1509
|

ΚΤΕΛ: Ενα ταξίδι με το Magic Bus της ελληνικής επαρχίας

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 2 Ιουλίου 2023, 20:10

ΚΤΕΛ: Ενα ταξίδι με το Magic Bus της ελληνικής επαρχίας

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 2 Ιουλίου 2023, 20:10

Θα σας βάλω ένα κουίζ: Μέχρι να τελειώσει αυτό το κείμενο, προσπαθήστε (χωρίς Google) να βρείτε τι σημαίνουν τα αρχικά ΚΤΕΛ. Εάν ο χρόνος σάς φαίνεται λίγος, μπορείτε εναλλακτικά να πάρετε ένα ΚΤΕΛ για οπουδήποτε: Ο χρόνος θα διασταλεί πέρα από κάθε φυσικό νόμο και θα μπορέσετε να κάνετε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς με τα τέσσερα αυτά γράμματα. 

Ας πούμε, λοιπόν, ότι είσαι κάπου στη νότια Μεσσηνία και συμβαίνει κάτι έκτακτο και πρέπει να ανέβεις για δύο μέρες στην Αθήνα. Δεν θέλεις –ή δεν μπορείς– να οδηγήσεις, δεν βρίσκεις ταξί παρά μόνο μέχρι την Καλαμάτα και το φθηνότερο εισιτήριο με το αεροπλάνο από εκεί ως την Αθήνα έχει 375 ευρώ, με άλλα τόσα πας στην Κατμαντού και περνάς και δέκα μέρες. 

Οπότε, λες «δεν βαριέσαι, ας πάρω το ΚΤΕΛ». Εξι λέξεις που θα αλλάξουν για πάντα τη ζωή σου. 

Μη σας κάνω την σνομπ. Δεν είναι ότι τα απαξιώνω τα Μέσα. Τουναντίον, τα χρησιμοποιώ συχνά και όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό επιδιώκω να μετακινούμαι με αυτά· είμαι γενικά της άποψης ότι κάθε χώρα χαρακτηρίζεται από τα ΜΜΜ της. Και βλέπεις και πράγματα, κόσμο, συνθήκες, βλέπεις γενικώς. Με το ΚΤΕΛ, όμως, δεν συνάψαμε ποτέ σχέσεις: Τις εποχές που ταξίδευα «φοιτητικά» πηγαίναμε στα νησιά (για τα πλοία μας μπορώ να γράψω τόμους), και μετά, όταν ανακάλυψα τη χερσαία επαρχία, ήμουν αναβαθμισμένη, δηλαδή είχα πιο πολλά χρήματα και αυτοκίνητο. 

Τελικά, τα έφερε έτσι η ζωή που γνωριστήκαμε και με το ΚΤΕΛ. Για το οποίο μπορείς να βγάλεις εισιτήριο ηλεκτρονικά. Μη βιάζεστε. Τίποτε σε αυτήν την εμπειρία δεν γίνεται βιαστικά. Το ηλεκτρονικό εισιτήριο πρέπει να το εκτυπώσεις, κάτι που προφανώς δεν είναι απλό στην τάδε παραλία, όμως γίνεται στο ΚΤΕΛάδικο, άρα όλοι πρέπει να στηθούν στην ουρά, έχουν δεν έχουν εισιτήριο, οι μισοί για να βγάλουν, οι άλλοι μισοί για να εκτυπώσουν αυτό που έχουν ήδη βγάλει. 

Αυτό που κάνουμε τις δουλειές «ηλεκτρονικά», αλλά μετά πρέπει να εκτυπώσουμε τα χαρτιά που φτιάξαμε και κάπου να τα πάμε, είναι λογικά παγκόσμια πατέντα και είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στο ελληνικό «ψηφιακό» κράτος. 

