Ο νόμος 4387/2016 (Κατρούγκαλου) αποδίδει συντάξεις βασισμένος σε μια φόρμουλα. Η φόρμουλα αυτή επικρίθηκε σφοδρά από τη Νέα Δημοκρατία για ελλιπή ανταποδοτικότητα, επειδή επιστρέφει λιγότερα σε εκείνους που έχουν εισφέρει περισσότερα.
Αλλά μόλις η ΝΔ ανέλαβε την ευθύνη του Ασφαλιστικού, επέβαλε ένα ανώτατο όριο συντάξεων περιορίζοντας ακόμα περισσότερο την ελλειμματική ανταποδοτικότητα!
Πώς συμβιβάζεται η χθεσινή κριτική για ελλιπή ανταποδοτικότητα με τη σημερινή θέσπιση ανώτατου πλαφόν (4.608€ μεικτά) στο ύψος της σύνταξης από την κυβέρνηση της ΝΔ;
Το ερώτημα μοιάζει εύλογο, μελετώντας όμως τις τεχνικές λεπτομέρειες, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει αντίφαση. Το σημαντικό ερώτημα δεν είναι γιατί μπαίνει πλαφόν, αλλά γιατί το πλαφόν είναι τόσο υψηλό.
Και, φυσικά, πρέπει πάλι να αναρωτηθούμε: γιατί και πώς ο νόμος που κατηγορείται ότι αποδίδει πολύ χαμηλές συντάξεις, υπολογίζει και αποδίδει τόσο υπέρογκες συντάξεις γήρατος (3.500-7.000€) σε συνταξιούχους της ΔΕΗ, της Εθνικής Τράπεζας και του ΗΣΑΠ εδώ.
Η μέγιστη σύνταξη γήρατος
Ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει ότι ο ασφαλισμένος που εργάστηκε και κατέβαλε εισφορές επί 45 έτη θα λάβει ανταποδοτική σύνταξη ίση με το 52,77% των μέσων μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών. Όσο υψηλότερες οι μέσες αποδοχές, τόσο υψηλότερη η ανταποδοτική σύνταξη.
Πώς γίνεται, λοιπόν, να υπάρχει πλαφόν;
Το μυστικό βρίσκεται στη λέξη ασφαλιστέες. Δεν αποδίδουμε εισφορές για το σύνολο των αποδοχών μας αλλά μόνον μέχρις ενός ορίου, το οποίο ορίζεται νομοθετικά. Για τους μισθωτούς το όριο αυτό σήμερα είναι 5.860€. Άρα, ακόμη αν ο μηνιαίος μισθός σας είναι 50.000€, αποδίδετε εισφορές σαν να ήταν 5.860€. Κατά συνέπεια, τίθεται αυτόματα ένα όριο στο μέγιστο ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης.
Ας υποθέσουμε τώρα πως έχουμε μπροστά μας έναν ασφαλισμένο, ο οποίος ξεκίνησε να εργάζεται την 1/1/1973, σε ηλικία 22 ετών, και εργάστηκε επί 45 συναπτά έτη, δηλαδή ως την 31/12/2017.
Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι από την πρώτη ως την τελευταία ημέρα της εργασίας του ήταν ακραία υψηλόμισθος, κάτι σαν διοικητής της Alpha Bank ή διευθύνων σύμβουλος της Motor Oil. Οι μέσες ασφαλιστέες αποδοχές του κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου είναι μόλις 2.785€! Κι ας είναι απίστευτα προνομιούχος εργαζόμενος! Διότι, ως ασφαλισμένος προ του 1993, το πλαφόν στις ασφαλιστέες αποδοχές του ήταν 2.432,25€ για 40 χρόνια (μέχρι και το 2012). Μετά, για τέσσερα χρόνια (2013-2016) το πλαφόν ήταν 5.543,55€ λόγω εξίσωσης παλαιών & νέων ασφαλισμένων. Και το 2017, για ένα χρόνο, ήταν 5.860€, λόγω της αύξησης του πλαφόν που επέφερε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Στον εργαζόμενο του παραδείγματός μας ο νόμος Κατρούγκαλου υπολογίζει ανταποδοτική σύνταξη 1.470€. Και με την πρόσθεση της εθνικής σύνταξης, ο υπερτυχερός συνταξιούχος θα απολαμβάνει, τελικά, συνολική σύνταξη γήρατος 1.854€.
