Στις 15 του περασμένου Οκτωβρίου, ημέρα διεξαγωγής του δεύτερου γύρου για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, γύρω στις 12 το μεσημέρι, οι πρώτοι πανηγυρισμοί ξεκίνησαν στο επιτελείο του υποψήφιου (τότε) περιφερειάρχη (σήμερα) Θεσσαλίας, υποστηριζόμενου από το ΠΑΣΟΚ, τον ενιαίο ακόμα ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25, Δημήτρη Κουρέτα στη Λάρισα.
Υπολειπόμενος κατά επτά μονάδες του απερχόμενου δεξιού περιφερειάρχη Κώστα Αγοραστού, ο οποίος απολάμβανε τη στήριξη και της έτερης δεξιάς υποψηφιότητας, ο Κουρέτας έδινε τη μάχη του β’ γύρου από θέση αουτσάιντερ. Exit poll που να ανατρέπει αυτή την εικόνα δεν υπήρχε στη Θεσσαλία. Τι έκανε λοιπόν τους επιτελείς του Κουρέτα να πανηγυρίζουν και να δηλώνουν ότι η νίκη του εκλεκτού τους είχε αρχίσει να διαγράφεται;
Ενα απλό γεγονός: το εκκλησίασμα της Κυριακής είχε τελειώσει και η συμμετοχή στις κάλπες αμέσως μετά ήταν χαμηλή. Οι πιστοί έχουν μια συνήθεια που δεν την αλλάζουν – ψηφίζουν πάντα μετά τη λειτουργία. Αν δεν πήγαν στην κάλπη αμέσως μετά, δεν θα πήγαιναν καθόλου. Και χωρίς τις ψήφους μετά τη λειτουργία, η ΝΔ δεν μπορούσε να κερδίσει τη Θεσσαλία. Το βράδυ απλώς επιβεβαιώθηκε αυτό που μετά το μεσημέρι ήξεραν όλοι. O υποψήφιος της Κεντροαριστεράς νίκησε και μάλιστα με άνεση.
Εκατό μέρες μετά από εκείνη τη μέρα, ο βουλευτής Λάρισας της ΝΔ Μάξιμος Χαρακόπουλος ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει τον νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Προφανώς ο Χαρακόπουλος έκανε τους υπολογισμούς του. Η εκλογή του στη Βουλή υπήρξε αποτέλεσμα μιας διαφοράς λιγότερων από χίλιες ψήφους από την πρώτη επιλαχούσα της ΝΔ στον νομό. Επειτα από 20 χρόνια στο κοινοβούλιο έχει υπάρξει αναπληρωτής υπουργός για μια μικρή περίοδο επί Σαμαρά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει να τον περιλαμβάνει στις επιλογές του.
Σε έναν νομό όπου η «Νίκη» ξεπέρασε το 4%, κάνοντας συγκεντρώσεις πολλών εκατοντάδων ανθρώπων που αντί άλλου συνθήματος έψελναν το Πάτερ Ημών (και όπου η Ακροδεξιά συνολικά ξεπέρασε το 15%), γνωρίζει ότι τα περιθώρια επανεκλογής του, αν δεν κάνει δήλωση νομιμοφροσύνης προς την Εκκλησία και το υπερσυντηρητικό ποίμνιο, είναι μικρές. Ειδικά καθώς οι επιλαχόντες έχουν πάντα το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι μπορούν να υποστηρίζουν ότι θα έκαναν (ή δεν θα έκαναν) οτιδήποτε, χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξουν.
Λίγες ημέρες μετά, ο ίδιος βουλευτής βρέθηκε στα αγροτικά μπλόκα για να στηρίξει τις κινητοποιήσεις των ιδιοκτητών γης και να αποκηρύξει τις κυβερνητικές αναφορές περί «κομματικής υποκίνησης». Δίπλα του χαμογελούσαν ικανοποιημένοι δεξιοί αγρότες που φλερτάρουν επίσης με την Ακροδεξιά (έστω και αν στην Ελλάδα οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν συνδέονται προσώρας ευθέως με την Ακροδεξιά, όπως στη Γαλλία), ακόμα και «αγροτοσυνδικαλιστές» που στο παρελθόν χαριεντίζονταν και φωτογραφίζονταν με χρυσαυγίτες.
