Ας πούμε ότι ζεις μακριά από το Σύνταγμα ή το Κολωνάκι, μακριά από τη Γλυφάδα ή την Κηφισιά, κάπου στα δυτικά της πρωτεύουσας. Στα λεγόμενα υποβαθμισμένα. Χριστούγεννα έρχονται και στο μίζερο παρκάκι της γειτονιάς σου θα ήθελες και εσύ να δεις λίγα γιορτινά φωτάκια πάνω στους θάμνους, έτσι για το χριστουγεννιάτικο γαμώτο, για να νιώσεις λίγο καλύτερα. Αν ο δήμος δεν το κάνει, θα κουνήσεις το κεφάλι σου απογοητευμένος λέγοντας «πάντα ξεχασμένοι από όλους».
Και πες ότι ο δήμαρχος είναι πραγματικά ευαίσθητος απέναντι στους λιγότερο ευνοημένους αυτού του κόσμου και της πόλης τους, οπότε στέλνει συνεργείο και βάζει λαμπιόνια στα δέντρα και τους θάμνους. Στήνει και ένα όμορφα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο κέντρο του πάρκου. Θα χαρείς εσύ ο καταφρονεμένος, είναι σίγουρο. Μπορεί να μην αλλάξει ουσιαστικά η ζωή σου, αλλά μια στιγμιαία χριστουγεννιάτικη αχτίδα θα τη φωτίσει τη ρημάδα την ύπαρξή σου. Θα νιώσεις ότι δεν είσαι κανένας κολασμένος, θα θεωρήσεις ότι σου δίνουν μια τόση δα σημασία.
Μάλιστα. Και μετά θα δεις κάποιον που συνήθως τριγυρίζει εκεί στο πάρκο κάνοντας τσαμπουκάδες για τις ποδοσφαιρικές θύρες ή πουλώντας ναρκωτικά ή απλώς φυτοζωώντας, να έρχεται με μια νάιλον σακούλα, να βγάζει τις σειρές τα φωτάκια από τους θάμνους, να τα καταχωνιάζει μέσα της και να φεύγει για να τα πουλήσει. Την άλλη μέρα θα τον ξαναδείς με άλλη σακούλα και με δυο φίλους του μαζί, να πλησιάζουν το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, να ξεκρεμάνε τις μπάλες και τα μπιχλιμπίδια, να τα καταχωνιάζουν εκ νέου στη σακούλα και να την κάνουν δίχως να βιάζονται.
Στην αρχή τα κλέβουν αφού νυχτώσει, αλλά στη συνέχεια έρχονται και μέρα μεσημέρι. Τους κοιτάνε οι γιαγιάδες και οι παππούδες που κάθονται στα παγκάκια, αλλά ποιος να μιλήσει; Τους βλέπει και ο μαγαζάτορας από απέναντι, όμως φοβάται πως αν βάλει μια φωνή, το επόμενο πρωί δεν θα βρει ακέραιη τη βιτρίνα του. Μπαίνει μέσα στο κατάστημά του ο κυρ Παντελής και από το βάθος, στα μουλωχτά και με χαμηλή φωνή, παίρνει τηλέφωνο την αστυνομία, αλλά σιγά μη βρεθεί περιπολικό να τρέξει για δυο μικροκλέφτες που βουτάνε χριστουγεννιάτικες μπάλες.
Τηλεφωνούν και στον δήμο οι περίοικοι όταν βλέπουν ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους είναι γυμνό ως εκεί που φτάνει το υψωμένο χέρι ανθρώπου. Πολύ κωμικό μοιάζει το κακόμοιρο όντας στολισμένο από τα δύο μέτρα και πάνω, σαν να έχει κάνει μοντέρνο κούρεμα. Εντάξει, τα ποσά αντικατάστασης των στολιδιών για τον δήμο είναι ανεπαίσθητα, οι υπάλληλοι όμως και οι ιθύνοντες ξέρουν ότι μόλις τα ξαναβάλουν τα στολίδια, αυτά θα εξαφανιστούν πάλι.
Παίρνει ο δήμαρχος το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, αλλά ο επικεφαλής τού ξεκαθαρίζει (με όλο τον σεβασμό) ότι δεν έχει προσωπικό για να φυλάει όλα τα πάρκα και όλα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα σε εικοσιτετράωρη βάση, υπάρχουν άλλες, πιο επείγουσες ανάγκες. Και έναν αλητάκο που έπιασε μια φορά κατά τύχη το περιπολικό, τους είπε ότι πήρε πέντ’ έξι μπάλες για να στολίσει το δέντρο στο σπίτι του, καθότι άνεργος, τι να του έκαναν; Να τον έστελναν αυτόφωρο; Του πήραν τις μπάλες, του έριξαν μια σφαλιάρα και τον άφησαν να φύγει.
Οπότε το παρκάκι μένει έτσι, με λειψό και συλημένο τον χριστουγεννιάτικο στολισμό του, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τη δική του μιζέρια και την κακομοιριά της ζωής των κατοίκων γύρω του. Οι οποίοι, άμοιροι εκ γενετής, εκεί στα ημιυπόγεια της κοινωνίας μας, μήτε ένα ψεύτικο επιχρυσωμένο χριστουγεννιάτικο στολίδι στο πάρκο δεν δικαιούνται…
ΥΓ. Μα είναι η Κλαυθμώνος στα ημιυπόγεια της κοινωνίας μας, στα υποβαθμισμένα της πρωτεύουσας μας;, θα ρωτήσετε. Γιατί και από το δικό της δέντρο έκλεψαν τα στολίδια. Μην εκπλήσσεστε. Μπορεί και να είναι. Τα κοινωνικά σύνορα μεταξύ γκλαμουριάς και ανέχειας, μεταξύ νομιμότητας και παραβατικότητας, είναι πια πολύ ρευστά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News