Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται, τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους –ποιο άλλο κλισέ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Μετά τις πρώτες καταγγελίες κακοποίησης, τίποτα πια δεν σοκάρει τόσο την ελληνική κοινωνία ώστε να χάσει τον ύπνο της. Και τα μεγαλύτερα σοκ, άλλωστε, συνηθίζονται.
Εφέτος, για πρώτη φορά, η Ημέρα της Γυναίκας έχει ουσία. Το μάρκετινγκ που τη συνοδεύει λειτουργεί ως κατάλληλο φόντο για να περάσουμε στην δεύτερη φάση του ελληνικού #MeToo, που δεν έχει να κάνει τόσο με το τι έγινε, όσο με το τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα, ώστε τα θύματα να μπορούν ευκολότερα να καταγγείλουν τους θύτες τους. Τα πολιτικά κόμματα παρουσιάζουν τις προτάσεις τους, κάνουν τις σχετικές δηλώσεις και εκδηλώσεις, ενώ η Δικαιοσύνη έχει ήδη αναλάβει δουλειά. Μήπως κάτι αλλάζει τελικά;
Το ελληνικό #MeToo είναι, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, η πικρή αφήγηση μιας ιστορίας τοξικής αρρενοπότητας και ανδρικού προνομίου –φράσεις που έχουν ταυτιστεί με καμμένα σουτιέν και οι οποίες δεν λέγονται για να μην τρομάξουν όσοι τις ακούν. Είναι μια ιστορία που διαμορφώνεται γύρω από τους πρωταγωνιστές της, που, όπως φαίνεται από την τηλεοπτική κάλυψη της υπόθεσης, δεν είναι άλλοι από τους θύτες. Όλοι γένους αρσενικού, πρόσωπα κύρους με εξουσία: τι έκαναν, πώς το έκαναν, γιατί δεν τους κατάλαβε κανείς, γιατί κανείς δεν μίλησε εναντίον τους τόσο καιρό. Η γενναιότητα των θυμάτων χάνεται στην προσπάθειά τους να γίνουν πιστευτοί και στην υπερπροβολή προσπαθειών όπως αυτή του δικηγόρου υπεράσπισης του Δημήτρη Λιγνάδη, που επιδιώκει να μειώσει την αξιοπιστία των μαρτύρων, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς όπως «επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι» και «γυναίκες με εμμονές». Το μόνο που δεν μάθαμε για τους κυνηγούς είναι πώς πίνουν τον καφέ τους.
Για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, πριν η επικαιρότητα προχωρήσει σε άλλα θέματα, είδαμε το #MeToo να γίνεται εργαλείο τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Δύο άνδρες πολιτικοί αρχηγοί τσακώνονταν δημόσια ποιος είναι μεγαλύτερος υποστηρικτής του #MeToo, και οι δύο από θέση ισχύος –γνωρίζουν πως τίποτα από όσα φρικτά καταγγέλουν τα θύματα δεν υπήρχε περίπτωση να συμβούν ποτέ στους ίδιους. Δεν είναι τυχαίο πως στην πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν κακό βαθμό στον χειρισμό της υπόθεσης. Το #MeToo είναι, δείχνουν οι αριθμοί, το μοναδικό ζήτημα αυτήν την εποχή που το κυβερνητικό αφήγημα δεν έπεισε την κοινωνική πλειοψηφία. Το ίδιο, παραδόξως, συνέβη και με τον χειρισμό της αντιπολίτευσης, κι ας είχε μπροστά της ανοιχτό πεδίο για κριτική.
Το προνόμιό και των δύο σφράγισε την μεταξύ τους συζήτηση: ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε, από το βήμα της Βουλής, πως η κυβέρνηση δημιούργησε ασφαλές περιβάλλον για να βγουν στο φως οι καταγγελίες. Μπορεί οι θεσμικές αλλαγές που βρίσκονται στα σκαριά όντως να το δημιουργήσουν, όμως, για την ώρα, απλά ακούμε στελέχη της ΝΔ να λένε πως «κακώς καταργήθηκε η παρά φύσιν ασέλγεια» -κι αυτό παρότι υπάρχουν ανοιχτά γκέι πολιτικοί στον κυβερνητικό μηχανισμό. Ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να δημιουργήσει μια άλλη πραγματικότητα, ταυτίζοντας τους αντιπάλους του με τους θύτες. Μιλούσε για ένοχα μυστικά και συγκάλειψη, την ώρα που η δική του κυβέρνηση είχε στις τάξεις της έναν από τους καταγγελόμενους –γι’ αυτόν δεν βγήκε άχνα καταδίκης, ούτε βέβαια άχνα συμπαράστασης στα θύματά του.
Ανδρες θύτες, άνδρες θύματα. Ολα τα γενναία αγόρια, που όχι μόνο δημοσιοποίησαν τα τραύματά τους αλλά έσπασαν εδραιωμένα ταμπού, έκαναν την διαφορά στις υποθέσεις κακοποίησης. Χρειάστηκε αυτά να βρουν το τεράστιο θάρρος να μιλήσουν «για να γίνει χαμός» -το είχε πει και ο Σπύρος Μπιμπίλας. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όταν η σκόνη που σήκωσε η Σοφία Μπεκατώρου θα καθόταν και πάλι, κανένας φάκελος δεν θα είχε ανοίξει. Οι άνδρες, ενήλικοι και ανήλικοι, καθόρισαν το #MeToo. Κακά τα ψέματα, αν οι καταγγελίες ήταν μόνο γυναικείες, η αντιμετώπιση θα ήταν διαφορετική από όλους. Δύο θύτες, μερικά θύματα και τέλος. Ο κίνδυνος κάπως έτσι να καταλήξουμε είναι ακόμα υπαρκτός, αλλά πλέον οι καταγγελίες ακούγονται με περισσότερη προσοχή. Αλλωστε, πολύ πιο δύσκολα λες σε έναν άνδρα πως «πήγαινε γυρεύοντας».
Ποια είναι η καθοριστική διαφορά, αυτή που δείχνει πως ίσως η πικρή ιστορία θα έχει καλό τέλος; Το πρώτο βήμα, το κλικ από το σκοτάδι στο φως, αυτό ναι, ήταν γυναικείο. Οι γυναίκες δεν κουβάλησαν την υπόθεση, αλλά την έβγαλαν στο φως. Αυτές, που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των θυμάτων, ηγήθηκαν της προσπάθειας, και αυτό έχει την σημασία του σε μια χώρα που δυσκολεύεται ακόμα να δεχτεί γυναίκες επικεφαλής οπουδήποτε. Στη ζωή, στη δουλειά, στην τέχνη, στην πολιτική, οι γυναίκες είναι άριστες εργάτριες, είναι παρασκηνιακά απαραίτητες, σπάνια όμως επιλέγονται να ηγηθούν, ακόμα και εντός του ίδιου τους του σπιτιού.
Η πραγματική τελεία στην έμφυλη βία, που αφορά τους πάντες, μπαίνει όταν ο αέρας αρχίζει να φυσάει διαφορετικά. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, στην Ελλάδα δεν είχαμε πάρει χαμπάρι πως το παράδειγμα άλλαζε στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης. Φύγαμε από το Κάνσας με τη βία, καιρός να φτιάξουμε το σπίτι μας από την αρχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News