδιάζοντας μεταρρυθμίσεις στα χαρτιά και του γούστου των εκάστοτε υπουργών – κομμάτων εξουσίας, αγνοώντας συστηματικά τους χειροπιαστούς αριθμούς. Μεταρρυθμίσεις που, απ’ ότι αποδεικνύεται, χειροτερεύουν τον γνωστικό εξοπλισμό των μαθητών μας. Και όχι μόνο αγνόησαν συστηματικά τα αποτελέσματα της PISA, αλλά ομοίως και τις συστάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη για την Εκπαίδευση, καθώς και τα τραγικά επίσης αποτελέσματα της «ελληνικής PISA» που θεώρησαν αναγκαία και διοργάνωσαν. Ας σημειώσουμε ενδεικτικά ότι η αντίληψη περί «αριστείας» ενός μόνο μέρους του μαθητικού πληθυσμού (Προτύπων – Πειραματικών σχολείων) είναι επιστημονικά αφελής και συσκοτίζει το σοβαρό πρόβλημα των μαθησιακών αποτελεσμάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
Εξηγούμαι. Όσο και να βελτιώσουμε την απόδοση μιας χούφτας αρίστων του 17-20, αν δεν «ξεκολλήσουμε από το πάτωμα» τις επιδόσεις της πλειονότητας των μαθητών οι μέσοι όροι μας ως χώρα θα παραμένουν σταθεροί. Πώς να συμβεί όμως κάτι τέτοιο όταν όχι μόνο δεν μας απασχολεί το πρόβλημα των χαμηλών επιδόσεων, αλλά το κρύβουμε επιμελώς «κάτω από το χαλάκι» συνωμοτώντας σιωπηλά; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις εκατοντάδες χιλιάδες αριστείων που τυπώνει το τπουργείο Παιδείας κάθε χρόνο, επιβραβεύοντας «αριστούχους», θα μείνει άναυδος. Όταν όλοι γνωρίζουμε πως πρόκειται για fake αριστεία, όπως πιστοποιεί και η PISA άλλωστε; Αποτελεί κοινό «μυστικό» πως μέχρι και επίσημες συνεδριάσεις συλλόγων διδασκόντων έγιναν, μετά από πιέσεις συλλόγων γονέων, με θέμα την βαθμολόγηση των περισσότερων μαθητών με ένα «δημοκρατικό 17». Έτσι ώστε όλοι να μένουν ευχαριστημένοι και να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους…
Είναι γνωστό επίσης ότι οι εκάστοτε ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων της PISA αλλά ακόμα και η διεξαγωγή του διαγωνισμού συνάντησαν τη συστηματική εχθρότητα, δυσφήμιση, υπονόμευση και «καταγγελία» των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών και κυρίως της ΟΛΜΕ, ως άμεσα εμπλεκόμενης. Υπό την καθοδήγηση των ιδεολογικών της μεντόρων, βέβαια, ενός εσμού αριστεριστών που στα «επιχειρήματά» τους τόσο κατά της PISA, όσο και κατά της αξιολόγησης διαβλέπουν «δάκτυλο» του διεθνούς ιμπεριαλισμού-νεοφιλελευθερισμού, που με εργαλείο τα «πλασματικά» της αποτελέσματα αποσκοπεί στο να επιβάλει τον «ανταγωνισμό» μεταξύ των σχολείων και να καθυποτάξει το αδούλωτο πνεύμα των ελλήνων εκπαιδευτικών (κακοπληρωμένων, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί), μετατρέποντάς τους σε μίσθαρνα όργανα του ΟΟΣΑ.
Η περίπτωσή τους θα ήταν πραγματικά γραφική, αν η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εκπαιδευτικών, ανεξάρτητα κομματικής αναφοράς, δεν οικειοποιούνταν τη ρητορική και τις πρακτικές του, διαβλέποντας σε αυτά το εργαλείο διάσωσης των μικροσυμφερόντων της. Εξ ου και η δυσφήμιση της αξιοπιστίας του διαγωνισμού στις συνειδήσεις των καθηγητών και η συνεπαγόμενη «νοοτροπία χαβαλέ» στην αντιμετώπισή του. Ενίοτε και η φυσική παρεμπόδιση της διεξαγωγής του. Καταστάσεις που επιδρούν αρνητικά στις επιδόσεις των μαθητών σε αυτόν.
Συμπερασματικά, ενώ κάθε στοιχειωδώς λογικός άνθρωπος θα περίμενε ως χώρα και φορείς τα αποτελέσματα του διαγωνισμού να μας έχουν σοκάρει και αφυπνίσει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Καθεύδουμε ευχαριστημένοι από τη μιζέρια μας και την ιδιοπροσωπία μας.
