Γνωρίζω και τους δύο. Επί των πιο ενεργών πολιτικά ημερών τους είχα για ένα μικρό διάστημα μια καλή σχέση μαζί τους. Συζητούσαμε για τα τρέχοντα. Το εξής ένα: αν και πώς θα ορθοποδήσει ο τόπος από την οικονομική κατάρρευση ή αν θα μας πετάξουν από την Ευρώπη;
Ο Σαμαράς ήταν στα χαρακώματα τότε. Πρωθυπουργός. Μάχες κάθε μέρα. Τα Ζάππεια ήταν μακρινά. Ο κίνδυνος εξοστρακισμού από την ΕΕ… πιο κοντά δεν γινόταν. Ευτυχώς είχε από δίπλα τον Βενιζέλο. «Είχε» και τη Μέρκελ, που έβαλε πλάτη. Αλληλοσυμπαθήθηκαν, ξέρουμε. Μετά τη λαίλαπα Τσίπρα βρήκε άνθρωπο με τον οποίο μπόρεσε τουλάχιστον να συνεννοείται.
Αμα είσαι και ψαρωμένος, οι παλιές μαγκιές ξαγκιστρώνονται…
Ο Καραμανλής, από την άλλη, ήταν έξω από το κάδρο εκείνων των δύσκολων ημερών. Αποσυρμένος πλήρως στο πολιτικό του γραφείο κοντά στην Πλατεία Μαβίλη, πολύ κοντά, σχεδόν μεσοτοιχία με την κατοικία του αμερικανού πρέσβη. Στο ρεπορτάζ μου, επί της πρωθυπουργίας του, συζητούσαμε για εξωτερική πολιτική, κυρίως για το Κυπριακό. Ηξερε τον καημό μου για λύση του προβλήματος. Και ενδιαφερόταν να μάθει τα νεότερα από εκεί.
Μετά από την πρώτη συνάντηση μαζί του στο πολιτικό του γραφείο είπαμε να καθιερώσουμε πιο τακτικές συζητήσεις για την χρεωκοπία, την υπαγωγή μας στα μνημόνια και πώς οδηγηθήκαμε εκεί. Δεν ήταν πολλές οι συναντήσεις μας και κανονίζονταν αυθόρμητα, με ένα τηλεφώνημα. Είχαν όμως ψωμί και ήμουν ευγνώμων που μοιραζόταν μαζί μου πληροφορίες και γεγονότα από πρώτο χέρι.
Κάναμε μια συμφωνία κυρίων ότι δεν θα κρατώ σημειώσεις ούτε και θα ηχογραφώ τις συζητήσεις μας. Οσα λέγονταν ήταν μόνο για δική μου γνώση. Και αυστηρά off the record. Που δεν θα παραβιάσω ποτέ.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Οπως π.χ. όταν αναφέρθηκε στην τελευταία του συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ερχόταν με φόρα στην εξουσία. Τι του είπε, τι συμφωνήθηκε, και τελικά δεν έγινε…
Κάθε φορά που έφευγα από το γραφείο του πήγαινα σε μια καφετέρια εκεί κοντά και μετέφερα σε σημειώσεις όσα ξεχώρισα και συγκράτησα στη μνήμη μου, που τότε δούλευε πολύ καλύτερα από τώρα.
Διασταύρωσα με πολλά πρόσωπα, συνεργάτες του αλλά και μη κυβερνητικά στελέχη με τα οποία με έφερε σε επαφή, σχεδόν όλα όσα ειπώθηκαν στις λίγες άτυπες «συνεδρίες» μας. Επιβεβαίωσαν τα περισσότερα. Με κάποια λεγόμενά του διαφώνησαν. Είχαν διαφορετική γνώση, από πρώτο χέρι. Λύθηκαν όμως αρκετές απορίες μου.
Διευκρινίζω πως δεν εισέπραξα καμιά συγκλονιστική αποκάλυψη που θα μπορούσε, ας πούμε, να αλλάξει την ροή των τόσο δύσκολων τότε πραγμάτων. Αν συνέβαινε αυτό, θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Θα συνεδρίαζα με τον εαυτό μου μέσα σε απόλυτο σκοτάδι (έτσι κάνω σε παρόμοιες ζόρικες καταστάσεις) και θα αποφάσιζα εάν θα σπάσω ή όχι το off-the-record.
Διατηρώ ακόμα την άποψη ότι ο Κώστας Καραμανλής είναι ένας καλός, decent (αξιοπρεπής) άνθρωπος. Που όταν ο Προκόπης Παυλόπουλος, επιστήθιος φίλος του, τον πίεζε να βάλει υποψηφιότητα το 1997 για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, με παρακάλεσε να βρεθούμε οι τρείς μας σε ένα εστιατόριο στο Κέντρο της Αθήνας «και να τον πείσουμε να κατέβει». Αμφιταλαντευόταν.
Ηταν η πρώτη φορά στη δημοσιογραφική μου καριέρα που πέρασα τη γραμμή η οποία χωρίζει (και καλώς χωρίζει) εμάς από εκείνους που πρέπει να ελέγχουμε.
Ηταν, πράγματι, πολύ επιφυλακτικός ως προς το να βάλει υποψηφιότητα. Δεν το ήθελε. Βασικά, οι δυο τους μιλούσαν, εγώ άκουγα. Ακουγα πολύ. Εκείνο που παραφραστικά «έλεγε», στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, ο Καραμανλής εκείνη τη βραδιά ήταν «πού να μπλέκω τώρα;»
Το μόνο που είχα να πω, νιώθοντας μάλιστα πολύ άβολα μέσα σε έναν ρόλο που δεν επιδίωξα και δεν μου πάει κιόλας, ήταν «να το κάνετε μόνο αν το θέλετε πάρα πολύ».
Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία…
Από εκεί και ύστερα, εκείνο που στην αρχή με παραξένευε και αργότερα μου έφερνε και θυμό, ήταν ότι η παρουσία του πια στη Βουλή ήταν παραπάνω από τυπική. Στις φλογερές συνεδριάσεις, όταν έπεσαν επάνω μας τα μνημόνια και η καθημερινότητα των πολιτών έφτασε να γίνει έως και εφιαλτική, ήταν απλώς μια φιγούρα.
Και όσο θυμάμαι εκείνη την μοναχική «σκιά» του, στα πίσω έδρανα συνήθως, αλλά και σπάνια, μέσα μου ακόμα ενεργοποιούνται και τώρα τα αντανακλαστικά ενός θυμού. Πολύ εσωτερικού, γι’ αυτό και συχνά επώδυνου.
Δεν είχε το δικαίωμα να σιωπά. Μπορεί να μην ήταν πρωθυπουργός πια, μπορεί το βάρος της χρεωκοπίας να του ήταν ανυπόφορο και να μην ήθελε να εξάψει μίση και πάθη, αλλά εκπροσωπούσε στη Βουλή, από τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2012, του Ιουνίου του 2012, του Ιανουαρίου του 2015 και του Ιουλίου του 2019, χωρίς να απαιτείται σταυρός ως πρώην πρωθυπουργός, την Α’ Περιφέρεια της Θεσσαλονίκης.
Πώς την εκπροσωπούσε; Τυπικά; Σαν σκιά θα πω…
Αν ήταν δικός μου βουλευτής, θα ήμουν θυμωμένος που δεν πήρε στη Βουλή ούτε μια θέση για τα όσα δύσκολα συνέβαιναν τότε. Οχι απολογητικά, αλλά υποβοηθητικά. Με γόνιμη κριτική αλλά και με προτάσεις. Δεν ήταν εύκολη η θέση του, παραδέχομαι. Θα του «την έπεφταν» πολλοί και δεν ήθελε να εξάψει τα πάθη. Ας έφευγε…
Ολη εκείνη την περίοδο της διακοσμητικής και «αραιά και πού» παρουσίας του στο Κοινοβούλιο, που έληξε το 2023, ήταν σαν να μη συμμετείχε καθόλου στην πολιτική ζωή (που βεβαίως δεν είναι δική του – αφορά όλη την κοινωνία), και μετά την επανεκλογή Μητσοτάκη ξαφνικά πήρε μπρος.
Ανεξαρτήτως του τι λέει και πώς κινείται τώρα, εγώ, ο υποτιθέμενος ψηφοφόρος της Θεσσαλονίκης που τον είχα και βουλευτή μου, τι εισέπραξα από τη μακρά τυπική παρουσία του στη Βουλή τα χρόνια που χρειαζόμουν μια… άνωθεν βοήθεια;
Ναι, είχε παρουσία στην πόλη του. Εβλεπε κόσμο. Κατ’ ιδίαν, και σε μικρές, φιλικές συγκεντρώσεις. Στη Βουλή, όμως, δεν είχε καμιά ουσιαστική παρουσία. Εκεί όμως «συμβαίνει» η πολιτική. Εκεί γεννιούνται, συζητούνται και δοκιμάζονται οι ιδέες.
Τώρα; Τώρα ο φίλος Κώστας είναι σαν να βρήκε ρόλο δίπλα σε έναν άλλον πρώην πρόεδρο της ΝΔ και πρωθυπουργό της Ελλάδος, τον Αντώνη Σαμαρά. Μέχρι στιγμής, αυτή η «σύμπραξη» φαίνεται, και είναι, ανισομερής. Δεν χρειάζεται να πούμε ποιος ηγείται και ποιος ακολουθεί. Είναι φως-φανάρι.
Η πρόταση του Σαμαρά να είναι ο Καραμανλής Πρόεδρος της Δημοκρατίας πώς μπορεί να συνδέσει μια «ενεργή απουσία» τόσων χρόνων με ένα σήμερα που έχει άλλες απαιτήσεις και, πάνω απ’ όλα, άλλη «περιγραφή εργασίας»;
Εάν περνούσε η επιλογή ΠτΔ από «συνέντευξη-ακρόαση», η πρώτη και ίσως η μόνη ερώτηση που θα μπορούσε να του απευθύνει κάποιος είναι: «Πού ήσουν τόσο καιρό;»
ΥΓ: Τώ καιρώ εκείνω, από την απόσυρσή του και μετά, συνέβησαν τόσα πολλά στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο. Ολοι οι πολιτικοί που κυβέρνησαν μια χώρα, κάποια στιγμή, σε μεγάλα γεγονότα, εσωτερικά και εξωτερικά, παίρνουν μια θέση. Γράφουν ένα άρθρο. Δείχνουν ότι υπάρχουν, ότι νοιάζονται. Οτι έχουν θέση. Ο Κ.Κ. όχι. Αποσύρθηκε πλήρως. Παρέδωσε τις πινακίδες του. Και αποφάσισε να κυκλοφορήσει ξανά τώρα. Oχι ως statesman. Αλλά ως παραστάτης του Αντώνη Σαμαρά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News