Στις 28 Οκτωβρίου 2023 ο αμερικανός ηθοποιός Μάθιου Πέρι βρέθηκε νεκρός στην μπανιέρα του σπιτιού του στο Μαλιμπού. Ο Πέρι, ο Τσάντλερ της σειράς «Φιλαράκια» υπέφερε από χρόνιο εθισμό στα οπιούχα παυσίπονα. Οι προσπάθειές του να αποτοξινωθεί και ο θάνατός του φωτίζουν ακόμη μια πλευρά της «επιδημίας των οπιούχων», των νόμιμων ναρκωτικών που σκοτώνουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο.
Ακριβώς έναν χρόνο πριν το θάνατό του, στις 28 Οκτωβρίου 2022, ο Μάθιου Πέρι έδινε συνέντευξη στην Νταϊάν Σόγιερ στο ABC, για την προώθηση του αυτοβιογραφικού του βιβλίου «Friends, Lovers, and the Big Terrible Thing». Παρακολουθώντας ένα απόσπασμα από τα «Φιλαράκια» ο Πέρι βούρκωσε. «Τον ξέρω αυτόν τον τύπο», είπε δείχνοντας τον εαυτό του στην οθόνη. «Και τον λυπάμαι βαθιά. Αυτός ο τύπος που βλέπετε υποφέρει βαθιά και δεν ξέρει τι του συμβαίνει. Κι εγώ τώρα τον βλέπω και ξέρω τι του συμβαίνει και ξέρω ότι αυτός ο τύπος είμαι εγώ».
Ο Πέρι έγινε διάσημος από το ρόλο του Τσάντλερ στα «Φιλαράκια». Πολύ δύσκολα θα θυμηθεί κάποιος κάτι άλλο που έκανε στην υποκριτική. Θα μπορούσε να έχει παίξει κι άλλους αξιομνημόνευτους ρόλους; Πιθανώς. Εάν δεν τον είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά ο μόνος πραγματικός ρόλος της ζωής του: Εκείνος του ανθρώπου που παλεύει με τους εθισμούς.
Το σημαντικό στην περίπτωση του Πέρι είναι ότι ο εθισμός του δεν ήταν στα συνηθισμένα ναρκωτικά των διασήμων, δεν έπαιρνε κοκαΐνη ή ηρωίνη. Αυτό που τον ταλαιπώρησε επί σχεδόν 30 χρόνια και τελικά μάλλον τον σκότωσε κιόλας ήταν η επιδημία που σαρώνει την Αμερική (και όχι μόνο) και χτυπάει αδιακρίτως πλούσιους, φτωχούς, διάσημους και μη: Ο εθισμός στα οπιούχα παυσίπονα. Ξεκίνησε να παίρνει Vicodin το 1997 μετά από ένα ατύχημα με τζετ σκι στα γυρίσματα μιας ταινίας. Σε λιγότερο από ένα χρόνο μπήκε σε κλινική για την πρώτη του απόπειρα αποτοξίνωσης.
Σύντομα στα οπιούχα προστέθηκε και το αλκοόλ. Εκτοτε ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα διαρκές σκαμπανέβασμα: Πότε ήταν καθαρός και πότε όχι, πότε έχανε βάρος και πότε έπαιρνε, πότε κέρδιζε και πότε έχανε. Και στο τέλος προστέθηκε στη μακρά λίστα των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον πόνο.
Στις ΗΠΑ το 2010 πέθαναν 20.000 άνθρωποι από υπερβολική δόση οπιούχων φαρμάκων. Το 2021 οι αντίστοιχοι θάνατοι ήταν περισσότεροι από 80.000. Το 4,3% των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούν μετά από ατυχήματα ή χειρουργικές επεμβάσεις εκτιμάται ότι εθίζονται σε αυτά και συνεχίζουν τη χρήση τους. Αν και το 80% των οπιούχων καταναλώνονται στις ΗΠΑ, το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και παρουσιάζει αυξητική τάση. Τα οπιούχα είναι φτηνά, σχετικά εύκολα να βρεθούν και πολύ εθιστικά. Και βέβαια είναι μια παγκόσμια μπίζνα δισεκατομμυρίων.
