Σε άλλο μήκος κύματος από τις γκρίνιες των βουλευτών της ΝΔ, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης και ο αναπληρωτής του Νίκος Παπαθανάσης, αναζητούν λύσεις και χρήμα έτσι ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς θεωρούν ότι αυτή είναι η μοναδική διέξοδος για να αυξηθούν τα εισοδήματα και να μειωθεί η δυσαρέσκεια στην ελληνική κοινωνία από την ακρίβεια.
Μετά και τις επαφές που είχε την περασμένη εβδομάδα στο Λουξεμβούργο με τους ομόλογους στο Eurogroup και το Ecofin και έχοντας στα χέρια τους περιοριστικές προτάσεις των Βρυξελλών ως προς τη δημοσιονομική επέκταση το 2025 προς την Ελλάδα που προβλέπουν αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3% το 2025, 3,1%-3,2% το 2026 και το 2027, και 3% το 2028, αναζητούν πόρους που θα κατευθυνθούν αποκλειστικά στις επενδύσεις ώστε να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουν την ανακατανομή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης έτσι ώστε περισσότερα κεφάλαια (επιδοτήσεις και χρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια) να κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις, αντί να διατίθενται σε Δήμους για να κάνουν πεζοδρόμια ή αποχετευτικά δίκτυα (έτσι ώστε να απορροφηθούν τα κονδύλια μέσα στο χρονοδιάγραμμα) και, το κυριότερο, στην ψηφιακή ανάπτυξη των επιχειρήσεων και της χώρας.
Επίσης ο κ. Χατζηδάκης θα επιδιώξει με κάθε τρόπο να κινητοποιήσει και τα ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε να ενισχυθούν οι επενδύσεις και η παραγωγική ικανότητα του τόπου.
Προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να εγκριθούν κατά προτεραιότητα προγράμματα συγχώνευσης μεσαίων και μικρότερων επιχειρήσεων, να δοθεί σε αυτές ζεστό χρήμα για τον εκσυγχρονισμό τους, έτσι ώστε να μπορούν να σταθούν στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Το «στενό» δημοσιονομικό μονοπάτι
Η εξίσωση αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς το όριο (3%) που έθεσαν οι Βρυξέλλες για την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών τα επόμενα τρία χρόνια δεν επιτρέπει έξτρα παροχές και αυτό που θέλει να διασφαλίσει είναι πώς και τα επόμενα χρόνια έως το 2028, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας (όπως και των άλλων υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών χωρών) θα συνεχίσει να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι συνθήκες αυτές και ο προβληματισμός που δημιουργούν ως προς τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής απέχουν παρασάγγας από την προσέγγιση μερίδας των βουλευτών της ΝΔ οι οποίοι διαμαρτύρονται για τους υπουργούς που δεν τους σηκώνουν το τηλέφωνο, βγαίνουν από τα ρούχα τους γιατί η παράταξη τους υιοθέτησε τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία, φωνάζουν για το «διαζύγιο» του κόμματος από τους ελεύθερους επαγγελματίες επειδή το νέο σύστημα των τεκμηρίων τους στερεί το… αφορολόγητο όριο (!).
Ωστόσο, το αυθόρμητο ερώτημα που έρχεται στον καθένα είναι «εσύ τι πιστεύεις ότι έφταιξε» για την αποχή των ψηφοφόρων και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, το οποίο πράγματι αποτέλεσε μια μορφή διαμαρτυρίας για τις κυβερνητικές επιλογές.
Στην εκτίμηση στην οποία συγκλίνουν όλοι –Μέγαρο Μαξίμου, οικονομικοί υπουργοί και η Τράπεζα της Ελλάδος η οποία έχει ιδιότυπο ρόλο συμβούλου της κυβέρνησης– είναι η πορεία και η κατεύθυνση της οικονομίας.
Πηγές της οδού Νίκης λένε ότι αν οι βουλευτές δεν κοιτούσαν μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των μικρο-συμφερόντων και της εξουσίας της καρέκλας, θα γνώριζαν από τους ψηφοφόρους τους ότι η ακρίβεια και η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων (παρότι αυξήθηκε τρείς φορές ο κατώτατος μισθός τα τελευταία δύο χρόνια) είναι η βαρύτερη φορολογία για όλα τα νοικοκυριά. Μας κάνει όλους (εργαζόμενους και συνταξιούχους) να αισθανόμαστε φτωχότεροι, απλούστατα γιατί πληρώνουμε περισσότερα για να αποκτήσουμε τα ίδια πράγματα ή υπηρεσίες από τα τρόφιμα, μέχρι τη βενζίνη και τα εισιτήρια των διακοπών…
Οσο και αν αυτή η πραγματικότητα φαντάζει για κάποιους (πολιτικούς μόνο) ως μια απλουστευτική και για τους περισσότερους λαϊκίστικη προσέγγιση, υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση για την οικονομία και τις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής που λαμβάνονται.
