Υπήρξαν μήτρα επαναστάσεων και πολέμων. Στη μακρά διάρκεια παραμένουν γεωπολιτικό διακύβευμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Προσδιορίζονται, διαχρονικά, από σκληρές ταυτοτικές συγκρούσεις. Τα Βαλκάνια μοιάζουν σήμερα, ξανά, με εκείνη την παλιά, επικίνδυνη πυριτιδαποθήκη αλληλοσυγκρουόμενων εθνικισμών, οι εκρήξεις της οποίας διαμόρφωσαν την ιστορία της Ευρώπης τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Και αν τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ενωση επιχείρησε, έστω αναιμικά, να τα φέρει στην αγκαλιά της, οι πλέον πρόσφατες εξελίξεις στην πολύπαθη περιοχή αναδεικνύουν την αγεφύρωτη απόσταση που χωρίζει τη χερσόνησο του Αίμου από τις Βρυξέλλες.
Στην πραγματικότητα, η συζήτηση για την επιτάχυνση της ενταξιακής πορείας των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ προέκυψε περισσότερο ως γεωπολιτική ανάγκη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρά ως φυσιολογική εξέλιξη στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διεύρυνσης. Η πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών προς τους Ευρωπαίους, όσο κυρίως και η επιρροή τρίτων ισχυρών παικτών στην περιοχή (Ρωσία, Κίνα, Τουρκία), κινητοποίησαν τις μεγάλες πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου να επανεξετάσουν τα περιθώρια ανοχής που θα μπορούσαν να δείξουν σε μια κατά γενική ομολογία ελλειμματική διαδικασία.
Αλήθεια, ποιος θεωρεί για παράδειγμα ότι η Αλβανία τηρεί αυτή τη στιγμή της βασικές αρχές του κράτους δικαίου, ώστε να επιταχυνθεί η πορεία της προς την Ενωση; Σε τι βαθμό έχουν καταπολεμηθεί η ενδημική διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, όχι μόνο στα Τίρανα, αλλά στη Βόρεια Μακεδονία, στη Σερβία, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη; Υπάρχει όντως διάθεση σε αυτές τις ηγετικές «ελίτ» να μεταρρυθμίσουν τις χώρες τους ή τελικά η Ευρώπη είναι απλώς το ονειρικό μαστίγιο και καρότο τους;
Πράγματι, τα Δυτικά Βαλκάνια πόρρω απέχουν από την εκπλήρωση έστω και των βασικών ενταξιακών προαπαιτουμένων. «Οι πολιτικές ηγεσίες των βαλκανικών κρατών έχουν ακατάσχετη τάση προς τη διαφθορά και βαθιές σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα» επισημαίνει ο πρέσβης επί τιμή Αλέξανδρος Μαλλιάς, πρώτος διπλωματικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Βόρεια Μακεδονία (1995- 99) και πρέσβης της χώρας στην Αλβανία (1999-2000). Στους δείκτες, δε, της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International), Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις και για το 2023.
Αν δύο κράτη είχαν περισσότερες πιθανότητες να προσεγγίσουν τις Βρυξέλλες, αυτά ήταν η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία – η ευρωπαϊκή πορεία τους, άλλωστε, ήταν εξαρχής αλληλοσυνδεόμενη. Ποια είναι, όμως, η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο εσωτερικό τους; Στη μεν πρώτη, το εθνικο-λαϊκιστικό VMRO επανήλθε πανηγυρικά στην εξουσία, όχι απλώς πουλώντας «μακεδονισμό». Οι ψηφοφόροι δεν ήθελαν πια ούτε να ακούνε για τη «διαφθορά των Σοσιαλιστών», κάτι που αποτυπώθηκε από τη συντριπτική ήττα του SDSM στις κάλπες. Ελληνες διπλωμάτες που γνωρίζουν σε βάθος τα εσωτερικά ζητήματα της Βόρειας Μακεδονίας λένε ότι «οι πολίτες απεχθάνονταν αυτό που υπήρχε. Αρα κυριάρχησε η λογική “θα ψηφίσω κάτι άλλο”».
Για τους κατοίκους της Βόρειας Μακεδονίας η ΕΕ είναι συνυπεύθυνη για την έξαρση της διαφθοράς, διότι ανέχθηκε τους Σοσιαλιστές, με αντάλλαγμα προφανώς τη διάθεση προώθησης των θεμάτων-«αγκαθιών» που παρεμπόδιζαν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Ενα από αυτά ήταν το ονοματολογικό, το οποίο λύθηκε (;) με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Λύθηκε πράγματι; Τα βλέμματα τώρα είναι στραμμένα στα Σκόπια. Θα τηρήσουν η νέα πρόεδρος και η νέα κυβέρνηση τους όρους της Συμφωνίας ή θα ορκιστούν στη «Μακεδονία», γκρεμίζοντας τις ήδη κλονισμένες σχέσεις με την Ελλάδα, άρα ναρκοθετώντας έτι περαιτέρω την όποια ευρωπαϊκή προοπτική τους;
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η Αθήνα δεν αποτελεί το βασικό πρόβλημα των Σκοπίων. «Το VMRO θα φωνάζει στο εσωτερικό, αλλά στα γραπτά κείμενα θα σεβαστεί τη Συμφωνία. Η Συμφωνία θα σέρνεται» εκτιμά ο Μαλλιάς. Το πρόβλημα είναι η Βουλγαρία. Προκειμένου να αρθεί το βέτο της Σόφιας, η Βόρεια Μακεδονία πρέπει να προχωρήσει σε νέα συνταγματική αναθεώρηση, για την οποία απαιτείται πλειοψηφία 2/3, αναγνωρίζοντας βουλγαρική μειονότητα στο έδαφός της. Εν τω μεταξύ η Βουλγαρία, η οποία βρίσκεται εδώ και έναν χρόνο σε κατάσταση διαρκούς αστάθειας, με αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, όχι απλώς δεν πρόκειται να διευκολύνει τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά προσθέτει στη συζήτηση ζήτημα «μακεδονικής» συνιστώσας στη βουλγαρική ταυτότητα.
