Κι ενώ μαίνεται η κόντρα για το αν είναι ο Μ. Καραγάτσης σεξιστής και η «Μεγάλη Χίμαιρα» μια αποθέωση της πατριαρχίας, κι ενώ περισσεύουν οι καβγάδες για το αν πρέπει να αποδομούνται κατά τέτοιο τρόπο η λογοτεχνία και η τέχνη ή όλα αυτά είναι φαινόμενα μιας woke υπερβολής που έχει χάσει το δάσος βλέποντας μονόφθαλμα το δέντρο, κι ενώ τα λαϊκά δικαστήρια στήνονται σε διαδικτυακούς τοίχους για να δικάσουν πλέον τους πάντες, το όνομα ενός συγγραφέα έρχεται στο προσκήνιο και το μαθαίνουν όλοι. Μέχρι και η κυρία που το μόνο βιβλίο που έχει δει ποτέ στη ζωή της είναι της Χρυσηίδας Δημουλίδου.
Θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε και αυτή τη διαπίστωση ανάμεσα στις υπόλοιπες, σχετικά με το θέμα που ξεφύτρωσε μια καλοκαιρινή πρωία μπροστά μας και πυροδότησε απανωτά ντιμπέιτ. Ξαφνικά, μαθαίνει τον Καραγάτση και εκείνος που μέχρι τώρα αγνοούσε την ύπαρξή του. Θα μου πείτε, τον μαθαίνει με λάθος τρόπο, διαμέσου ενός πολέμου σχολιαστών που τον έχουν βάλει στη μέση. Eρχεται σε επαφή μαζί του από τα «cancel» και τα «hashtag» και τίποτα περισσότερο. Και το πιθανότερο είναι ότι θα μείνει σ’ αυτή την επιδερμική προσέγγιση, που τείνει να γίνει ο νέος τρόπος γνωριμίας μας με τα πράγματα.
Θα διαβάσει Καραγάτση ο μέσος χρήστης του διαδικτύου που τον σχολιάζει τώρα, αραδιάζοντας επιχειρήματα σαν να έχει κάνει διδακτορικό επάνω «στη γενιά του 30»; Ή, μήπως, με αφορμή την αντιπαράθεση, θα καθίσει να μελετήσει το έργο του συγγραφέα για να διαπιστώσει πόσος σεξισμός παίζει εκεί μέσα ή, τέλος πάντων, να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι είναι αυτός ο λογοτέχνης που βρέθηκε στο επίκεντρο επειδή ένα άρθρο, κάποιας αρθρογράφου, σε μια ιστοσελίδα, κατέκρινε την οπτική του;
Θα ήταν ευχής έργον να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Να γίνονταν αφορμή οι αντιπαραθέσεις για να διαβάσουν λογοτεχνία περισσότεροι άνθρωποι. Εστω και για να την κράξουν κάτω από αναρτήσεις. Αλλά τουλάχιστον με επιχειρήματα, με τις διαπιστώσεις της γνώσης που αποκόμισαν από μια προσπάθεια εμβάθυνσης που τους επέτρεψε να δουν κάτω από το πρώτο επίπεδο, πέρα από την επιφάνεια.
Oνειρα θερινής νυκτός. Καμία γνώση και καμία εμβάθυνση δεν θα έρθει από αυτό το λογοτεχνικό beef, παρά μόνο ένα όνομα συγγραφέα και τα σχόλια σχετικών και άσχετων, που ανακυκλώνονται εν είδη τίτλων και γίνονται ένα στο μεγάλο χωνευτήρι της οθόνης. Ο ανίδεος απλώς θα μάθει ότι ένας έλληνας συγγραφέας προκαλεί αντιδράσεις. Οτι τον λένε Μ. Καραγάτση, και ότι το βιβλίο του, η «Μεγάλη Χίμαιρα», κάτι του θυμίζει. Οχι, δεν το έχει στη βιβλιοθήκη του. Μπορεί να μην έχει καν βιβλιοθήκη. Ούτε το έχει διαβάσει σε κάποια παραλία.
Ξέρετε από πού θυμάται ο μέσος χρήστης, και σχολιαστής των δικαστηρίων του πληκτρολογίου, τη «Μεγάλη Χίμαιρα»; Από μια τηλεοπτική σειρά τη θυμάται. Από το «Μαέστρο» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Σε επεισόδιο του πρώτου κύκλου, που είχε και τον ίδιο τίτλο, ο πρωταγωνιστής αγόραζε το βιβλίο. Και τότε είχε γίνει ένας χαμός, θετικός στη συγκεκριμένη περίπτωση, επαναφέροντας δυναμικά το όνομα «Καραγάτσης» στην επικαιρότητα. Μάλιστα, είχε κυκλοφορήσει και η είδηση ότι μετά την προβολή του επεισοδίου το βιβλίο εξαντλήθηκε, κάτι που αποδείχτηκε μύθος.
Τυχαίες πληροφορίες που μπαίνουν στο μυαλό μας από τις οθόνες. Σαν σχεδιαγράμματα χωρίς βάθος οπτικής, με πινέζες βαλμένες εδώ κι εκεί, στα σημεία. Βλέπουμε ονόματα, τίτλους, υπότιτλους, βλέπουμε λέξεις και φράσεις, βλέπουμε θραύσματα περιεχομένου. Δεν βλέπουμε το όλον, το σύνολο, το από κάτω και το από μέσα. Και φυσικά, δεν μας ενδιαφέρει και να το δούμε.
Κάποτε, σε κάποιο βιβλίο Ιστορίας του μέλλοντος, θα υπάρχει κεφάλαιο που θα μιλάει για τον πνευματικό εκφυλισμό του σύγχρονου ανθρώπου, τη μαλθακότητα του νου του και την αδυναμία του για αληθινή γνώση, στην εποχή της ασυνάρτητης πληροφορίας του Διαδικτύου. Αυτό το κεφάλαιο μπορεί να τιτλοφορηθεί «Καραγάτσης» και να ξεκινάει με τα ντιμπέιτ μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News