Αιτιολογία χαμηλών επιδόσεων και προτάσεις ανάκαμψης
Αναζητώντας τα αίτια της διαρκούς πτώσης των επιδόσεων, πολλοί την συνδέουν με την τεράστια οικονομική κρίση που ξέσπασε στη χώρα το 2009-2010. Εξάλλου, οι επιδόσεις των μαθητών μας βρίσκονται κοντά σε αυτές μαθητών χωρών με παρόμοιο πληθυσμό και ΑΕΠ με το δικό μας, υποστηρίζουν. Λησμονούν, όμως, ότι η πτωτική τάση παρατηρήθηκε πολύ πριν: κατά την περίοδο 2000-2006. Επίσης, η πανδημία, ως ερμηνεία της πτώσης των επιδόσεων είναι αυτονόητη —γενικότερα οι επιδόσεις όλων των χωρών έπεσαν το 2022 σε σχέση με αυτές του 2018. Όμως το γεγονός ότι η απόσταση των μέσων όρων της επίδοσης των μαθητών μας από τους συνολικούς μέσους όρους του διαγωνισμού παραμένει σταθερή, όταν δεν αυξάνεται, ειδοποιεί για τον ανθεκτικό χαρακτήρα των σταθερά χαμηλών επιδόσεων των μαθητών μας και δείχνει πως ο οικονομικός «ανταγωγισμός» μπορεί να φωτίζει το γενικό πλαίσιο, αλλά δεν αποτελεί ερμηνεία.
Οπότε αυτονόητα οδηγούμαστε στη διερεύνηση των εκπαιδευτικών παραγόντων που επιδρούν στις επιδόσεις των μαθητών μας, με μια αναγκαία διευκρίνιση. Ο διαγωνισμός της PISA διερευνά κυρίως την πρακτική χρήση των γνώσεων που έχουν αποκτήσει οι μαθητές στο σχολείο. Την οικονομία (ΟΟΣΑ) αφορά πώς και αν ο αυριανός εργαζόμενος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει στην καθημερινή επαγγελματική και κοινωνική ζωή τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απέκτησε στο σχολείο. Όχι το ακαδημαϊκό τους επίπεδο.
Οπότε τα ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε ώστε να μας υποδείξουν ανάλογες εκπαιδευτικές πολιτικές βελτίωσης των σχετικών επιδόσεων των μαθητών μας είναι ενδεικτικά και μόνο τα εξής:
♦ Τα Προγράμματα Σπουδών και τα σχολικά εγχειρίδιά μας είναι οργανωμένα και σύμφωνα με τα επίπεδα γνώσεων και δεξιοτήτων που ελέγχει (και ορθά) ο διαγωνισμός της PISA; Μια πρόχειρη εμπειρική απάντηση λέει ότι παρά τις όποιες θετικές αλλαγές έχουμε πραγματοποιήσει από το 2002-2003, αμφότερα χρειάζονται πολλή δουλειά ακόμα ώστε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Χωρίς να είναι δύσχρηστα, «βαριά» με πολύ άχρηστη ύλη και αναίτια απαιτητικά, όπως είναι σήμερα.
♦ Έχουμε εξασφαλίσει ότι οι τρόποι-μέθοδοι αλλά και το πνεύμα διδασκαλίας των εκπαιδευτικών μας έχουν ενσωματώσει τον σταθερό σε ημερήσια βάση έλεγχο (ωριαίο σε πολλές περιπτώσεις) των μαθησιακών αποτελεσμάτων της; Πώς να γνωρίζουμε κάτι τέτοιο, αφού απουσιάζει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών στη χώρα μας;
♦ Έχουμε αναπτύξει και διαδώσει στους εκπαιδευτικούς μας όλων των βαθμίδων πρότυπα διδασκαλίας; Εμπειρικά η απάντηση είναι ότι μέχρι σήμερα όλοι ομιλούν περί συνθέτων και σοφιστικέ μεθόδων διδασκαλίας, που και πάλι μας απασχολούν αποκλειστικά «ακαδημαϊκά» και τα γνωστικά τους αποτελέσματα είναι αμφισβητήσιμα. Οταν σε άλλες χώρες τα κυρίαρχα πρότυπα διδασκαλίας προσαρμόζουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, μέσω συνεχούς αξιολόγησής τους στην πράξη σε συνδυασμό στις ιδιαίτερες ανάγκες της περιοχής και του σχολείου τους (προσαρμογή διδασκαλίας σε τοπικές ιδιομορφίες).
♦ Η όποιας μορφής ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει άραγε σχεδιαστεί μέχρι σήμερα έτσι ώστε οι φόρμες παρατήρησης-αξιολόγησης της διδασκαλίας να είναι απλές και επικεντρωμένες σε δοκιμασμένα πρότυπα αποτελεσματικής διδασκαλίας, που αποδίδουν φροντίδα στην κατάκτηση της γνώσης/ικανοτήτων/δεξιοτήτων εκ μέρους των μαθητών; Προφανώς όχι.
