Μαζικοί τάφοι: Τα ναρκοπέδια της ιστορικής μνήμης
Μαζικοί τάφοι: Τα ναρκοπέδια της ιστορικής μνήμης
Το 2021 προβλήθηκε –και στην Ελλάδα– η ταινία «Παράλληλες Μητέρες» του Πέδρο Αλμοδόβαρ, η οποία προκάλεσε μια σχετική αμηχανία στους θεατές με την τελευταία σκηνή της. Σε αυτήν, όλοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας, άνθρωποι από όλα τα φύλα, τις κοινωνικές τάξεις και τις γενιές, συγκεντρώθηκαν πάνω από έναν ομαδικό τάφο.
Η Ισπανία ανήκει στην «οικογένεια» εκείνη των χωρών που είναι διάσπαρτες με ομαδικούς τάφους, ναρκοπέδια μνήμης για τους λαούς και την ιστορική τους συνείδηση. Οπως οι ομαδικοί τάφοι που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη και φύλαγαν επί πολλές δεκαετίες (τουλάχιστον) 33 σκελετούς ανταρτών που εκτελέστηκαν την περίοδο του Εμφυλίου, στο Επταπύργιο.
Ο Εμφύλιος μάς κατατρύχει ως λαό και δεν είναι ιδιαίτερα παρήγορο το γεγονός ότι δεν είμαστε οι μόνοι. Είναι η πιο σκληρή μορφή πολέμου οι αδελφοκτόνοι, στους οποίους παραδόξως οι άνθρωποι επιδεικνύουν συγκλονιστική ωμότητα εναντίον άλλων ανθρώπων με τους οποίους έως πρόσφατα στέκονταν δίπλα δίπλα στο μπακάλικο ή τα παιδιά τους κάθονταν στο ίδιο θρανίο.
«Στα ισπανικά σπίτια κανείς δεν μιλούσε για τον Εμφύλιο», είχε πει ο Αλμοδόβαρ στις Κάννες, όταν έκανε πρεμιέρα η ταινία του. «Ηταν σαν ο Φράνκο να μην υπήρξε ποτέ. Προχωρούσαμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε από όλα αυτά. Νομίζαμε ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να αγκαλιάσουμε τη Δημοκρατία».
Η Ρουάντα επέλεξε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο από την Ισπανία για να διαχειριστεί το συλλογικό της τραύμα. Εκεί, περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι σφαγιάστηκαν μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες, στον πιο αιματηρό εμφύλιο της Ιστορίας, οι Χούτου και οι Τούτσι, οι δύο αντιμαχόμενες φυλές, έπρεπε μετά το τέλος του πολέμου να ζήσουν μαζί. Πόσο εύκολο ήταν αυτό, όταν κάθε οικογένεια είχε, τουλάχιστον, έναν νεκρό;

Το κράτος, που ήθελε να επισπεύσει την επούλωση του τραύματος, αλλά και επειδή δεν μπορούσε το ίδιο να δικάσει τους περίπου 1.300.000 ανθρώπους που συμμετείχαν στις σφαγές, προώθησε τη μαζική χρήση των τοπικών «λαϊκών δικαστηρίων», των Gacaca, όπως ονομάζονται στη γλώσσα της χώρας, Ικινιαρουάντα.
Τα Gacaca είναι ένα σύστημα μεταβατικής δικαιοσύνης και μπορεί να μεταφραστεί ως «κοντό γρασίδι», αναφερόμενο στον δημόσιο χώρο όπου συναντιόνταν παραδοσιακά οι γέροντες της γειτονιάς για να λύσουν τοπικά προβλήματα. Η εξουσία των δικαστηρίων Gacaca επικυρώθηκε νομικά το 2001, άρχισαν να λειτουργούν δοκιμαστικά το 2002 και, τελικά, άρχισαν να λειτουργούν σε ολόκληρη τη χώρα στις αρχές του 2007.
Η κυβέρνηση τα εισήγαγε ως μέθοδο κοινοτικής θεραπείας και ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης, θέτοντας τη δικαιοσύνη στα χέρια των πολιτών.
Στις γειτονιές και τα χωριά της χώρας, οι κάτοικοι μαζεύονταν στα Gacaca, όπου οι θύτες καλούνταν να ομολογήσουν τα εγκλήματά τους, να κοιτάξουν στα μάτια τις οικογένειες των θυμάτων και να τους ζητήσουν συγγνώμη. Αυτό θα τους εξασφάλιζε πιο επιεικείς ποινές, κάτι επίσης αναγκαίο, διότι δεν θα μπορούσαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι να πάνε φυλακή διά βίου.

