Αν μου έβαζαν ένα πιστόλι στον κρόταφο και με ρωτούσαν πώς θα ήθελα να περάσω στην Ιστορία, σαν «καλή μάνα» ή σαν «νομπελίστρια», θα κοντοστεκόμουν. Για την ακρίβεια, θα «κιότευα». Αντίρροπες δυνάμεις θα μου έσκιζαν τα σωθικά, αρχέγονα ένστικτα θα πάλευαν με αυταπάτες μεγαλείου, βάλε και το άγχος μπροστά σε κοτζάμ Σουηδική Ακαδημία (ποτέ δεν θα «έφτανα» τον αγαπημένο μου λόγο, του Γουίλιαμ Φόκνερ).
Θα σκεφτόμουν, είναι η αλήθεια, και τις διάφορες παραλλαγές τού «είσαι η χειρότερη μάνα του κόσμου» που έχω ακούσει (όλα τα παιδιά το λένε, από τα πέντε τους μέχρι τα βαθιά σου γεράματα). Στο κάτω κάτω καλύτερα ένα γρανιτένιο «κάτοχος βραβείου Νομπέλ» παρά ένας τίτλος φλου – γιατί τι σημαίνει, αλήθεια, «καλή μάνα»;
Οι ελαφρές αυτές σκέψεις μού γεννήθηκαν διαβάζοντας τη βαριά μεταθανάτια αποκάλυψη για την κορυφαία καναδή διηγηματογράφο Αλις Μονρό (το Νομπέλ το πήρε το 2013).
Προ ημερών, δύο περίπου μήνες μετά τον θάνατό της στα 92, η τρίτη κόρη της, Αντρια Ρόμπιν Σκίνερ, αποκάλυψε στην εφημερίδα Τoronto Star ότι ο πατριός της (ο δεύτερος σύζυγος της Μονρό, Τζέραλντ Φρέμλιν) την κακοποιούσε σεξουαλικά από την ηλικία των εννέα ετών. Και ότι η μητέρα της, η μεγάλη Αλις Μονρό (αυτή που οι New York Times αποκάλεσαν «ό,τι πιο κοντινό σε μια αγία της λογοτεχνίας»), όταν κάποια στιγμή έμαθε την αλήθεια, τι έκανε; Απολύτως τίποτα. Εμεινε δίπλα στον σύζυγό της.
Δεν θέλω να υπεισέλθω στις λεπτομέρειες αυτού του φρικώδους ενδοοικοικογενειακού δράματος (γιατί θα οδηγούσαν τη συζήτηση σε άλλα, πολύ σκοτεινά μονοπάτια). Ούτε επιθυμώ να σταθώ στο τι μέλλει να κάνει από εδώ και εμπρός η woke culture με τα διηγήματα της «Τσέχωφ του Καναδά» (όπως την αποκαλούσαν μέχρι πρότινος). Αν δηλαδή τα βιβλία της θα καούν στην πυρά, αν θα της ξηλώσουν το Νομπέλ από το πέτο κ.λπ.
Πέρα από κάθε αμφιβολία, η Αλις Μονρό δεν ήταν μια κακή, ήταν «μια φριχτή μητέρα», όπως διέγνωσε σε τίτλο του το Atlantic. Σε άλλα θέλω να σταθώ. Γιατί π.χ. όλοι προϋπέθεταν ότι επειδή η Μονρό είχε ταλέντο στο γράψιμο, ήταν και καλή μητέρα;
«Οσον αφορά τις ιδιοφυίες, σκεφτόμαστε αλυσιδωτά» γράφει η Χ. Γκονσάλες στο Atlantic. «Θεωρούμε πως επειδή κάποιος έχει τόσο ταλέντο, θα πρέπει να διαθέτει και τις αρετές που το συνοδεύουν. Και επειδή η Μονρό είναι γυναίκα, η αρετή αυτή επεκτείνεται και στο πώς θεωρούμε ότι θα είναι ως μητέρα (ίσως ένα από τα ελάχιστα οφέλη του σεξισμού). Φαίνεται πως δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι κάποια που ήταν τόσο καλή συγγραφέας θα μπορούσε να είναι μια κακή μητέρα».
