Ο,τι και να συμβεί στις αυτοδιοικητικές κάλπες την Κυριακή —που δεν μπορούν να συμβούν και πολλά— από τη Δευτέρα το πρωί θα κουβεντιάσουμε λίγο ακόμη για το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα σε κάποια περιφέρεια ή κάποιο δήμο και έπειτα θα επιστρέψουμε στη ζωή μας. Οχι ότι ξεχαστήκαμε ανησυχώντας για τον Χαρδαλιά, τον Μπακογιάννη ή τον Δούκα, αλλά πάντως δεν θα τους έχουμε πλέον καθημερινώς στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα.
«Επιστρέφουμε στη ζωή μας» είναι κάτι που, είτε το θέλουν είτε όχι όμως, αφορά στο εξής και για τέσσερα – πέντε χρόνια, όλους αυτούς που εδώ και κάποιους μήνες με λύσσα και πάθος προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο ότι πρέπει να τους ψηφίσει, επειδή μόνο έτσι θα γίνει η ζωή του καλύτερη. Για να δούμε λοιπόν.
Μετά τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι και όσο άλλα εξακολουθούν να συμβαίνουν, κεντρική κυβέρνηση και αποκεντρωμένη αυτοδιοίκηση ισχυρίζονται εν χορώ, ότι κοιμούνται και ξυπνούν με την ανησυχία για την καθημερινότητά μας. Δεν είναι οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι, όλες οι κυβερνήσεις και όλες οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές κάποια στιγμή, αφότου οι μεγάλες ιδέες και τα οράματα εγκαταλειφθούν επειδή δεν πιάνονται, το γυρίζουν στην καθημερινότητα. Όπου υποτίθεται ότι δίνουν σκληρό αγώνα για να την βελτιώσουν, κ.λπ., κ.λπ. Λες και πρόκειται για κάτι έκτακτο. Για την καθημερινότητα ψηφίζονται όλοι, έστω κι αν νομίζουν κάτι άλλο.
Είναι όμως την ίδια στιγμή μάλλον περιττό να σημειώσει κανείς ότι «η καθημερινότητα», ως πολιτικός όρος, είναι τόσο αόριστη έννοια, ώστε όταν ακούει ο άλλος (αυτός που «δεν την παλεύει», δηλαδή) διαφόρους υπουργούς που παρελαύνουν σε κανάλια και ραδιόφωνα να την εκστομίζουν, στην καλύτερη περίπτωση κλείνει τα αφτιά του. Κατά κανόνα αντιδρά αλλιώς.
«Και τι ξέρεις εσύ από καθημερινότητα;», είναι η απάντηση και είναι ορθή.
Σχεδόν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού, εδώ και δεκαετίες, δεν έχει καμία σχέση με την καθημερινότητα. Ζει σε διάφορες, μικρές ή μεγαλύτερες γυάλες, διαβιεί, μετακινείται, καταναλώνει διά βοηθών και αντιπροσώπων και χρειάζεται «σκονάκι» για να μιλήσει για διάφορα ζητήματα. Αυτά που ακούγονται για παράδειγμα για το θέμα της ακρίβειας και πώς τάχα καταπολεμιέται, είναι λόγια από ένα παράλληλο σύμπαν. Καλύτερα να έλειπαν.
Υπάρχει βέβαια και η πολύ βαριά καθημερινότητα, εκείνων που ακόμη ζουν στις λάσπες της πλημμύρας και διαπιστώνουν τώρα ότι τους αντιμετωπίζουν ως εκλογική πελατεία. Είναι και αυτή μία ακόμη ένδειξη της ασύμπτωτης πολιτικής συζήτησης.
Μιλώντας για καθημερινότητα, ας πάμε σε κάτι πιο «ελαφρύ» από τις λάσπες της Θεσσαλίας.
Αυτή την Παρασκευή που μας πέρασε και ενώ φούντωνε η συζήτηση για τις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές και όλοι περιέγραφαν διάφορα καταπληκτικά σχέδια για τις λύσεις που έχουν στο τσεπάκι, αλλά για κάποιο λόγο δεν τις έβγαζαν τόσο καιρό, σχεδόν οι μισοί πολίτες αυτής της χώρας, εκείνοι που ζουν στο Λεκανοπέδιο, παραδόθηκαν στη μοίρα τους. Και στο έλεος μερικών δεκάδων άλλων, που ήθελαν να κάνουν το κέφι τους ή τέλος πάντων το επαναστατικό τους καθήκον: μία πορεία κάποιων οργισμένων κατά του Ισραήλ, αποφάσισε να παρελάσει από το κέντρο προς την ισραηλινή πρεσβεία, στη συμβολή Κατεχάκη και Κηφισίας. Η Αθήνα τούς παραδόθηκε αμαχητί, δεκάδες χιλιάδες πολίτες εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους και στα μέσα μεταφοράς σε όλους τους κεντρικούς και παράπλευρους άξονες, η πόλη φράκαρε από τη Συγγρού έως το Μαρούσι και από τη Βουλιαγμένης έως το ποτάμι. Ακουγες και έβλεπες κάποια ασθενοφόρα να προσπαθούν να περάσουν και αναρωτιόσουν πόσοι άτυχοι μπορεί και να έχουν χάσει τη ζωή τους σε κάποια τέτοια περίσταση.
Σε αυτή τη συνθήκη, το κράτος απουσίασε. Επέτρεψε σε κάποιους, λίγους, ελάχιστους, να κάνουν αυτό που επιθυμούσαν, δίχως την παραμικρή μέριμνα για τους πολύ περισσότερους υπόλοιπους. Η τροχαία (που, παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει από τη Θεσσαλονίκη ότι θα αναλάβει επιτέλους δράση) ήταν άφαντη, η παραβατικότητα στα φανάρια των διασταυρώσεων έγινε κανόνας, ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε και όπως μπορούσε και νόμιζε, το χάος επικράτησε για κάποιες ώρες και μετά… όλα μία χαρά.
Για να μην κοροϊδευόμαστε, η περίπτωση αυτή είναι απλώς ενδεικτική. Είναι όμως και ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της ασυμμετρίας μεταξύ πολιτικής εξαγγελίας και πραγματικότητας σε ό,τι αφορά την «καθημερινότητα».
Και μία απόδειξη για το ότι τη μάχη αυτή, τη δίνουν οι πολίτες μόνοι τους. Επειδή πολύ απλά, η κυβέρνηση (η όποια κυβέρνηση, όχι μόνο η σημερινή), δεν γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Γι΄αυτό άλλωστε και οι περισσότερες κυβερνήσεις στην καθημερινότητα «την πατάνε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News