Ενα βιβλιοπωλείο στο Κέντρο που κινδυνεύει να κλείσει, δίνει όλα τα βιβλία κοψοχρονιά και καλεί τον κόσμο να πάει να αγοράσει. Μόλις βλέπω την είδηση να περνάει στο timeline μου την αναδημοσιεύω, είμαι αποφασισμένη κι εγώ να ενισχύσω. Ξέρω, βέβαια, ότι το Σάββατο, που δεν δουλεύω και που είναι η τελευταία μέρα αυτού του μπαζάρ ενίσχυσης, όλο το πρωί πηγαινοέρχομαι στις δραστηριότητες των παιδιών, αλλά για κάποιον λόγο πιστεύω ότι θα προλάβω να πάω και στο βιβλιοπωλείο.
Φυσικά και δεν τα καταφέρνω, φυσικά και μένω στην πρόθεση χωρίς να περνώ στην υλοποίησή της. Η ανάρτηση μένει στον διαδικτυακό μου τοίχο και προστίθεται σε μια σειρά άλλων αναρτήσεων, που ξεκινούν με το «να πάμε στο τάδε», «να υποστηρίξουμε» και «να ενισχύσουμε».
Τουλάχιστον, έκανα μια αναδημοσίευση. Είναι κι αυτό μια ενίσχυση, σκέφτομαι. ‘Η μήπως, όχι; Γιατί μέσα στο χάος της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων, κάτι μου λέει ότι η δική μου αδυναμία να κάνω όλα όσα με καλούν οι διαδικτυακές αναρτήσεις είναι κοινός τόπος. Δεν είμαι η εξαίρεση, είμαι ο κανόνας, αισθάνομαι. Κι όσο κι αν η αναδημοσίευση μου δίνει την εντύπωση ότι βοηθάω στην ανακύκλωση της πληροφορίας, το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι από τους αποδέκτες που δεν θ’ αδιαφορήσουν, θα πάθουν αυτό που παθαίνω κι εγώ. Θα ενδιαφερθούν, αλλά τελικά δεν θα μπορέσουν.
Δεν λέω ότι δεν γίνεται ποτέ. Κάποιες φορές το πετυχαίνεις. Και πας, και ενισχύεις μια προσπάθεια, και βοηθάς εκεί όπου υπάρχει ανάγκη. Αλλά είναι πια τόσα πολλά εκείνα που καταφτάνουν στο inbox σου ή περνούν μπροστά σου στην οθόνη και σε καλούν να παρευρεθείς για να βοηθήσεις να υπάρξουν, που στο τέλος χάνεσαι μέσα στον σωρό τους. Και στις φρούδες ελπίδες σου ότι μπορείς να χωρέσεις και κάποια απ’ αυτά στην ασφυκτικά τιγκαρισμένη μέρα σου.
Σε ποια παράσταση μικρού θιάσου να πρωτοπάς, σε ποια εικαστική έκθεση και σε ποια συναυλία; Σε ποιο μπαζάρ ρούχων, κοσμημάτων και βιβλίων από τα δεκάδες που σε καλούν; Σε ποια παρουσίαση βιβλίου και σε ποια εκδήλωση ενίσχυσης μαγαζιού, σινεμά, ομάδας, σωματείου; Είναι πια τόσα πολλά εκεί μέσα, στα κοινωνικά δίκτυα, που δεν χωράνε στις ζωές μας. Είναι περισσότερα απ’ όσα ο καθένας στο ταπεινό του 24ωρο μπορεί να καταναλώσει.
Και είναι μια ακόμα υπενθύμιση ότι η αληθινή ζωή απέχει παρασάγγας από την εικονική, που οι περισσότεροι πια ζούμε. Η ευκολία με την οποία ανακυκλώνουμε τα πάντα στους τοίχους μιας οθόνης δημιουργεί μια άνευ προηγουμένου υπερπληθώρα πληροφοριών καταδικασμένων να αιωρούνται μέσα στον διαδικτυακό γαλαξία, βρίσκοντας πιο σπάνια απ’ όσο νομίζουν οι αποστολείς τους αποδέκτες που είναι διατεθειμένοι να τις καταναλώσουν. Να πατήσουν το «ενδιαφέρομαι να πάω στο τάδε», και να πάνε όντως.
Σε κάθε άνοιγμα του Facebook και του Instagram (όχι τόσο του Tik Tok, αυτό είναι άλλο ανέκδοτο) δεχόμαστε ένα εικονικό τσουνάμι ζήτησης του πραγματικού μας χρόνου και κόπου, στο οποίο εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε. Γιατί τελικά τον πραγματικό μας χρόνο και κόπο επιλέγουμε να τον διαθέσουμε κυρίως σε ανθρώπους που επικοινωνούμε στην αληθινή ζωή και όχι μέσω των προφίλ μας, και σε πράγματα εντός του μικρόκοσμου μας. Που μπορεί να είναι αφόρητα περιορισμένος, αλλά τουλάχιστον είναι απτός.
Τουτέστιν, είναι πιο πιθανό μια μέρα που έχω κανονίσει έναν καφέ με έναν φίλο στο κέντρο να περάσω από το βιβλιοπωλείο που χρειάζεται ενίσχυση και να μπω να ενισχύσω, παρά να πραγματοποιήσω το «ενδιαφέρομαι να πάω» που πάτησα.
Βέβαια, τώρα ξέρω ότι υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο που χρειάζεται τη βοήθειά μου για να υπάρξει, κι αυτό σίγουρα είναι μια νίκη της ανακύκλωσης της πληροφορίας. Αλήθεια, όμως, πόσοι από τους αποδέκτες της θα το θυμούνται σ’ έναν χρόνο;
Υ.Γ.: Κι αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News