Η υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών έχει μετατραπεί στο πρώτο πραγματικό πρόβλημα της κυβέρνησης, από τη σκοπιά της πολιτικής ηγεμονίας της. Κρίσεις έχουν υπάρξει ξανά: με τις φωτιές του καλοκαιριού του 2021, με την υπόθεση Λιγνάδη, με την υπόθεση των υποκλοπών, με το δυστύχημα στα Τέμπη όταν συνέβη. Τίποτα από όλα αυτά ωστόσο δεν είχε προκαλέσει κάτι περισσότερο από κάποια πλήγματα στην εικόνα της κυβέρνησης, ούτε είχε θέσει την ηγεμονία της υπό αμφισβήτηση.
Η ίδια η υπόθεση των Τεμπών είχε εξάλλου σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί από όλους: την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, την κοινωνία ακόμα, η οποία δεν έδωσε καμία συνέχεια στις πολύ μεγάλες διαδηλώσεις που ακολούθησαν το δυστύχημα. Η αλήθεια είναι ότι με τις εκλογές να ακολουθούν, ούτε η αντιπολίτευση έδωσε μεγάλο βάρος σε εκείνες τις διαδηλώσεις, θεωρώντας –εντελώς λανθασμένα όπως αποδείχτηκε– ότι η υπόθεση από μόνη της είχε επηρεάσει τους κοινωνικούς συσχετισμούς προς όφελός της.
Αν το δυστύχημα των Τεμπών και η διαχείρισή του μετατράπηκε αίφνης σε αναμφισβήτητο πρώτο θέμα της επικαιρότητας στη χώρα, και αυτό που απειλεί ευθέως την κυβερνητική ηγεμονία, τούτο οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η επιμονή των συγγενών των θυμάτων να μην αφήσουν την υπόθεση να ξεχαστεί, η οποία συνδυάστηκε με μια απόλυτα επιτυχημένη καμπάνια. Η επιμονή αυτή σκάλισε μάλλον περισσότερο τις ενοχές, παρά την αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας –αλλά αυτό ας το δούμε μετά. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η καταστροφική διαχείριση της ιστορίας αυτής από παράγοντες της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας –η οποία επίσης δεν πέρασε απαρατήρητη.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ενθαρρυμένα από την επιτυχία της καμπάνιας των συγγενών, σήκωσαν το θέμα ψηλά, φθάνοντας ως την από κοινού κατάθεση πρότασης δυσπιστίας και με προφανή διάθεση να συνεχίσουν στην ίδια υψηλή ένταση. Ομως εδώ προκύπτει ένα βασικό ερώτημα –που προφανώς αφορά τα κόμματα και όχι τους συγγενείς. Κάνουμε τη σωστή συζήτηση για τα Τέμπη; Ή παρασυρόμενοι από ένα κλίμα βασισμένο στο συλλογικό θυμικό, προσανατολιζόμαστε υπερβολικά στη διαχείριση του ζητήματος, λησμονώντας το πραγματικό στρατηγικό πρόβλημα που οδήγησε στο δυστύχημα;
Το βασικό αίτημα των γονέων, που εκφράζεται και στη διαδικτυακή καμπάνια της γενναίας, αξιοθαύμαστης γυναίκας Μαρίας Καρυστιανού, είναι στην πραγματικότητα ένα τεχνικό θέμα. Αφορά το εύρος της ισχύος στη βουλευτική ασυλία και τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και τη σχέση μεταξύ ενωσιακού δικαίου και εθνικού Συντάγματος. Πλάι σε αυτό το αίτημα, που έχει συγκεντρώσει σχεδόν 1,5 εκατομμύριο υπογραφές, γιγαντώνεται η συζήτηση σχετικά με το μπάζωμα του τόπου του δυστυχήματος. Από το τελευταίο προκύπτουν και μια σειρά από σενάρια –κάποια έχουν λογική, κάποια άλλα είναι ευφάνταστα.
Ας μη γελιόμαστε, στο λαϊκό θυμικό, όλα αυτά κλίνουν το ζύγι σε απλοϊκά σχήματα «διεφθαρμένοι πολιτικοί που κρύβονται πίσω από τη βουλευτική ασυλία», «πουλημένα κόμματα που τα κάνουν όλα για τις ψήφους και τις καρέκλες», όλο αυτό το μοτίβο χωρίς αποχρώσεις που σε διάφορες μορφές επανέρχεται στον δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια. Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά θα έπρεπε να είναι αρκετά πιο υποψιασμένες πλέον για τα όρια μιας τέτοιας «οργής».
Αντίθετα, το δυστύχημα των Τεμπών προσφέρει από τα αριστερά τη δυνατότητα για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και παράθεση προτάσεων. Ο ελληνικός σιδηρόδρομος πωλήθηκε και ιδιωτικοποιήθηκε στην τιμή ενός καλού ευρωπαίου ποδοσφαιριστή. Με αυτή την τιμή ήταν μάλλον αναμενόμενο να μην εξελιχθεί στο πιο σύγχρονο δίκτυο του κόσμου.
Στην πραγματικότητα, ακολούθησε τη μοίρα όλων των κοινωνικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, από την εποχή των μνημονιακών δανειακών συμβάσεων: πιο ακριβές για τους πολίτες, χαμηλότερου κόστους υπηρεσίες, εγκατάλειψη. Εχει να απαντήσει κάτι σε αυτό η Κεντροαριστερά, αναφορικά, για παράδειγμα, με το επίπεδο των μεταφορών στο εσωτερικό της χώρας, ή αγνοεί τον χώρο ανάμεσα στον βερμπαλισμό και την απόλυτη σιωπή;
Επιπλέον, το τρένο είναι ένα μέσο πάνω στο οποίο μπορεί να δομηθεί μια άλλου τύπου ανάπτυξη. Είναι οικολογικό, μπορεί να είναι φθηνό και γρήγορο, μπορεί να περιορίσει την ενεργειακή σπατάλη, να μειώσει την εξάρτηση από το αυτοκίνητο, να εκμηδενίσει τις αποστάσεις στο εσωτερικό της χώρας, να μετασχηματίσει την οικονομία των μεγάλων οδικών δικτυών και των κατασκευών. Πρέπει αρχικά, για όλα αυτά, να είναι ασφαλές και πρέπει να περιγραφεί ο τρόπος. Να μια συζήτηση που θα μπορούσε να είναι προνομιακή για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά.
Αντί για αυτό, τα κόμματα της αντιπολίτευσης εγκλωβίζονται σε μια συζήτηση που μπορεί να τους αποφέρει ή όχι βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά επιτείνουν μια κυριαρχία της αντιπολιτικής μακροπρόθεσμα. Και ουδέποτε στην Ιστορία η Αριστερά βγήκε τελικά κερδισμένη από την κυριαρχία της αντιπολιτικής.
Είναι προφανές ότι η ανάγκη να βρεθούν και να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι για το δυστύχημα είναι πραγματική. Είναι επίσης σαφές ότι εάν υπάρχει αίσθηση ότι υπάρχουν υπεύθυνοι που προστατεύονται, είναι δουλειά της αντιπολίτευσης –και όλων μας– να το αναδείξει. Ωστόσο, τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς θα έπρεπε ίσως να αναλογιστούν ποια είναι η συζήτηση για τα Τέμπη που δεν θα περιοριζόταν στο να φθείρει την κυβέρνηση σήμερα, αλλά θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για μια εναλλακτική διαχείριση αύριο. Δεν είναι πολυτέλεια να το ζητάς από κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News