Δεν υπάρχει χειρότερη εικόνα για μια πόλη –σε καιρό ειρήνης– από αυτήν της επαιτείας. Ερείπια της ζωής που στέκουν στους δρόμους για να αναμοχλεύσουν προσωπικές πληγές και ενοχές περαστικών, κάθε φορά που κατευθύνoνται στη δουλειά, στο σπίτι, σε κάποιο ραντεβού, που βγαίνουν από νοσοκομεία με άρρωστους οικείους τους. Η Αθήνα δεν έχει τους κλοσάρ του Σηκουάνα, ούτε έχει φτάσει ακόμη στην κατάντια της Καλκούτας, η κατάσταση έχει όμως ξεφύγει από τα όρια της συνήθους υποβάθμισης του κέντρου: είναι πια κραυγαλέα ύποπτη.
Μήνες τώρα, στην καρδιά της πόλης, στην περιοχή του Μεγάρου Μουσικής, στο κομμάτι κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας, ως και τις αρχές της Παπαδιαμαντοπούλου, έχει ξεφυτρώσει ένα περίεργο «χωριό» ζητιάνων. Το «ζητιανοχώρι» αυτό –ας μου επιτραπεί– αναγνωρίζεται από μια και μοναδική ταμπέλα, ορθογώνια, από λευκό χαρτόνι, γραμμένη με λεπτό μαρκαδόρο, μα με τον ίδιο ακριβώς επιτηδευμένα ανορθόγραφα τρόπο. «ΠΑΡΑΚΑΛΟ, ΜΙΑ ΒΟΗΘΙΑ ΜΙΚΡΙ». Με τα «Ι» διακριτά, κομψευόμενα, με παύλες στις άκρες τους.
Σε όποιον επαίτη, από τους πολλούς, κι αν στρέψεις το βλέμμα σου, θα τη συναντήσεις. Στην αρχή, την κρατούσε νεαρός ντυμένος στα μαύρα, στο φανάρι της Παπαδιαμαντοπούλου. Τόσο συμπαθής και τόσο νέος… Εκεί που πίστευες ότι θα αρχίσει τα ζογκλερικά, ως εναλλακτικό χαρτζιλίκι, άπλωνε το χέρι και ικέτευε.
Υστερα από λίγο καιρό, εμφανίστηκε στη γωνία με το μεγάλο φαρμακείο άντρας με εξαθλιωμένα ρούχα –και πάντως με την ίδια πινακίδα– καθισμένος χάμω, τυλιγμένος σε μια λερή κουβέρτα. Τόσο λερή και τόσο χάμω… Δεν καταδεχόταν καν τα χρόνια του κι έδειχνε ηλικιωμένος. Ποτέ πρωί, μα πάντα μεσημέρι τον συναντάς τον ακατάδεκτο, κι όταν δεν υπάρχει κανένας άλλος ζητιάνος τριγύρω.
Ενόσω ερημώνει από ικέτες η Παπαδιαμαντοπούλου, μια Αθιγγανίδα με τα τρία παιδιά της παρακαλάει κι αυτή για μια «ΒΟΗΘΙΑ ΜΙΚΡΙ», στο φανάρι του ΝΙΜΙΤΣ. Αλλος έξω από το Αρεταίειο, ακόμη ένας παραδίπλα από τον σταθμό του Μετρό, μα πόσοι;
Ανθρωποι με μάσκες προσπερνούν, ενίοτε ρίχνουν κάνα κέρμα δίπλα στην πινακίδα του ανορθόγραφου παρακαλετού. Πριν από μήνες, έδιναν τον οβολό τους, ευγνώμονες που ήταν όρθιοι κι όχι σε κάποια ΜΕΘ, με τα μηχανήματα να ξεφυσάνε αντί για τα ρουθούνια τους. Τώρα, περπατούν γρήγορα και προσφέρουν τα ψιλά τους με σφίξιμο στην καρδιά, από τις εικόνες μιας κατεστραμμένης Μαριούπολης και την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου.
Η επικαιρότητα είναι σκληρή, σχεδόν δεν επιτρέπει την ιεράρχηση προβλημάτων της καθημερινότητας ψηλά στην ατζέντα. Στις ιστοσελίδες, την τηλεόραση, στα social media, σχεδόν το μόνο που «παίζει» είναι ο πόλεμος.
Εδώ, όμως, υπάρχει θέμα. Δεν είναι μόνο ότι η επαιτεία θεωρείται παράνομη, αλλά το πλέον προφανές: κυκλώματα λυμαίνονται ολόκληρες περιοχές που θα έπρεπε να λειτουργούν ως βιτρίνα της πόλης. Νέοι υψηλοί δείκτες εγκληματικότητας, προχωρημένης πια, με πλήθος προσώπων υπό στυγνή εκμετάλλευση, με άτεγκτα ωράρια, κανονικές βάρδιες και συγκεκριμένα πόστα, συμβιώνουν με τους ρυθμούς της πόλης, με χροιά φυσικότητας, κοινωνικής αναλγησίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος τολμάει να σκεφθεί τα βαρύγδουπα αλλοτινών καιρών, περί «πολιτιστικού κέντρου» των Αθηνών; Κι ας είναι ολοκαίνουργια η Εθνική Πινακοθήκη, κι ας βάζει τα καλά του το Χίλτον για να γίνει Conrad κάποτε, κι ας κρεμάει το Μέγαρο τα πανό με τις λουσάτες παραστάσεις του.
Οταν η πόλη ξυπνήσει ένα πρωί, μακριά από την ομίχλη του πολέμου, της πανδημίας, της κρίσης, και κοιταχτεί στον καθρέφτη, ίσως είναι η ασχημότερη της Ευρώπης. Μόνο απλοί πολίτες το φοβούνται αυτό;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News