Σε κάθε γωνιά του δρόμου ένα τέτοιο παιδί. Στην αρχή προσπερνούσα: «Κοιμάται». Από ένα σημείο και μετά γέμισα υποψίες, ριπές καχυποψίας. Πόσο βαθιά κοιμάται; Πώς γίνεται και όλα αυτά τα παιδιά κοιμούνται; Γιατί κανένα παιδί μας δεν κοιμόταν εξίσου βαθιά; Πόσες ώρες κοιμούνται; Το βράδυ δεν κοιμούνται; Μήπως τους δίνουν κάτι για να κοιμούνται; Τα παιδιά είναι σαν… Δεν βγαίνει η λέξη. Δεν αρθρώνεται. Μια μάνα ή ένας πατέρας… Ωπ! Ωπ! Είναι όντως η μάνα; Είναι όντως ο πατέρας; Τα κρατάει αγκαλιά και ζητιανεύει. Οσο και να κινούνται για να λάβουν φιλοδώρημα, το παιδί είναι ακίνητο. Για την ακρίβεια, είναι φρικτά ακίνητο. Κάθε φορά που προσπερνάω, πλημμυρίζω ένα σωρό που με γδέρνουν. Γιατί δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου; Κάθε φορά υπόσχομαι ότι θα είμαι πιο πιεστική με την Αστυνομία, που έχω επισκεφτεί κατ’ επανάληψη. Κάθε φορά υπόσχομαι ότι αυτό δεν γίνεται να το αφήσουμε να περνάει έτσι και πρέπει κάτι, πιο δυνατό, να κάνω. Για τα μαρμαρωμένα παιδιά, ως αξεσουάρ ζητιανιάς.
Εργαλείο! Εργαλείο! Ξεκάθαρα εργαλείο, στριγκλίζει η λογική. Μα εν τέλει… Είναι παιδί! Και ‘γώ, ντροπιασμένα ανίκανη. Ντροπιασμένα ανάξια να κάνω κάτι δραστικό.
Κάθε βάρκα και παιδιά. Μάνες με παιδιά. Νομίζω ότι τις νιώθω. Πόσο τις νιώθω; (Πάντα η ίδια γέφυρα του νου… Φέρνω στο μυαλό μια στιγμή από εκείνο το ταξίδι. Αμμοθύελλα και εμείς χωθήκαμε μέσα στη σκηνή τους. Ενας άνδρας, μια γυναίκα, παιδιά πολλά, αδιανόητα χαρούμενα παιδιά, μια κατσίκα δεμένη, ένα πρόβατο δεμένο. Ολοι σε μια σκηνή. Κοίταξα τη γυναίκα βαθιά στα μάτια. Εκείνη η μαύρη γραμμή στα μάτια της μαρκάριζε ακόμα πιο πολύ το βλέμμα της, για να καταγραφεί βαθύτερα μέσα μου. Γυναίκα με γυναίκα; Πόσο αμήχανη ένιωσα! Μα εκείνη ήταν σαν φοβισμένο ζωάκι. Ενα προβατάκι, ένα κατσικάκι, μια γυναίκα, ίδιο βλέμμα. Από ποια σελίδα ιστορίας πολιτισμού έφτανα εγώ, από ποια εκείνη; Είχαμε κοινά; Σίγουρα και από τις δύο ανάβλυζε μια φορά τον μήνα αίμα και μπορούσαμε να τεκνοποιήσουμε. Αλλο; Πόσα άλλα; Ενας άνδρας αρχηγός –τι αρχηγός ο έρμος…– μιας οικογένειας, πολλών παιδιών –παιδιών έτσι!– μιας γυναίκας που υπήρχε σαν να μην υπήρχε και ζώων, ίσως μεγαλύτερης αξίας της γυναίκας… Πώς να ισχυριστώ ότι αληθινά αντιλαμβάνομαι, αληθινά νιώθω;).
Κάθε βάρκα και παιδιά. Μάνες με παιδιά. Νομίζω ότι τις νιώθω; Με δικά μου, δυτικά «μάτια» μιλάω, για δική της βούληση να πάρει το παιδί της, ένα στην αγκαλιά, ένα από το χέρι και ένα στην κοιλιά και να διεκδικήσει καλύτερη ζωή. Από το Αφγανιστάν… Από το Μαρόκο… (Αντιλαμβάνεστε ότι δεν μιλάω για ανθρώπους που «τρέχουν» από πολέμους και εξαναγκάζονται σε φυγή. Πώς άλλωστε να απαξιώσω τόσες και τόσες σελίδες και δικής μας, της πατρίδας μας ιστορίας;). Εν τέλει «διαβάζω» με τα ευρωπαϊκά μου μάτια, χρόνων διεκδικήσεων του γυναικείου κινήματος και εν πολλοίς δικαίωσης… Μπορώ, αλήθεια, να βλέπω αληθινά; Δικαιούται βούλησης, από τον δικό «της» πολιτισμό, αυτή η γυναίκα; Δικαιούται δικής της απόφασης; Μπορεί, γυναίκες-εργαλεία. Παιδιά-εργαλεία. Ξεκάθαρα εργαλεία, στριγκλίζει η λογική. Αλλά στην εικόνα τους επάνω τελειώνει η λογική. Αλίμονο αν δεν τελειώνει εκεί. Είναι παιδιά! Είναι γυναίκες! Είναι άνθρωποι! Και ‘γώ, απέναντί τους πάντα, ντροπιασμένα αμήχανη. Αδιανόητα ντροπιασμένα ανίκανη, ανάξια να κάνω κάτι.
Απέναντί μας μπορεί και να διαδραματίζεται μια τραγικότερη τραγωδία, που μας κοροϊδεύει στα μούτρα. Απέναντί μας μπορεί και να διαδραματίζεται η πιο απάνθρωπη εργαλειοποίηση «μάνας – παιδιού» που σαδιστικά, ξεδιάντροπα, στοχεύει στο συναίσθημά μας, για να υποκρύψει τον αληθινό σκοπό της. Αμαυρώνουν το πλέον ιερό. Παρακολουθώ σκηνές συμπατριωτών μου στην οθόνη. Χρόνο με τον χρόνο, δοσολογία τη δοσολογία, υπερδοσολογία, υπερδοσολογία, μας μολύνουν «απανθρωπιά». Σχεδόν εξαναγκάζουν ανθρώπους να προκύψουν κτήνη. Αυτή είναι, ακόμα μια πτυχή τραγωδίας, στην τραγωδία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News