Τέλος πάντων, πας στο ΚΤΕΛάδικο, εκτυπώνεις το ηλεκτρονικό εισιτήριο και μετά περιμένεις. Η Καλαμάτα είναι μια πολύ όμορφη πόλη, ιδιαίτερα το καλοκαίρι και πιο ιδιαίτερα αν είσαι είδος ενδημικό σε συνθήκες Σαχάρας. Το ΚΤΕΛάδικο, φυσικά, δεν έχει air condition και έξω έχει 6-7 τραπέζια κολλητά με τα λεωφορεία, οι εξατμίσεις των οποίων ενώνονται με τον λίβα που φυσάει και όλο αυτό ανεβάζει τη θερμοκρασία στους 670 βαθμούς Κελσίου. Υπό σκιάν. 

Τέλος πάντων, κάθεσαι ή στέκεσαι στον λίβα και κάποια στιγμή κάποιος φωνάζει το δρομολόγιο από τα μεγάφωνα, σε άπταιστα μεσσηνιακά, τα οποία ακούγονται περίπου σαν τους πιλότους των αεροπλάνων που είτε σου λένε τις συνθήκης της πτήσης είτε σου λένε ότι μόλις χρεοκόπησες και σε άφησε η γυναίκα σου, ακούγεται ακριβώς το ίδιο. 

Οι εκπαιδευμένοι δεν δίνουμε σημασία. Περιμένουμε την τελευταία συλλαβή της τελευταίας λέξης: «Ήνα». Αθήνα! Μπούκα στο λεωφορείο. Οι ξένοι ακολουθούν το ρεύμα. Σου λέει, για να πηγαίνουν οι περισσότεροι εκεί, αυτό πάει στη μεγάλη πόλη. Βασικά ανθρώπινα ένστικτα. 

Τα λεωφορεία, για να μην είμαι άδικη, είναι αναβαθμισμένα. Εχουν όλα κλιματισμό που δεν κλείνει ποτέ, αντάξιο των πλοίων της γραμμής· μετά από τρεις ώρες μπορείς να πας άνετα νοσοκομείο με ολική ψύξη. Ο οδηγός έχει καπνίσει (μέσα) τρία πακέτα Μάλμπορο στο μισάωρο που έκανε στάση το λεωφορείο, και όταν ξεκινάει, βάζει –ΦΥΣΙΚΑ– βαριά λαϊκά· μάλλον έχει σεκλέτια, τα οποία οφείλεις να μοιραστείς μαζί του στις 10 το πρωί. Κάπου να είμαστε και άνθρωποι δηλαδή… 

Στα θετικά, η διαδρομή Καλαμάτα-Αθήνα διαρκεί ελάχιστα, μόλις 3 ώρες, ας όψεται ο Αντώνης Σαμαράς που τους έφτιαξε αυτοκινητόδρομους, έχω προλάβει την εποχή που για να πας στην Καλαμάτα έπρεπε να κάνεις τρέκινγκ στον Αχλαδόκαμπο. 

Και μετά φτάνεις στο ΚΤΕΛάδικο του Κηφισού, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ ξένος άνθρωπος να καταφέρει ποτέ να βρει άκρη εδώ. Βασικά οποιοσδήποτε άνθρωπος αποκλείεται να βρει άκρη εδώ. Αλλά, ΟΚ, με κάποιον τρόπο τη βρίσκεις, διότι είσαι Αθηναίος και άρα γεννημένος survivor. 

Και δύο μέρες αργότερα, είσαι πάλι εδώ, για να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής… 

Η επιστροφή

Το ΚΤΕΛάδικο του Κηφισού είναι βαθιά χωμένο σε μια συνοικία της Βομβάης. Το 1960. Κάπου ανάμεσα σε sex shops, συνεργεία κάθε είδους, χωράφια και διάφορα ακαθορίστου χρήσεως και ακόμη πιο ακαθορίστου αισθητικής κτίρια, τα γιγαντιαία λεωφορεία μπαίνουν-βγαίνουν και παλεύουν να περάσουν από στενάκια στα οποία δεν θα οδηγούσες ούτε μικροσκοπικό Σουμπαρού. Ολες οι φυλές του Ισραήλ συνυπάρχουν σε ένα αδιανόητα βρώμικο και θορυβώδες χάος, ανάμεσά τους και τουρίστες οι οποίοι πασχίζουν να διαβάσουν την ταμπέλα που λέει «Μεσσηνία». Ναι, ΟΚ, Μεσσηνία. Και μετά;

