Ο μόνος λόγος να πάω στη Βαρσοβία ήταν ότι δεν είχα ξαναπάει. Από εκείνες τις αποφάσεις που κοιτάς την πρόγνωση του καιρού, κοιτάς τον χάρτη και αποφασίζεις να πας κάπου βόρεια. Οπου, τελικά, η θερμοκρασία φτάνει τους 34 βαθμούς το μεσημέρι. So much για μας τους χειμωνάκηδες που η ζέστη το καλοκαίρι μάς ακολουθεί σαν τον Αζραέλ, τον αρχάγγελο του θανάτου του Ισλάμ.
Η πρώτη εντύπωση από την Βαρσοβία είναι ότι έχουν μείνει ελάχιστα παλιά κτίσματα. Η εξέγερση κατά των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής του 1944 και η μεθοδική καταστροφή της πόλης από τους ναζί μετά την καταστολή της άφησαν λίγα κτίσματα ανέπαφα. Η μετά την απελευθέρωση ανοικοδόμησή της την κάνει ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της αρχιτεκτονικής του σοβιετικού σοσιαλισμού. Στον οποίο το εκπαιδευμένο μάτι μπορεί να αντιληφθεί τα κτίσματα σε σχέση με την κομματική θέση. Από τα θηριώδη μπλοκ των εργατικών κατοικιών της περιφέρειας μέχρι τα κλασικά του κέντρου με τα μικροσκοπικά μπαλκόνια και τα τριόροφα με τις φουτουριστικές μοντερνιές στις γειτονιές με πράσινο κοντά στο κέντρο, που ήταν το όνειρο κάθε φτασμένου απαράτσικ. Οπως στην περιοχή του Belvedere.
Περιοχή που βρίσκεται το ομώνυμο νεοκλασικό παλάτι του 17ου αιώνα – το οποίο το Σάββατο που προσπάθησα να το επισκεφτώ ήταν κλειστό. Οπως ήταν και το Ινστιτούτο Κοπέρνικου. Και πιθανότατα ήταν και η έκθεση για την επέτειο των 80 χρόνων από την Απελευθέρωση, στην οποία δεν πήγα αφού δεν άντεχα μια ακόμα απογοήτευση. Ετσι, για να καταλάβω πώς νιώθουν οι τουρίστες όταν βρίσκουν την Ακρόπολη κλειστή.
Βεβαίως, κάποια μουσεία μπορούν να είναι κλειστά. Ακόμα και μόνιμα. Οπως, για παράδειγμα, το μουσείο της πόλης της Βαρσοβίας. Στο οποίο η ατμόσφαιρα ήταν Δημοσίου, το οποίο, όπως η τέχνη και η λευτεριά, δεν γνωρίζει σύνορα. Κάποια αντίγραφα από λιθογραφίες, κάποια παιχνίδια από την εποχή του σοσιαλισμού και ένας συμπαθέστατος φύλακας στην πόρτα. Ο οποίος μας καλωσόρισε στα ελληνικά.
Οταν τον ρωτήσαμε πού τα έμαθε μας απάντησε «παρακολουθώντας τα αθλητικά στα ελληνικά συνδρομητικά κανάλια». Το να μιλάει κάποιος τα ελληνικά αποκλειστικά με την αθλητική ορολογία ξεπερνάει και το σενάριο του «Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς», όπου ο Πίτερ Σέλερς σε απομόνωση είχε μάθει να μιλάει με την γλώσσα της αμερικανικής τηλεόρασης του ’70.
Οχι ότι ακόμα και τα ελληνικά με αθλητική ορολογία δεν θα βοηθούσαν στην επικοινωνία. Η εντύπωσή μου ήταν ότι οι Πολωνοί μιλάνε τα αγγλικά λιγότερο από τους Ελληνες. Οχι ότι δεν έχουν τη διάθεση να βοηθήσουν, αλλά εκτός κέντρου είσαι εσύ και η δυνατότητά σου να ρωτήσεις στην παντομίμα πού είναι η στάση του 180 λεωφορείου.
Από την άλλη, δεν έχεις να αντιμετωπίσεις τις κατάρες του hustling του κέντρου των μεγάλων πόλεων. Στις τέσσερις μέρες, μόνο ένα μεθυσμένος μου ζήτησε τράκα τσιγάρο, στα τραπέζια των καφενείων του κέντρου κανένας δεν πλησίασε για να ζητιανέψει και στα φανάρια δεν είδα κάποιος να προσφέρεται να καθαρίσει τα παρμπρίζ. Πολλά μπράβο λοιπόν στον υπουργό προστασίας του πολίτη Μικάλι Χρισοχόλσκι (ή όπως τέλος πάντων τον λένε τον άνθρωπο). Και ακόμα περισσότερα μπράβο για τις πεζές περιπολίες αστυνομικών στο κέντρο, ντυμένων κατάλληλα για το καλοκαίρι με t-shirts, και όχι με τις στολές θερινής ταλαιπωρίας των δικών μας.
Επίσης, πολλά μπράβο στον δήμαρχο Βαρσοβίας Χάρι Γκραφ (ή όπως τέλος πάντων λένε τον άνθρωπο) για την κατάσταση των απορριμματοφόρων της πόλης. Το μέσο απορριμματοφόρο της Βαρσοβίας είναι πιο καθαρό από το μέσο κρατικό αυτοκίνητο του Δήμου της Αθήνας. Λύσεις υπάρχουν. Οπως για παράδειγμα η δημιουργία σταθμών υποχρεωτικού πλυσίματος απορριμματοφόρων πριν την επιστροφή στις βάσεις τους. Διάθεση να σκεφτούν οι πολιτικοί out of the box δεν υπάρχει.
Οπως το ότι οι ταμπέλες δεν λύνουν το πρόβλημα. Κάτι που, ευτυχώς, λείπει από τη Βαρσοβία είναι οι χιλιάδες ελληνικές ταμπέλες των πόλεων που μας ειδοποιούν ότι εδώ απαγορεύεται η στάση, εδώ η στάθμευση και εδώ στα 50 μέτρα επισκευάζει εξατμίσεις ο μαστρο-Αντρέας. Παρά την έλλειψη ταμπελών, κανένας οδηγός στη Βαρσοβία δεν σταματάει σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας και, υποθέτω, επισκευάζει την εξάτμιση του στον μάστορα.
Αντίθετα, στα υπέρ της Αθήνας απέναντι στη Βαρσοβία είναι τα μικρά μαγαζιά. Μπορεί να μην τα εκτιμάμε, αλλά τα μικρά μαγαζιά της Αθήνας δίνουν χρώμα στην πόλη.
Η Βαρσοβία, που πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ονομαζόταν «Παρίσι της Ανατολής», το 1944, μαζί με το 85% των κτιρίων της, έχασε και το προπολεμικό της χρώμα. Ακόμα προσπαθεί να το ξαναβρεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News