Πότε λήγει στ’ αλήθεια μια τετραετία; Πάνω στο εξάμηνο ή στο τρίμηνο; Τις τελευταίες ημέρες ζούμε το εξής παράδοξο: όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαψεύδει την πιθανότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες τόσο η συζήτηση γι’ αυτές φουντώνει. Η αντιπολίτευση κλείνει ψηφοδέλτια και διατείνεται πως είναι έτοιμη όποτε κι αν γίνει η ανακοίνωση, ενώ οι υπουργοί, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από το Μέγαρο Μαξίμου, προτιμούν να χρησιμοποιούν τις αρμοδιότητες του χαρτοφυλακίου τους για την προσωπική τους προβολή.
Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί δεν υπάρχει μόνο γιατί στην Ελλάδα σπανίως οι κυβερνητικές θητείες ολοκληρώνονται στην ώρα τους, αλλά γιατί, κρίνοντας από τις συνθήκες που επικρατούν, οι αρχές του φθινοπώρου ενδεχομένως εξελιχθούν σε ένα απαραίτητο ξέφωτο από τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Και αυτό το ξέφωτο δεν ευνοεί κανέναν άλλο παρά μόνο την υπάρχουσα κυβέρνηση, που θα προτιμούσε, στο τέλος δύο διαδοχικών αναμετρήσεων, να έχει ένα ποσοστό τέτοιο ώστε να μην χρειαστεί να ψάξει κυβερνητικό εταίρο.
Το φετινό καλοκαίρι έχει ήδη τον ρόλο του διαλείμματος -τουλάχιστον σε επίπεδο πανδημίας. Οι ειδικοί μας επέτρεψαν να βγάλουμε τις μάσκες μετά από δύο χρόνια και κάτι, με την υποσημείωση ότι με τα πρώτα κρύα δεν αποκλείεται να επιστρέψουν. Οι τουριστικές κρατήσεις για τους μήνες που έρχονται εγγυώνται την κίνηση της αγοράς, ενώ τα επιδόματα σε όσους έχουν περισσότερη ανάγκη απαλύνουν έστω λίγο το βάρος των υψηλών λογαριασμών -που θα φουσκώσουν ακόμα περισσότερο όταν πέσουν οι θερμοκρασίες και χρειαστεί να ανοίξουν και πάλι τα καλοριφέρ.
Αυτό σημαίνει ότι, αν οι εκλογές έρθουν στα τέλη του Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου, θα συναντήσουν μια κοινωνία πιο ήρεμη από αυτή που ξεχύνεται αυτές τις μέρες στις παραλίες -κι ας είναι γεμάτες μοβ τσούχτρες. Σε αυτή την μεγαλύτερη ηρεμία, που κρύβει μια αίσθηση προσωρινότητας, βασίζονται και όσοι εισηγούνται στον Μητσοτάκη να ξεχάσει την άνοιξη του ’23 και να επικεντρωθεί στο φθινόπωρο του ’22. Και είναι ο λόγος που η αξιωματική αντιπολίτευση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιμένει να θυμίζει λάθη και κακές εκτιμήσεις του Μεγάρου Μαξίμου, ειδικά όσον αφορά την ακρίβεια.
Επί της ουσίας, όμως, ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι τον Σεπτέμβριο θα μετράμε πια αντίστροφα για την απλή αναλογική; Ο Μητσοτάκης εξελέγη το 2019 και επειδή διατεινόταν πως είναι διαφορετικός από τους άλλους -και τους αντιπάλους, αλλά και τους πρώην αρχηγούς του κόμματός του. Υποσχέθηκε πως δεν θα χρησιμοποιήσει ούτε τον χρόνο των εκλογών ούτε το εκλογικό σύστημα για μικροκομματικό συμφέρον. Κι αν αυτή η πρόθεση αλλάξει κάπου στην πορεία, η εξήγηση που θα δώσει στους ψηφοφόρους του θα πρέπει να είναι πειστική.
Ακόμα και κυνικά, όμως, να το δει κανείς, η επιλογή των πρόωρων εκλογών βασίζεται και σε δύο αστάθμητους παράγοντες: την κλιματική κρίση και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η σχετική ηρεμία των πολιτών θα αποτελέσει όνειρο θερινής νυκτός αν η διαχείριση των πυρκαγιών θυμίσει το 2021. Και, αν οι τουρκικές προκλήσεις συνεχιστούν, ποιος θα είναι αυτός που θα αναλάβει το ρίσκο να οδηγήσει την χώρα σε πρόωρες εκλογές και, κατά πάσα πιθανότητα, σε έναν μήνα υπηρεσιακής κυβέρνησης, μέχρι τις δεύτερες κάλπες;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση έχει βρεθεί την δεδομένη στιγμή με πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Μπορεί κάποιο να της πέσει κατά λάθος, αναπόφευκτα, μπορεί όμως και να το ρίξει μπας και γλιτώσουν τα υπόλοιπα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News