Μετά, βγαίνει ένας άνθρωπος, ως τελάλης, και ουρλιάζει μέσα στο χάος: «Καλαμάτα, εννιά η ώρα, εδώ». Εχω λοκάρει ένα ζευγάρι –μάλλον Γερμανοί– ανθρώπων μέσης ηλικίας που κουβαλάνε τα σακίδιά τους και περιφέρονται αλλόφρονες ανάμεσα στο πλήθος, παλεύοντας να καταλάβουν «πού μας πάει το πουλμανάκι». Ο σημερινος μας οδηγός δεν έχει σεκλέτια, ακούει κλαρίνα. Τέρμα φωνή το κλαρίνο, τόσο τέρμα, που οι δύο κυρίες πίσω μου ούρλιαζαν σε όλη τη διαδρομή, σε άλλο κείμενο θα σας πω όλα τους τα προσωπικά, καθώς και τα προσωπικά του χωριού τους. Ακόμη κι εκείνα τα προσωπικά που το ίδιο το χωριό δεν ξέρει… 

Το λεωφορείο βγαίνει από το ΚΤΕΛάδικο, στο στενό της εξόδου συναντά έναν εκσκαφέα, κοιτιούνται στα μάτια, ο εκσκαφέας κερδίζει, περιμένουμε κάνα μισάωρο μέχρι να σκάψει ό,τι σκάβει, τα κλαρίνα ουρλιάζουν, η κυρία πίσω μου έχει φτάσει εκεί που την απάτησε ο «αχαΐρευτος», παλεύω να μη με πάρει ο ύπνος, δεν θέλω να το χάσω αυτό. Τι ύπνος, άλλωστε, με τον αρκτικό χειμώνα να έρχεται καταπάνω σου από τον κλιματισμό; 

Με τούτα και με εκείνα, αφού διασχίσαμε, σημειωτόν από την κίνηση, την ελληνική Κόπα Καμπάνα —Σκαραμαγκάς, Ασπρόπυργος, Ελευσίνα, Μέγαρα– μπήκαμε στον αυτοκινητόδρομο, φτάσαμε πάλι στην Καλαμάτα, πάλι η μυστικιστική διαδικασία τού άραγε ποιο λεωφορείο πάει πού και από ποια «αποβάθρα», πάλι ο λίβας που καίει τα σπαρτά, πάλι ταχύρρυθμο στα μεσσηνιακά, «για Φοινικούντα εδώ;», ρωτάω τον οδηγό «Yes, εδώ», μου απαντάει και λέει και κάτι άλλο που δεν κατάλαβα, δεν έχει και σημασία.

Το λεωφορείο ξεκινά τη διαδρομή των βαριά-βαριά 70 χιλιομέτρων, η οποία έχεις ενημερωθεί ότι θα διαρκέσει τρεις ώρες «στην καλύτερη». Αναρωτιέσαι γιατί, αλλά σύντομα καταλαβαίνεις. Επειδή το ΚΤΕΛ σταματάει ΠΑΝΤΟΥ. Εκεί που υπάρχουν στάσεις κι εκεί που δεν υπάρχουν. Μπαίνει σε χωριά, αεροδρόμια, πλατείες, κάτι δρομάκια που δεν τα έχει ο χάρτης, ανεβαίνει βουνά, κατεβαίνει λαγκάδια, δεκαετίες έρχομαι εδώ, όσα έμαθα με το ΚΤΕΛ δεν τα είχα δει ούτε στον ύπνο μου. 