Δεν είναι εύκολο να φανταστεί κανείς όσα διημείφθησαν στις συγκεντρώσεις αυτές, που έγιναν τα θέατρα μιας πολύ δύσκολης, αναγκαίας όμως, κάθαρσης.
Η Ρουάντα επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να προχωρήσει από το συλλογικό της τραύμα, η Ισπανία από την πλευρά της, επέλεξε, όπως το έθεσε ο Αλμοδόβαρ, «να το βάλει κάτω από το χαλάκι», με συνέπεια να ζει σε μια διαρκή μετατραυματική κατάσταση.
«Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ιστορικά σαν χώρα αν δεν κάνουμε το χρέος μας απέναντι στους αγνοούμενους», είχε πει ο σκηνοθέτης. «Θέλω να δείξω στις νέες γενιές ότι τα προβλήματα που έχουν σήμερα είναι σημαντικά, αλλά πρέπει να καταλάβουν ότι κουβαλάνε επάνω τους –ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβάνονται– και το παρελθόν».

Στην Ισπανία υπάρχει διχογνωμία για το εάν πρέπει να ανασκαφούν οι μαζικοί τάφοι.
«Το “να κοιτάμε μόνο μπροστά”, που λένε πολλοί, είναι ένα κλισέ της Δεξιάς», είχε πει ο Αλμοδόβαρ. «Οι σημερινές γενιές μεγαλώνουν σε ένα συντηρητικό περιβάλλον και το συντηρητικό περιβάλλον το βολεύει η αμνησία».
Η Ισπανία είναι η χώρα με τους περισσότερους μαζικούς τάφους στην Ευρώπη, σύμφωνα με την Διεθνή Επιτροπή για τους Αγνοουμένους (ICMP), η οποία δραστηριοποιείται σε 40 χώρες που έχουν μεγάλο αριθμό αγνοουμένων ως αποτέλεσμα φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών, πολέμων, εκτεταμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οργανωμένου εγκλήματος και άλλων αιτιών.

Στην Ισπανία υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 2.000 μαζικοί τάφοι σε σημεία χωρίς σήμανση, όπου έχουν ταφεί θύματα του Φράνκο.
Η Ενωση για την Ανάκτηση της Ιστορικής Μνήμης προσπαθεί να ανασκάψει όσο περισσότερους μπορεί και να ανασυνθέσει ό,τι έχει μείνει από τους ανθρώπους αυτούς, κυρίως προκειμένου οι οικογένειές τους να βρουν τη γαλήνη.
Ανάλογες προσπάθειες γίνονται και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όμως οι εθνικές κυβερνήσεις δεν είναι πάντα πρόθυμες να βοηθήσουν. Ούτε στην Ισπανία ήταν, όσο στην εξουσία βρίσκονταν οι συντηρητικοί. Το 2007, έπειτα από τεράστια πίεση, είχαν περάσει τον Νόμο για την Ιστορική Μνήμη, ο οποίος, όμως, δεν κάλυπτε την περίπτωση των μαζικών τάφων.
Η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ τον άλλαξε και άρχισε να χρηματοδοτεί τις ανασκαφές. Παράλληλα, δημιουργήθηκε μια εθνική τράπεζα DNA, για την αναγνώριση των θυμάτων και μια υπηρεσία υποστήριξης των οικογενειών.
Τα θύματα του Φράνκο που αγνοούνται ως σήμερα είναι περίπου 100.000 και θεωρούνται οι περισσότεροι αγνοούμενοι σε μια μοναδική σύγκρουση, έπειτα από εκείνους στον εμφύλιο πόλεμο της Σομαλίας.
Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί σε ομαδικούς τάφους περίπου 20.000 σκελετοί. Ακόμη και με την επίσπευση των ανασκαφών, όμως, υπάρχουν πολλοί Ισπανοί που ζητούν δικαιοσύνη· να περάσουν από δίκη όσοι από τους συμμετέχοντες στα εγκλήματα του Φράνκο είναι ακόμη ζωντανοί. Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα έχει δηλώσει ότι μόλις επιστρέψει στην εξουσία θα αναστρέψει κάθε τέτοια προσπάθεια, διότι «καταστρέφει την εθνική ομόνοια».