Το παράδειγμα είναι σχεδόν τυχαίο, αλλά ενδεικτικό, γιατί αφορά έναν μεγάλο νομό και μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Στην πραγματικότητα όμως, η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται αντιμέτωπη παντού με το ανάλογο πρόβλημα και ακόμα περισσότερο στην επαρχία. Η Εκκλησία δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη με τον νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Η ακροδεξιά ψήφος δεν μοιάζει πια τόσο περιθωριακή όσο παλιά: τον περασμένο Ιούνιο μετρήθηκε πάνω από 14%.
Και εξ αριστερών κίνδυνος δεν υπάρχει –όλες οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν ότι η απόσταση της ΝΔ από το πρώτο κόμμα στα αριστερά της προσεγγίζει τις 20 μονάδες. Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή για να μεταφερθεί η (χαλαρή) δεξιά ψήφος δεξιότερα. Ο πειρασμός επομένως για τους επαρχιώτες –κυρίως– βουλευτές να βγάλουν μερικές παραπάνω δεξιές κορόνες είναι μεγάλος.
Εκ πρώτης όψεως, το πρόβλημα μοιάζει συμβατικό. Ο Πρωθυπουργός έχει να διαχειριστεί μερικούς βουλευτές του που φοβούνται για την επανεκλογή τους και αναδιπλώνονται σε έναν ταυτοτικό λόγο για να τη διασφαλίσουν. Φευ, τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Σε μια σειρά από ζητήματα, πολλά από τα οποία άπτονται των ατομικών δικαιωμάτων, η κοινωνία μοιάζει να στέκεται –κατά πλειοψηφία– δεξιότερα της κυβέρνησης. Ακόμα χειρότερα, φαίνεται ότι τα ζητήματα αυτά καθορίζουν πολιτικές στάσεις σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από όσο στο παρελθόν.
Πριν από μια δεκαετία –ή και λιγότερο– η αντιπάθεια για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες μπορεί να μην εμπόδιζε κάποιον να ψηφίσει ακόμα και αριστερά κόμματα, προτεραιοποιώντας άλλα ζητήματα. Σήμερα, αντίθετα, ο ταυτοτικός αντιδραστικός λόγος μετατρέπεται για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας σε πρωταρχική ιδέα. Το γεγονός δεν είναι βέβαια άσχετο με τη διάψευση μιας σειράς οικονομικών επαγγελιών και συλλογικών σχεδίων, κατά βάση της Αριστεράς.
Στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, το μέγεθος αυτού του προβλήματος φάνηκε μόνο αχνά. Η Νέα Δημοκρατία έπαιξε χωρίς αντίπαλο, τα υψηλά ποσοστά των θρησκόληπτων, συνωμοσιολογικών ή ανοιχτά φασιστικών σχηματισμών σόκαραν μεν, αλλά θεωρήθηκαν και φευγαλέο σημείο των καιρών.
Ομως, η περίπτωση της Γαλλίας είναι πιο κοντά από όσο φανταζόμαστε. Εκεί, στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, οι ψηφοφόροι τριχοτομήθηκαν: 1/3 ψήφισε ακροδεξιούς σχηματισμούς, 1/3 ψήφισε τη mainstream φιλελεύθερη κεντροδεξιά και 1/3 κατευθύνθηκε σε όλον τον χώρο αριστερότερα –από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον αριστερισμό. Η παραδοσιακή ένταξη της ταυτοτικής συντηρητικής Δεξιάς στη Νέα Δημοκρατία καθυστερεί κάπως μια τέτοια εξέλιξη στην Ελλάδα, αλλά είναι λιγότερο ακλόνητη από παλιά. Και η Κεντροαριστερά αδυνατεί με εμφατικό τρόπο να καταστεί ξανά «τράπεζα του θυμού».
Ισως το ενδεχόμενο να βρεθούμε με μια πολύ ισχυρή Ακροδεξιά στα πόδια μας, που θα εργαλειοποιήσει έναν λόγο που το ίδιο το πολιτικό σύστημα επέτρεψε συχνά τα τελευταία χρόνια, θα έπρεπε να μας ανησυχεί περισσότερο. Η Ιστορία δείχνει ότι οι ακροδεξιοί ηγέτες δεν ήταν κατ’ ανάγκη μορφωμένοι, έξυπνοι ή χαρισματικοί, με τον τρόπο που το εννοούμε οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News