Το 2002 οι ομοσπονδιακές αρχές στις ΗΠΑ, μαζί με το υπουργείο Δικαιοσύνης, άρχισαν να ερευνούν την φαρμακευτική εταιρεία Purdue Pharma, η οποία παρήγαγε και εμπορευόταν το OxyContin. Οι συνταγές για το συγκεκριμένο φάρμακο είχαν ξεπεράσει τα 14 εκατομμύρια το 2001, από 316.000 που εκδόθηκαν το 1996. Η Purdue Pharma έβγαλε από το συγκεκριμένο φάρμακο 3 δισεκατομμύρια εκείνη τη χρονιά. Με πολύ επιθετικό και πανάκριβο μάρκετινγκ, έπειθε τον κόσμο ότι το OxyContin έχει ελάχιστη επικινδυνότητα για εθισμό. Οι γιατροί έγραφαν συνταγές, όλοι πλούτιζαν, άνθρωποι πέθαιναν. Οι αρχές κατηγόρησαν την Purdue Pharma ότι παραπλανούσε το κοινό.
Δικηγόρος της Purdue Pharma ήταν ο μετέπειτα πολιτικός και Δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι. Κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό και κάποια από τα στελέχη της Purdue Pharma πλήρωσαν πρόστιμα, συνολικού ύψους 634 εκατομμυρίων δολαρίων, ψίχουλα μπροστά στα κολοσσιαία κέρδη τους. Οι θάνατοι αυξάνονταν, όμως, και οι μηνύσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή, από ιδιώτες και Πολιτείες. Το 2007, τρεις θυγατρικές της Purdue Pharma δήλωσαν ενοχή για το ποινικό αδίκημα της παραπλάνησης του κοινού και παραδέχτηκαν ότι πράγματι το OxyContin είναι πολύ πιο εθιστικό απ’ όσο έλεγαν στις διαφημίσεις του.
Σήμερα, εκατοντάδες μηνύσεις και δημοσιογραφικές έρευνες και άρθρα και βιβλία αργότερα, η κατάσταση είναι περίπου ίδια. Η φαρμακευτική έρχεται σε συμβιβασμούς ή πληρώνει πρόστιμα και το φάρμακο συνεχίζει να σκοτώνει.
Η σειρά «Painkiller» που παίζεται στο Netflix διηγείται την ιστορία της οικογένειας Σάκλερ, ιδιοκτήτριας της Purdue Pharma και τον τρόπο με τον οποίο έβαλαν το OxyContin σχεδόν σε όλα τα αμερικανικά σπίτια. Ηξεραν ότι είναι εθιστικό, αλλά δεν τους ενδιέφερε. Οπως το ήξεραν και πολλοία πό τους γιατρούς που έκαναν τις υπερσυνταγολογήσεις. «Η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από δύο πράγματα: τρέχουμε μακριά από τον πόνο και προς την απόλαυση. Αν εμείς πλασαριστούμε ανάμεσα στον πόνο και στην απόλαυση, τότε θα αλλάξουμε τον κόσμο. Και δεν θα μας λείψουν ποτέ ξανά τα λεφτά», λέει σε ένα σημείο ο Ρίτσαρντ Σάκλερ, Πρόεδρος της Purdue Pharma. Είχε απόλυτο δίκιο.
Οπως και τα παράνομα ναρκωτικά, έτσι και τα νόμιμα έχουν μόνο έναν στόχο: Να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο, σωματικό ή ψυχικό. Εν πολλοίς το καταφέρνουν: Οταν είσαι νεκρός, παύεις να πονάς.
Ο Μάθιου Πέρι προσπάθησε να κάνει γνωστό το πρόβλημα και χρησιμοποίησε τη φήμη του για να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη. Ο ίδιος ξόδεψε περίπου εννέα εκατομμύρια δολάρια στις απόπειρές του να αποτοξινωθεί και είχε πει ότι δεν θυμόταν μεγάλο μέρος της ζωής του, όπως τα γυρίσματα των τριών τελευταίων σεζόν της σειράς «Φιλαράκια». Φαίνεται κάπως παράξενο αυτό, όταν τον βλέπεις στη οθόνη να χαμογελάει.
Όπως και όλα τα «Φιλαράκια» ήταν χαρούμενος, σχετικά ανέμελος και τα προβλήματά του δεν ξεπερνούσαν ποτέ το πλαίσιο του απολύτως αντιμετωπίσιμου. Στα «Φιλαράκια» δεν υπήρχαν ναρκωτικά, παυσίπονα, αλκοόλ, εθισμοί, πόνος, βία, θάνατοι. Ηταν η όμορφη ψευδαίσθηση μιας κοινωνίας που ήθελε να ξεχάσει τον σκοτεινό εαυτό της.
Οπως και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News