Στην Σταυρούπολη εμφανίστηκαν ακροδεξιοί μαθητές λυκείου. Η είδηση ακούγεται βγαλμένη από το 2012, λίγο πριν η Χρυσή Αυγή γίνει για πρώτη φορά κοινοβουλευτική δύναμη. Βρισκόμαστε όμως εννέα χρόνια αργότερα.
Η κυβέρνηση αντέδρασε σχεδόν αδιάφορα -λες και δεν έγινε και τίποτα σοβαρό που παιδιά κρατούσαν μαχαίρια, χαιρετούσαν ναζιστικά, έριχναν ξύλο και φώναζαν υπέρ του Χίτλερ. Ισως θεώρησαν πως τα περιστατικά είναι μεμονωμένα, περιορισμένα στις υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Πράγματι, κανείς δεν μπορεί να μιλάει για μια ακροδεξιά αναγέννηση, ως συνέχεια της Χρυσής Αυγής. Όμως κανείς δεν μπορεί να εφησυχάζει, πιστεύοντας ότι πρόκειται μόνο για πέντε-δέκα πιτσιρίκια, που μέσα στην πανδημία βρήκαν αποκούμπι στα ακροδεξιά στέκια. Πριν «φουσκώσει» εκλογικά, η Χρυσή Αυγή επένδυσε στην παρουσία της στα σχολεία, γι’ αυτό και η μεγαλύτερή της επιρροή ήταν τότε στην ηλικιακή ομάδα 18-24. Όπως εύστοχα έγραψε η Βασιλική Γεωργιάδου στα ΝΕΑ, και τότε από τις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας ξεκίνησε η ακροδεξιά έξαρση, με πολλούς από εκείνους που αποτέλεσαν τα τάγματα εφόδου να μένουν ακόμα ατιμώρητοι -και να κοιτούν προς νέα σχήματα, μιας και η ηγεσία της ΧΑ βρίσκεται ακόμα στην φυλακή. Και τότε, στα πρώτα της βήματα, πολιτεία και θεσμοί προτίμησαν να γυρνούν το κεφάλι από την άλλη όταν άκουγαν για εκδίωξη των μεταναστών από την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα ή για γιαγιάδες που επέστρεφαν σπίτι από την τράπεζα συνοδεία «καλών παιδιών» με μαύρα μπλουζάκια.
Ακόμα, όμως, κι αν όλα αυτά είναι για κάποιον λόγο άγνωστα, σίγουρα στο Μέγαρο Μαξίμου διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις. Και ξέρουν πως, με τον Ηλία Κασιδιάρη πίσω από τα κάγκελα να νταντεύει τους ψεκασμένους αντιεμβολιαστές, το νέο του κόμμα καταγράφεται πάνω από 1,5% σε τρεις τουλάχιστον έρευνες διαφορετικών εταιρειών δημοσκοπήσεων. Μικρό το κακό, θα πει κανείς, μιας και στη Βουλή δεν μπαίνει. Καθόλου μικρό, όμως, αν σε αυτή τη συνθήκη, χωρίς να έχουν αρχίσει ακόμα οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές και χωρίς η χώρα ακόμα να αντιμετωπίζει το νέο προσφυγικό/μεταναστευτικό ρεύμα που όλοι ξέρουμε πως έρχεται, η Ακροδεξιά, με νέα και παλιά σχήματα, ανασυντάσσεται εξωκοινοβουλευτικά με την ευκολία που το κάνει σήμερα. Προφανώς, η υιοθέτηση θέσεων που «ακουμπούν» στην ξενοφοβία, όπως ο ακατανόητος φόβος για τα νήπια με τα ξενικά ονόματα, δεν βοηθάει σε βάθος χρόνου, γιατί μπορεί να τους «κρατάει» στην άκρη, όμως κανονικοποιεί τις απόψεις τους, φέρνοντάς τες στην mainstream πολιτική σκηνή.
Το χειρότερο είναι πως υπήρξαν στελέχη της κυβέρνησης που χρησιμοποίησαν την φράση «καταδικάζω την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», εξομοιώνοντας τους ακροδεξιούς με όσους συγκεντρώθηκαν απέξω -η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι κάποιος δεν αναγνωρίζει από πού προέρχεται η βία κάθε φορά. Ούτε, βέβαια, πως δεν αναγνωρίζει τον κίνδυνο να συνηθίσουμε σε «μεμονωμένα περιστατικά» ακροδεξιών παρεμβάσεων.
Τι έκανε η αξιωματική αντιπολίτευση, με τις αριστερές περγαμηνές, που θεωρητικά θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα; Προτίμησε να κατηγορήσει τη ΝΔ ότι «χαϊδεύει» τους ακροδεξιούς, βλέποντας το δέντρο και όχι το δάσος. Αφιέρωσε δύο πρωτοσέλιδα του κομματικού της εντύπου σ’ αυτήν ακριβώς την διάσταση των γεγονότων στην Σταυρούπολη, μόνο σ΄ αυτήν. Εδειξε προς την κυβέρνηση και όχι προς το πρόβλημα, επιχειρώντας ουσιαστικά μια έμμεση ταύτιση. Και με αυτήν την επιλογή, αντί η άλλη πλευρά να απαντήσει ουσιαστικά, επέλεξε την άμυνα υπενθυμίζοντας πως επί ΝΔ η ΧΑ οδηγήθηκε στην Δικαιοσύνη και καταδικάστηκε.
Αν δεν υπήρχε η εμπειρία τόσων ετών, αν δεν είχαμε ξαναζήσει το έργο, ίσως αυτή η επιλογή τσακωμού και από τις δύο πλευρές να ήταν αιτιολογημένη. Πλέον, έναν χρόνο μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, δεν θα έπρεπε να είμαστε σοφότεροι; Και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν σκιές στο παρελθόν τους, είτε αυτές λέγονται Τάκης Μπαλτάκος είτε Μακεδονομάχοι είτε «ψήφοι που δεν μυρίζουν» για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας το 2014 είτε Αγανακτισμένοι. Οι λεκέδες του ενός δεν ξεπλένουν τον άλλο, όμως αυτή είναι μια συζήτηση που έχει τελειώσει. Κάπου στην πορεία, μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το πολιτικό σύστημα αντιλήφθηκε πως ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος για να παίζουμε. Τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου βρέθηκαν στην ίδια πλευρά όταν έπρεπε -έστω και καθυστερημένα, έστω για λίγο. Οι σκιές δεν φωτίστηκαν, όμως αυτή η κοινή στάση μετράει περισσότερο.
Σε κάποια θέματα δεν χωράει το μικροκομματικό όφελος και η συναίνεση δεν είναι απλά ένα τσιτάτο, αλλά μια επιβεβλημένη πολιτική επιλογή. Αν τα πράγματα ξεφύγουν και πάλι, τότε θα πρέπει να λογοδοτήσουν και εκείνοι που αγνόησαν γι’ άλλη μια φορά τα σημάδια για να πετύχουν ένα καλύτερο χτύπημα στον αντίπαλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News