Είναι αδύνατον (σχεδόν) να βρείτε μισθωτό, ο οποίος ελάμβανε υψηλότερες αποδοχές και κατέβαλε περισσότερες εισφορές και δικαιούται τώρα υψηλότερη σύνταξη από τον υπερτυχερό του παραδείγματός μας. Επειδή, μάλιστα, οι εισφορές που αντιστοιχούσαν στο ανώτατο πλαφόν των μισθωτών ήταν διαχρονικά υψηλότερες από το υψηλότερο κλιμάκιο εισφορών του ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών), του ΕΤΑΑ (Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), του ΝΑΤ ( Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο) και, φυσικά, του ΟΓΑ, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι ο υπερτυχερός εργαζόμενος του παραδείγματος κατέβαλλε τις υψηλότερες εισφορές από όλους τους εργαζομένους που συνταξιοδοτήθηκαν το 2017.
Αρα ή σύνταξη γήρατος του υπερτυχερού φίλου μας (1.854€) ορίζει και το ύψος της μέγιστης¹² σύνταξης γήρατος, που θα μπορούσε να λάβει ένας ασφαλισμένος στη χώρα. Για την ακρίβεια, 1.854€ είναι η μέγιστη δυνατή σύνταξη γήρατος, που αντιστοιχεί σε ασφαλισμένο που έχει εισφέρει τα αναλογούντα σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ποσά ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό δε σημαίνει πως ο ισχύων ασφαλιστικός νόμος δεν δίνει υψηλότερες συντάξεις γήρατος από 1,854€. Κάθε άλλο. Δίνονται και υψηλότερες συντάξεις, επειδή κάποια Ταμεία λειτουργούσαν στο παρελθόν με υψηλότερο συντελεστή εισφορών κύριας σύνταξης και υψηλότερο ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών από αυτά που είχε επιβάλλει ως υποχρεωτικά ο νομοθέτης.
Οι Συμβολαιογράφοι
Πρόσφατα διαβάσαμε για αστρονομικές συντάξεις των 20.000€, που σύμφωνα με το νόμο Κατρούγκαλου δικαιούνται κάποιοι ασφαλισμένοι, -συμβολαιογράφοι, κυρίως, σύμφωνα με δημοσιεύματα. Συντάξεις αδιανόητες, σκανδαλώδεις, προκλητικές.
Μα, αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές –αυτό ισχυρίζονται οι δικαιούχοι– μήπως είναι δίκαιο να αποδοθούν, όσο υψηλές και αν είναι; Και μήπως τότε το πλαφόν παραβιάζει τα δικαιώματά τους; Και αν πάλι δεν έχουν καταβληθεί εισφορές, αν δηλαδή οι κοινωνικοί πόροι δεν αντιστοιχούν σε ατομικές εισφορές, τότε γιατί αυτοί οι ασφαλισμένοι θα απολαμβάνουν συντάξεις των 4608€, όταν ο «σούπερ» μισθωτός του παραδείγματός μας λαμβάνει σύνταξη γήρατος μόλις 1.854€;
Για να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαιοσύνης και να επιλυθεί το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν επαρκεί ένα πλαφόν στο ύψος της κύριας σύνταξης. Απαιτείται ένας διαφορετικός τρόπος υπολογισμού των εν λόγω συντάξεων.