Αλλά, αφήνοντας τελείως στην άκρη τη Μονρό, ποια είναι τέλος πάντων σήμερα η «καλή μητέρα»; Ποιος και πώς το μετράει; Εσύ η ίδια; Οι γονείς σου; Τα παιδιά σου; Οι δάσκαλοί τους; Ο κοινωνικός σου περίγυρος; Ο σύντροφός σου; Πάνω σε τι ζύγι; Δεν υπάρχουν άραγε «καλές μαμάδες» που έχουν μεγαλώσει «κακά παιδιά»; Ακόμα και αυτό το «αρκετά καλή μαμά», μια κατάκτηση των τελευταίων ετών (σε αντίθεση με εκείνο το πνιγηρό «τέλεια»), απέχει μόλις ένα διάφανο τείχος από το «αρκετά κακή».
Εν έτει 2024 είσαι «επαρκής μαμά», π.χ. αν θέλεις παράλληλα να μεγαλώνεις και την καριέρα σου; Σύμφωνοι, έχουν κατακτηθεί πολλά (μια 35χρονη φίλη μου στο Λονδίνο, τις δύο προαγωγές της στη δουλειά τις πήρε στις δύο εγκυμοσύνες της).
Ωστόσο, σε ποιο βαθμό έχει απελευθερωθεί σήμερα– στ’ αλήθεια όμως– η εργαζόμενη μητέρα από τον διαρκώς διογκούμενο όγκο των αγγαρειών, ευθυνών και τύψεων; Σε αυτήν την υπέροχη εποχή του empowerment, της συμπερίληψης, του «gentle parenting» και των πεταλούδων, έχει πράγματι σταματήσει να νιώθει εκείνο το τσίμπημα της ενοχής κάθε φορά που αυξάνονται οι ώρες απουσίας από τη ζωή του παιδιού της;
Γράφοντας όλα αυτά, με αφορμή το σαχλό προαναφερθέν δίλημμα «νομπελίστρια ή καλή μάνα», σκέφτομαι τη δική μου ηλικιωμένη μητέρα. Της γενιάς «Οικιακά». Που τριγυρνώντας, υποθέτω, σήμερα στους διαδρόμους του μακρού βίου και του άδειου πλέον σπιτιού της (γιατί τα παιδιά νομοτελειακά δεν σου κάνουν παρέα στα χρόνια της ζωής σου που τα χρειάζεσαι περισσότερο), θα κάνει τον δικό της ήσυχο προσωπικό απολογισμό (δεν είναι τυχαίο ότι ανήκει, όπως και η Μονρό, στη λεγόμενη «Σιωπηλή Γενιά»· ουδεμία σχέση βέβαια οι δικές της σιωπές με την αιδήμονα σιγή της καναδής συγγραφέως).
Ενδεχομένως να σκέφτεται αν άξιζαν όλα αυτά τα χρόνια ατελείωτης, ανεξάντλητης προσφοράς. Εχει, άραγε, μετανιώσει; Μήπως πιστεύει ότι ήταν φτιαγμένη για κάτι άλλο, το οποίο παραμέλησε για τα παιδιά της; Πόσες υπερβάσεις έκανε εξαιτίας της μητρότητας; Ηταν όσο καλή μάνα προσπάθησε να είναι; Με ποιας εποχής τα στάνταρ;
Σίγουρα, δεν λέω, θα καμάρωνα αν είχα μάνα νομπελίστρια (όχι, βέβαια, την Αλις Μονρό). Νομίζω, όμως, τελικά ότι αυτή η αφανής και διαρκώς παρούσα αγκαλιά που απολαμβάνω τόσα χρόνια, μου φτάνει και μου περισσεύει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News