♦ Υπάρχει στην αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων κεντρική κατεύθυνση-πρόβλεψη για διαρκή φροντίδα βελτίωσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων και του παιδαγωγικού κλίματος της μονάδας; Παράγοντες απόλυτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους με ισχυρότατη αλληλεπίδραση. Όχι. Κυριαρχεί η γραφειοκρατική εμμονή πραγματοποίησης πλήθους project, χρήσιμων μεν αμφίβολης επίδρασης δε. Τρανή απόδειξη το γεγονός ότι ενώ η περιβαλλοντική αγωγή βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη από το 1985 στα σχολεία μας, είναι γνωστό το χάλι που παρουσιάζουν αίθουσες και προαύλια σχολείων με ευθύνη μαθητών και εκπαιδευτικών. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα προγράμματα καταπολέμησης της σχολικής βίας, που δίνουν και παίρνουν, ενώ η βία στα σχολεία μας αυξάνεται ραγδαία.
♦ Έχουμε σύγχρονη και αποτελεσματική εκπαιδευτική διοίκηση και στελεχικό δυναμικό απαλλαγμένα από γραφειοκρατικό φόρτο και ικανά να εποπτεύσουν και να καθοδηγήσουν το σύστημα; Σχολικό δίκτυο που να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη εποχή και τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών (εξειδίκευση καθηγητών στα γνωστικά αντικείμενα); Σαφώς όχι. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι, παρά τον υπερβολικό αριθμό εκπαιδευτικών μας, μόνιμα το υπουργείο βρίσκεται μπρος σε κενά και χάνονται χιλιάδες διδακτικές ώρες ετησίως.
♦ Παρά τις διαρκείς «μεταρρυθμίσεις» εδώ και σαράντα και πλέον χρόνια, ασχοληθήκαμε ποτέ στα σοβαρά με την αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών και τον βαθμό που είναι σε θέση οι εκπαιδευτικοί μας να το πράττουν; Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ανάγεται στο μακρινό 1995 (Π.Δ. 8 και 121), τα «πρόχειρα διαγωνίσματα» δίνουν και παίρνουν και η παπαγαλία αποτελεί το πασαπόρτι περάσματος της πόρτας των ΑΕΙ.
♦ Οι «πρωτοπόροι» της παιδαγωγικής σκέψης και στη χώρα μας, έχουν ασχοληθεί με την αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών ή υπηρετούν υψηλούς παιδαγωγικούς σκοπούς και απαξιούν να μετρήσουν αποτελέσματα; Μήπως, ο όρος επίδοση μαθητών έχει εκλείψει από το λεξιλόγιο της σχολικής παιδαγωγικής, ενώ η επανάληψη τάξης θεωρείται ανεπανόρθωτο ψυχικό «τραύμα» και όλοι φτάνουν «ακωλύτως» στην κορυφή;
♦ Λάβαμε ποτέ έμπρακτα μέτρα ώστε να αλλάξουμε τον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ, διαχωρίζοντάς τον από το ακαδημαϊκό απολυτήριο, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε όρους σοβαρής αξιολόγησης των μαθητικών επιδόσεων, εξαφανίζοντας την παπαγαλία και την «φροντιστηριοποίηση» της γνώσης που επικαθορίζουν μέχρι σήμερα το εκπαιδευτικό μας σύστημα μέχρι το νηπιαγωγείο (π.χ. πιθανή δημιουργία σώματος αξιολογητών διορθωτών);
Ολα τα προηγούμενα πρέπει να απαντηθούν και να αλλάξουν αν επιθυμούμε αργά αλλά σταθερά να βελτιωθούν οι επιδόσεις των μαθητών μας και κατ’ επέκταση η θέση μας στην διεθνή κατάταξη της PISA. Ο στόχος είναι εξαιρετικά δύσκολος και απαιτείται συνδυασμός μέτρων μακροπρόθεσμης αλλά και βραχυπρόθεσμης διευκόλυνσης της επίτευξής του.
Η εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας για τη διδασκαλία ολόκληρων λογοτεχνικών βιβλίων και η αναμενόμενη θετική επίδρασή της στην αναγνωστική ικανότητα και δεξιότητες κατανόησης-ανάλυσης των μαθητών μας, όπως και η δομική αλλαγή – ψηφιοποίηση της εκπαιδευτικής διοίκησης βρίσκονται σε αυτήν την κατεύθυνση. Μένουν όμως πολλά ακόμα να γίνουν και το κυριότερο: πρέπει να δοθεί από την πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση), στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς το μήνυμα ότι πλέον το μπάχαλο και ο χαβαλές που κυριαρχεί σε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των σχολείων μας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει καν μάθημα, τελειώνουν εδώ και τώρα.
Τα υπόλοιπα και μπορούμε να τα βρούμε και έχουμε το εκπαιδευτικό δυναμικό που μπορεί να τα υλοποιήσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News