Με το στίχο από το γνωστό τραγούδι «Λιωμένο Παγωτό» μου απάντησε η φίλη που είδα τυχαία τον Δεκαπενταύγουστο στο δρόμο, όταν τη ρώτησα πώς και βρίσκεται ακόμα στην Αθήνα, ξέροντας ότι κάθε καλοκαίρι τέτοιες μέρες βρίσκεται πάντα στο νησί της.
« Το δώσαμε Airbnb. Εμείς θα πάμε τέλος Αυγούστου», μου είπε.
Το Airbnb δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουσα να γίνεται η αιτία αναβολής των διακοπών. Για την ακρίβεια, τουλάχιστον οι τρεις στους δέκα γνωστούς και φίλους παραδίδουν τα εξοχικά τους στην πλατφόρμα τα τελευταία χρόνια. Οι διακοπές μακράς διάρκειας, που καλύπτουν ένα σεβαστό διάστημα μέσα στο καλοκαίρι, έχουν γίνει όνειρο καλοκαιρινής νυκτός και η φαντασίωση του Έλληνα με το εξοχικό ως καλοκαιρινή έδρα έχει γκρεμιστεί.
Αν δεν είναι το εξοχικό που έχει καταληφθεί από ξένους, θα είναι τα οικονομικά. «Άμα έβλεπες πόσο ήταν τα ακτοπλοϊκά για να πάω Τήνο αρχές Αυγούστου, θα χτυπούσες το κεφάλι σου στον τοίχο», μου έλεγε ένας άλλος φίλος που επίσης έχει μείνει Αθήνα τον Αύγουστο και σαν ένας χρηματιστής των διακοπών περιμένει να πέσουν οι μετοχές των εισιτηρίων για να αγοράσει τα πηγαινέλα του. Τις διακοπές δεν τις βλέπει να έρχονται πριν τελειώσει ο μήνας, στον οποίο βαδίζει αγκομαχώντας, σβήνοντας τις μέρες στον τοίχο σαν φυλακισμένος.
Για άλλους τόσους, η διαμονή στο πόστο όλο τον Αύγουστο οφείλεται στο μοίρασμα των αδειών στη δουλειά τους. Όταν η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών και επιχειρήσεων λειτουργεί με υποστελέχωση, η άδεια γίνεται ένα τζόκερ που λίγοι κερδίζουν, για να φύγουν τις καλές ημέρες της καλοκαιρινής περιόδου. « Έχουμε μείνει τρεις άνθρωποι στο γραφείο. Δωσαμε προτεραιότητα στον συνάδελφο που έχει παιδιά, εμείς διακοπές Σεπτέμβρη», μου είπε μια γνωστή που δουλεύει σε ασφαλιστική εταιρεία. «Τουλάχιστον, περνάει ένα οκτάωρο σε air condition που δεν πληρώνω», κατέληξε.
Αν δεν κάνεις λίγο χιούμορ με το δράμα σου, θα αρρωστήσεις. Γιατί το να δουλεύεις μέχρι τέλος Αυγούστου, να τρως όλους τους καύσωνες με τη διαδρομή δουλειά-σπίτι να συνεχίζεται αδιάκοπα, είναι ένα δράμα. Λιώνεις, νιώθεις τις σάρκες σου να εξαϋλώνονται μέσα στην αστική θερμική νησίδα των πόλεων.
Δεν είναι εύκολα τα καλοκαίρια στην πόλη. Όσο όμορφη κι αν είναι όταν έχει αδειάσει, όσο αδειάζει πια, παραμένει πόλη. Ζεστή, αποπνικτική και βρώμικη. Αλλά δεν είναι αυτό που ενοχλεί περισσότερο. Είναι κυρίως η αίσθηση ότι το καλοκαίρι σου φεύγει από τα χέρια, σαν ένα φύλλο που κυνηγάς και μόλις το πιάσεις, σου το παίρνει ο αέρας. Όλο και περισσότεροι πια περνούν τα καλοκαίρια τους κυνηγώντας τα, περιμένοντας να περάσουν οι μέρες για να απολαύσουν λίγες διακοπές, κάπου στο τέλος της περιόδου.
Είναι πολύ όμορφη και η, μετά τον Δεκαπενταύγουστο, φάση του καλοκαιριού, όπως και οι πρώτες φθινοπωρινές μέρες του Σεπτέμβρη, και όσοι τοποθετούν εκεί τις διακοπές τους δεν το μετανιώνουν. Είναι άλλο, όμως, να επιθυμείς να κανονίζεις τις διακοπές σου έτσι και άλλο να το κάνεις από ανάγκη, επειδή δεν βγαίνει αλλιώς, επειδή το εξοχικό δεν είναι διαθέσιμο κι επειδή η άδεια και τα οικονομικά σε κρατούν όλο το καλοκαίρι δέσμιο της χειμερινής ρουτίνας.
«Τι ωραία που είναι η πόλη άδεια! Βρήκα να παρκάρω αμέσως!», είπε μια κυρία που μόλις είχε επιστρέψει από παραθαλάσσιο θέρετρο, στον καφετζή που της έφτιαχνε τον φρέντο της. Αυτός είχε περάσει όλο το καλοκαίρι πίσω από τον πάγκο, μ’ έναν ανεμιστήρα να ανακυκλώνει τα σαραντάρια του καύσωνα και να τα στέλνει ξανά, σαν θερμές μάζες αέρα, στο ιδρωμένο του μέτωπο.
Ο καφετζής την κοίταξε και χαμήλωσε το βλέμμα. Τι να της πει, άλλωστε; Όταν ζεις στο συννεφάκι της ανανέωσης, έχοντας μόλις γυρίσει από διακοπές, δεν νιώθεις τίποτα. Δεν σε αγγίζει η μούχλα της πόλης, ούτε βλέπεις εκείνους που τους έχει ρουφήξει μέσα της. Και περιμένουν να φύγουν για λίγο, όταν έχουν φάει πια όλο το γάιδαρο και σέρνονται ανάμεσα στα μπετά, ζαλισμένοι και αποκαμωμένοι. Οι πολλές θέσεις πάρκινγκ και η ηρεμία της άδειας πόλης, τους μάραναν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News