Είναι όσα συζητούν τα think tanks του υπουργείου Οικονομικών, της Τράπεζας της Ελλάδος και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι οι οποίοι δημόσια έχουν υποστηρίξει και υποστηρίζουν την κυβέρνηση.
Τι λένε λοιπόν;
Παρότι η Ελλάδα βγήκε από την περιπέτεια των μνημονίων και τα τελευταία χρόνια (της ΝΔ) κατάφερε να ανακτήσει τις δυνάμεις της και το χαμένο ΑΕΠ και να αποκαταστήσει κατά 100% τη διαρροή καταθέσεων από τις τράπεζες, να μειώσει το δημόσιο χρέος κατά 25 μονάδες του ΑΕΠ και να πάρει κατά τα τρία τέταρτα την επενδυτική βαθμίδα (απομένει η αξιολόγηση της Moody’s), πλέον πρέπει να απαντήσει πού θέλει να πάει την οικονομία την επόμενη ημέρα.
Πού βρισκόμαστε
Οπως επισημαίνει σε ανάλυσή του ο καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης, παρά τα κυβερνητικά επιτεύγματα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (σε πραγματικές τιμές) εξακολουθεί να είναι στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (μαζί με τη Λετονία). Το 2024 θα ανέλθει σε 29.828 ευρώ, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης θα είναι 41.852 ευρώ.
Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική οικονομία της Ευρωζώνης που σημειώνει χαμηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με το 2009 κατά -9,2% όταν κατά μέσο όρο οι χώρες της Ευρωζώνης σημειώνουν υψηλότερο ΑΕΠ κατά 14,9%. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χρεοκοπίας και της πολυετούς οικονομικής κρίσης που πέρασε η χώρα την περίοδο των μνημονίων.
Ανοιξε η ψαλίδα
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρωζώνη από 1,15 φορές μεγαλύτερο το 2009, θα είναι 1,4 φορές μεγαλύτερο το 2024. Τα επόμενα έτη αναμένεται μεγαλύτερη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτήν της Ευρωζώνης, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να είναι μεγαλύτερο κατά 1,21 φορές το 2028.
Με αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα, παρότι και το 2024 θα έχει σχεδόν τριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (κοντά στο 2,4% από 0,9% της ευρωζώνης), εξακολουθεί να βρίσκεται στο τόξο των φτωχότερων χωρών της ευρωζώνης μαζί με τις Λετονία, Σλοβακία, Εσθονία και Λιθουανία.
Οι προβολές μάλιστα δείχνουν ότι μέχρι και το 2028 το πραγματικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα αναμένεται να είναι 1,43 φορές υψηλότερο στην Ευρωζώνη (μέσος όρος) από ό,τι στην Ελλάδα.
Στον παρακάτω πίνακα απεικονίζεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης σε τρεις χρονικές περιόδους: πού βρισκόταν το 2022, σε ποιο επίπεδο διαμορφώνεται φέτος και πόσο θα είναι το 2028. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕ και του Oxford Economics, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας βρίσκεται στην τέταρτη από το τέλος θέση της ευρωζώνης (χαμηλότερα είναι μόνο η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία) με αποτέλεσμα και η Ελλάδα να χαρακτηρίζεται ως «η φτωχότερη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου».
Επίσης αποτυπώνεται (στην τελευταία σειρά) η απόσταση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα από με το μέσο όρο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ευρωζώνης. Σήμερα το μέσο ΑΕΠ της ευρωζώνης είναι 1,59 φορές υψηλότερο και το 2028 θα εξακολουθεί να είναι 1,43 φορές υψηλότερο, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με σχεδόν τριπλάσιο ρυθμό από αυτόν της ευρωζώνης:
Τα παραπάνω δείχνουν μια βαριά κληρονομιά από τα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης και ιδιαιτέρως της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης. Και επιπρόσθετα αποκαλύπτουν ότι ο μοναδικός δρόμος για να προσεγγίσει η Ελλάδα τον μέσο όρο της ευρωζώνης είναι να επιταχύνει ακόμη μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης, κάτι που προϋποθέτει πόρους για να γίνουν επενδύσεις και βαθιές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και τη φορολογία, έτσι ώστε να έρθει φρέσκο χρήμα στη χώρα (πέραν του τουρισμού και της αγοράς ακινήτων μέσω της Golden Visa).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News