Είναι η περίπτωση των ακραία υψηλών συντάξεων, επειδή οι λεγόμενοι «κοινωνικοί πόροι» προσμετρήθηκαν στις ατομικές εισφορές των εν λόγω ασφαλισμένων. Αποκαλούνται «κοινωνικοί πόροι», επειδή πρόκειται για επιβαρύνσεις που είχαν επιβληθεί από το κράτος σε συναλλαγές διαφόρων ειδών (αγοραπωλησίες ακινήτων, αγγελιόσημο, κ.λπ.), προκειμένου να συλλέξει πόρους, που κατευθύνονταν στα ασφαλιστικά Ταμεία (συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΑΓΕ) για τη στήριξη του κοινωνικού κράτους.
Για παράδειγμα, κατά την πώληση ενός ακινήτου αξίας μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, μέσω του συμβολαιογράφου που διαμεσολαβεί για την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, εισπράττονται ως αναλογικά δικαιώματα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που κατευθύνονται στα ασφαλιστικά Ταμεία. Και ο εν λόγω συμβολαιογράφος φαίνεται να κατέβαλε ως εισφορές ένα μυθικό ποσό.
Τι μπορεί να γίνει
Η λύση στο πρόβλημα δεν είναι να αγνοηθούν πλήρως οι «κοινωνικοί πόροι» ως ύλη ατομικών συνταξιοδοτικών εισφορών. Θα ήταν άδικο και ισοπεδωτικό οι εργαζόμενοι με ελάχιστο έργο (επαγγελματίες με μικρό κύκλο εργασιών) να απολαμβάνουν ίδια σύνταξη με εκείνους που κατέγραψαν μεγάλη παραγωγή έργου. Διότι για κάποιες κατηγορίες επαγγελματιών οι καταβολές στα Ταμεία μέσω των κοινωνικών πόρων ήταν ο μόνος τρόπος απόδοσης συνταξιοδοτικών εισφορών. Οι δικηγόροι, π.χ. είχαν υποχρέωση απόδοσης στο Ταμείο Νομικών 300€ μηνιαίως ως εισφορές κύριας σύνταξης, ποσό που συμψηφιζόταν με τους καταβληθέντες κοινωνικούς πόρους.
Και καθώς η φύση και η λειτουργία των κοινωνικών πόρων δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη, απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί. Όταν προκύπτουν τεράστια ποσά ως αναλογικά δικαιώματα, είναι ξεκάθαρο –αλλά όχι σε εκείνους που έχουν ίδιο συμφέρον- ότι δεν πρόκειται για ατομικές εισφορές. Όταν, όμως, τα ποσά είναι πολύ μικρά, αποκτούν χαρακτήρα ατομικών ασφαλιστικών εισφορών.
Υπάρχει, πάντως, ένας απλός, λογικός και δίκαιος χειρισμός των κοινωνικών πόρων. Τα ποσά που αποδίδονται στα ασφαλιστικά Ταμεία από τις πράξεις συμβολαιογράφων, δικηγόρων κ.ά., στο πλαίσιο των αναλογικών δικαιωμάτων που έχει επιβάλλει η πολιτεία στις συναλλαγές, θα μπορούν να προσμετρώνται ως ατομικές εισφορές μέχρι του ύψους του πλαφόν των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχεί στους μισθωτούς.
Φανταστείτε, για παράδειγμα, έναν σπουδαίο νομικό σύμβουλο εταιρείας (ασφαλισμένο προ του 1993) με μηνιαίο μισθό 20.000€. Το 2010, λόγω πλαφόν, απέδιδε εισφορές για κύρια σύνταξη σαν να είχε μηνιαίες αποδοχές 2.432€ -(20% των μεικτών ασφαλιστέων αποδοχών → 486€ το μήνα). Και τον ίδιο χρόνο, ένας συμβολαιογράφος απέδιδε στα ταμεία 10.000€ κάθε μήνα, επειδή διεκπεραίωνε πολλές αγοραπωλησίες. Κατ’ αναλογίαν, λοιπόν, μόνο τα 486€ θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ατομικές εισφορές για κύρια σύνταξη με όλα σχεδόν τα υπόλοιπα να συνιστούν κοινωνικούς πόρους. Διότι το ελληνικό κράτος δεν απαίτησε από κανέναν εργαζόμενο (ασφαλισμένο προ του 93) το 2010 να εισφέρει για κύρια σύνταξη ποσό άνω των 486€. Κι αυτός ο κανόνας αφορά και τους συμβολαιογράφους και τους δικηγόρους και όλους μας.