Το πρόβλημα, όμως, είναι και αντίστροφο, καθώς η Ενωση δεν είναι πια θελκτική για τους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας. Θεωρούν ότι οι Ευρωπαίοι τούς εμπαίζουν, ενώ η πρόσφατη εμπειρία από την αδυναμία των Βρυξελλών να τροφοδοτήσουν τη χώρα με εμβόλια κατά του κορονοϊού λειτούργησε σωρευτικά στην έξαρση του αντιευρωπαϊκού αισθήματος. Γίνονται, άραγε, θαύματα στη διπλωματία; Αν όχι, τότε ο δρόμος της χώρας προς την ΕΕ είναι στρωμένος μόνο με εμπόδια.
Στην Αλβανία η κατάσταση είναι ακόμα πιο αντιφατική. Για πολλούς ευρωπαίους ηγέτες ο Εντι Ράμα είναι ο πλέον διεφθαρμένος και αναξιόπιστος πολιτικός. Την ίδια ώρα, όμως, στις πλέον ισχυρές πρωτεύουσες του κόσμου, όπως η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, πιστεύουν ότι ο πρωθυπουργός της Αλβανίας είναι αυτός που σβήνει τις φωτιές στη γειτονιά – κυρίως στο Κόσοβο. Αρα πρέπει να στηριχθεί.
Αλλά τα Τίρανα, με τη στήριξη των ΗΠΑ και της Γερμανίας, έχουν ανοίξει μια άνευ προηγουμένου βεντέτα με την Αθήνα, με τον Ράμα να μετέρχεται κάθε δυνατή μέθοδο για να υφαρπάξει τον Δήμο Χειμάρρας από τον εκλεγμένο Φρέντη Μπελέρη. Αδιαφορώντας για κάθε έννοια κράτους δικαίου και ουσιαστικά καθοδηγώντας μια κατά γενική ομολογία δίκη-παρωδία. Κατόπιν σκέψης και εσωτερικών αντιδράσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να σηκώσει το γάντι, τοποθετώντας τον Μπελέρη υποψήφιο ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας.
«Ο Ράμα έχει επιλέξει συνειδητά να εκμεταλλευθεί τα ανθελληνικά αισθήματα στο εσωτερικό» εκτιμά ο Βλάσσης Βλασσίδης, καθηγητής στο τμήμα Βαλκανικών και Σλαβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, προσθέτοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση πράττει σωστά κρατώντας ψηλά την υπόθεση Μπελέρη». Υπάρχουν περιθώρια εκατέρωθεν υποχωρήσεων ώστε η Ελλάδα να μη θέσει περαιτέρω εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας; Φαντάζει μονόδρομος.
Αν στα προβλήματα της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας προστεθούν και αυτά της Σερβίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, φυσικά και του Κοσόβου, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα Δυτικά Βαλκάνια είναι σχεδόν αδύνατο να ενταχθούν στην ΕΕ. Οπως είναι λογικό, η καθυστέρηση ενισχύει ακόμα περισσότερο τις φυγόκεντρες τάσεις των βαλκανικών λαών από την Ευρώπη. Η ευθύνη, όμως, δεν ανήκει μόνο στους Βαλκάνιους – μοιράζεται και στους Ευρωπαίους, διότι όταν έπρεπε δεν πίεσαν τις τοπικές κυβερνήσεις με τον προσήκοντα τρόπο. «Τα περιθώρια των Δυτικών για άσκηση πίεσης δεν είναι ανεξάντλητα» υποστηρίζει ο Μαλλιάς.
Οπως και το 2004, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Τότε, σύμφωνα και με τους Βερόνικα Ανχελ και Ερικ Τζόουνς του Κέντρου Robert Schuman, η μεγάλη διεύρυνση της Ενωσης έγινε κυρίως λόγω της ανάγκης ευρωπαϊκής σταθερότητας, και όχι επειδή μετασχηματίστηκαν τα νέα κράτη-μέλη. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και στην τρέχουσα συγκυρία, εξαιτίας των σύγχρονων γεωπολιτικών αναγκών και προκειμένου να ανασχεθεί η επιρροή τρίτων παραγόντων στα Βαλκάνια; Τελικά τι υπερέχει, η ασφάλεια και η γεωπολιτική ή οι θεσμοί της ΕΕ;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News