Αναρωτιέμαι: Δεν θα μπορούσε να ξέρει πού έχει κόσμο να ανεβάσει ή να κατεβάσει χωρίς να πηγαίνει παντού; Με ένα ηλεκτρονικό «σήμα»; Γελάω μόνη μου. Τα εισιτήρια που βγάζεις στο Internet έχουν επάνω QR Code. Και αντί να έχει τον αυτόματο σαρωτή ο εισπράκτορας, πρέπει να τα εκτυπώσεις, για να σ’ τα «σκίσει». Κι εσύ θέλεις, Μαρία, ηλεκτρονικά «σήματα»;

Υστερα από περίπου δυόμισι ώρες περιήγησης στο ομολογουμένως πανέμορφο μεσσηνιακό τοπίο, το πούλμαν φτάνει στη Μεθώνη, την πιο ζεστή πόλη του γνωστού σύμπαντος. Μπαίνει μέσα, ο οδηγός πιάνει λίγο την κουβέντα με κάποιον γνωστό του, ο εισπράκτορας πάει για καφέ, ένας ξένος πάει να μπει, «no, Kalamata μετά» του λέει ο οδηγός. «Τώρα Finikounta». Εμένα έχουν αρχίσει και μου βγάζουν  απόλυτο νόημα όλα αυτά και δεν ξέρω αν πρέπει να ανησυχώ για αυτό… 

Λίγο αργότερα, το λεωφορείο ξαναβγαίνει στον «διεθνή», φωνάζεις ανακουφισμένος «α, να, εκεί στο βάθος είναι το σπίτι, το βλέπω, ΕΦΤΑΣΑ».  

ΧΑ! Ποιος είσαι εσύ που θα κερδίσεις το ΚΤΕΛ;

Με μια απότομη αριστερή που θα ζήλευε ο Σένα, το λεωφορείο μπαίνει σε έναν δρόμο που είναι σαν το τρένο για το Χόγκουαρντς, δεν τον βλέπει κανείς εκτός από τον οδηγό. Δύο τεράστιες ελιές παραμερίζουν για να περάσει και ξαφνικά απομακρύνεσαι από τον στόχο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε.

Ο δρόμος είναι ανηφορικός και συχνά τόσο στενός, που αποκλείεται να πατάνε και οι τέσσερις ρόδες. Και ξαφνικά, σταματάει. Στο απόλυτο πουθενά. Δεν υπάρχει στάση εδώ, ποιον να εξυπηρετεί η στάση; Ο εισπράκτορας κατεβαίνει, μπαίνει σε ένα χωράφι και φωνάζει στον οδηγό: «Σ’ το είπα, θέλουν ράντισμα».  

Βγάζω το εισιτήριο να διαβάσω τα «ψιλά». Ξαφνικά είμαι βέβαιη ότι στους όρους είναι και να ραντίσω τις ελιές του εισπράκτορα. Οχι, εντάξει. Ξαναμπαίνει μέσα, συνεχίζουμε το road trip, περνάμε από κάτι χωριά στα οποία το λεωφορείο ΔΕΝ χωράει ανάμεσα στα σπίτια, κάθε φορά που παίρνει τον δρόμο προς τη θάλασσα η ελπίδα επανέρχεται, αλλά άδικα. Προφανώς, στην ελληνική επαρχία υπάρχει πάντα ένας κρυμμένος δρόμος που θα σε στείλει στο εξοχικό υπερπέραν. 

Φτάσαμε. 

Και πρέπει να πω ότι το αγάπησα το ΚΤΕΛ. Με γύρισε πίσω στη δεκαετία του ’80, τότε που δεν μας ένοιαζε τίποτε και παίρναμε τον κάθε σκυλοπνίχτη για να πάμε Σαββατοκύριακο στη Σαντορίνη, 19 ώρες πήγαινε και 34 έλα, με 12 ώρες παραμονή. 

Μου θύμισε επίσης ότι όσα κι αν χρεώνουμε, όποιοι κι αν νομίζουμε ότι γίναμε, παραμένουμε αυτοί που είμαστε στην πραγματικότητα: «Νο, Kalamata μετά, τώρα Finikounta». 

Με τους ξένους αλλόφρονες, αλλά χαρούμενους. Γι’ αυτό μάς αγάπησαν εξάλλου, κι αυτό δεν φαίνεται να το κατανοεί κανείς. Αρκεί να μην προσποιούμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε. 

Και, κυρίως, να μη χρεώνουμε περισσότερα από αυτά που προσφέρουμε. 

Υ.Γ. Βρήκατε τι σημαίνει Κ.Τ.Ε.Λ.;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...