Η απόδοση ευθυνών δεν είναι δυνατή αν η Ισπανία δεν καταργήσει τη γενική Αμνηστία του 1977, με την οποία απελευθερώθηκαν χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι του καθεστώτος του Φράνκο, αλλά απαγορεύθηκε και η δίωξη πολιτικών εγκλημάτων που είχαν τελεστεί έως τότε.
Η Αμνηστία κρίθηκε απαραίτητη για να επιτευχθεί η ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία και υποστηρίζεται κυρίως από τα δεξιά κόμματα, καθώς δημιουργήθηκε για να προστατεύσει δεξιούς αξιωματούχους και πολιτικούς. Εν μέρει κατάφερε τον σκοπό της, βάζοντας όμως υπερβολικά πολλούς σκελετούς «κάτω από το χαλάκι» και αφήνοντας μια ανοιχτή πληγή.
Η περίπτωση της Κύπρου
Ανάλογη με εκείνην που χάσκει και στην Κύπρο, όπου εκατοντάδες οικογένειες συνεχίζουν να αγνοούν την τύχη των ανθρώπων τους. Η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε επίσημα 453 αγνοούμενους, από την περίοδο 1963-1967. Η ελληνοκυπριακή 1.508, από την εισβολή του 1974.
Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους δημιουργήθηκε το 1981. Αποτελείται από έναν Τουρκοκύπριο, έναν Ελληνοκύπριο και ένα τρίτο μέλος που επιλέγεται από τον Ερυθρό Σταυρό και διορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Οι πρώτες εκταφές έγιναν το 2004 και μέχρι σήμερα συνεχίζονται οι προσπάθειες να βρεθούν και να ταυτοποιηθούν όσο περισσότεροι από τους νεκρούς γίνεται.
Στο θέμα των αγνοουμένων και οι δύο πλευρές δεν έκαναν τη διαχείριση που θα έπρεπε ώστε να γίνει το συντομότερο δυνατό γνωστή η τύχη των ανθρώπων αυτών. Στην πορεία αποκαλύφθηκε ότι κάποιοι από τους αγνοούμενους ήταν θαμμένοι σε μαζικούς τάφους στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εκταφές, όπως και το άνοιγμα του φακέλου των αγνοουμένων, καθυστέρησαν χαρακτηριστικά, κάτι το οποίο οδήγησε σε προσφυγές εκ μέρους κάποιων οικογενειών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Επίσης, για πολλά χρόνια η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στις δύο πλευρές άφησε στο σκοτάδι τις οικογένειες των αγνοουμένων.
Παρότι στις 31 Ιουλίου 1997 οι ηγέτες της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς, Κληρίδης και Ντενκτάς αντίστοιχα, προχώρησαν σε συμφωνία για αναγνώριση του ζητήματος των αγνοουμένων ως ανθρωπιστικού θέματος, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως έπρεπε. Το 1999, η υπόθεση παραπέμφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η κυβέρνηση της Κύπρου κατήγγειλε παράνομη κράτηση ή δολοφονία περίπου 2.000 ατόμων, το 1974.
Το Δικαστήριο έκρινε εν τέλει ότι η Τουρκία παραβιάζει συνεχόμενα το Αρθρο 2, δεδομένου ότι δεν έχει πραγματοποιήσει έρευνες και δεν έχει δώσει πληροφορίες για τους αγνοούμενους. Εκρινε, επίσης, ότι η εκταφή ενός αγνοούμενου δεν σημαίνει ότι η διερεύνηση σταματά εκεί, καθώς απαιτείται και η δίωξη των υπευθύνων.
Ολο και περισσότεροι μαζικοί τάφοι ανασκάπτονται, όμως είναι αμφίβολο αν θα βρεθούν όλοι οι αγνοούμενοι. Από το 2004, 1.118 άνθρωποι έχουν βρεθεί θαμμένοι σε όλο το νησί και 1.027 έχουν ταυτοποιηθεί.
Σήμερα, 759 Ελληνοκύπριοι και περίπου 200 Τουρκοκύπριοι παραμένουν αγνοούμενοι, θαμμένοι σε κάποιο χωράφι, αλλά όχι ξεχασμένοι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Μαζικοί τάφοι: Τα ναρκοπέδια της ιστορικής μνήμης
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.