Τα ευγενή Ταμεία
Οσα είπαμε μέχρι εδώ μοιάζουν λογικά και δίκαια, άλλωστε είναι αριθμητική.
Η λογική, όμως, και η δικαιοσύνη σταματούν εκεί που αρχίζει το άναρχο βασίλειο του παλιού κατακερματισμένου ασφαλιστικού συστήματος.
Οι 226 ασφαλισμένοι που φέρονται να έλαβαν συντάξεις ύψους 3.500-7.000€ προέρχονται από τη ΔΕΗ, την Εθνική Τράπεζα και τον ΗΣΑΠ. Και στο μέλλον θα ακολουθήσουν κι άλλοι, πολύ περισσότεροι. Διότι σε αυτά τα ευγενή Ταμεία το ύψος των εισφορών και το πλαφόν των ασφαλιστέων αποδοχών ήταν πολύ υψηλότερα από τα νομοθετημένα για τους κοινούς θνητούς. Κανείς μέτοχος δεν ερωτήθηκε, καμία διοίκηση δεν ελέγχθηκε ποτέ γι’ αυτήν τη κιμπάρικη τακτική, ούτε, φυσικά, το ΙΚΑ έλαβε τις αναλογούσες εισφορές το 2008, όταν ανέλαβε τις υποχρεώσεις των Ταμείων αυτών. Βλέπετε, το κράτος ήταν ο μέτοχος, το κράτος ήταν η διοίκηση, κράτος ήταν και οι συνδικαλιστές που συνδιοικούσαν τα εθνικά μονοπώλια…
Και τα επόμενα χρόνια θα έχουμε όλους – μα όλους! τους νέους συνταξιούχους με συντάξεις γήρατος κάτω των 2.000€ και τα υψηλόμισθα στελέχη των εν λόγω Ταμείων – αρκετά σε πλήθος- με συντάξεις ύψους 3.000 και 4.000€.
Το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις είναι ο υπολογισμός των συντάξεων να είναι πιο προσεκτικός, πιο ακριβής, λιγότερο γενναιόδωρος³.
Σημειώσεις
¹Η μέγιστη δυνατή σύνταξη μεταβάλλεται ανά έτος. Διότι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερα είναι τα έτη με υψηλό πλαφόν ασφαλιστέων αποδοχών (μετά το 2012), και λιγότερα τα έτη με χαμηλό πλαφόν ασφαλιστέων αποδοχών (έως και το 2012).
²Το όριο μέγιστης κύριας σύνταξης πιθανόν να μην ισχύει σε περιπτώσεις ασφαλισμένων που εισέφεραν σε δύο Ταμεία κύριας σύνταξης ταυτόχρονα.
³Λόγω περιορισμένων διαθέσιμων στοιχείων, ο υπολογισμός των συντάξεων στο πλαίσιο του νόμου Κατρούγκαλου βασίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών από το 2002 και μετά. Δηλαδή οι μέσες αποδοχές της περιόδου 2002-2017 εξισώνονται ασφαλιστικά με τις μέσες αποδοχές όλου του εργασιακού βίου. Δεδομένου ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εργαζόμενοι στα πρώτα χρόνια του εργασιακού βίου έχουν πολύ χαμηλότερες αποδοχές από τα τελευταία χρόνια, αυτή η μεθοδολογία οδηγεί σε γενναιόδωρο υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης. Όσο μεγαλύτερη η απόκλιση μεταξύ αρχικού και καταληκτικού μισθού, τόσο πιο γενναιόδωρος ο υπολογισμός. Όσο υψηλότερος ο καταληκτικός μισθός, τόσο μεγαλύτερη η απόκλιση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News