Λογικά θα με νανούριζε. Με ποιο τραγούδι άραγε; Δεν έτυχε ποτέ να ρωτήσω γι’ αυτό τη μάνα μου. Αλλά θυμάμαι με ποιο τραγούδι νανούριζα κάθε ένα από τα παιδιά μου. Κι έρχεται αμέσως στη σκέψη μου, με τις κόρες των ματιών να αργοσβήνουν, πηγαίνοντας λίγο προς τα πίσω, λες για να πάρουν φόρα ύπνου, τις βλεφαρίδες σαν τόσες δα μικρές βεντάλιες και μια υποψία χαμόγελου… Πώς γαληνεύει ο άνθρωπος παρατηρώντας τον ύπνο των παιδιών!
Μετά, στη μνήμη έρχεται εκείνο (η μνήμη τοποθετεί με αλλοπρόσαλλη σειρά) το τεραστίων διαστάσεων πικάπ των παιδικών μου χρόνων, με τους δίσκους που αγόραζε ο πατέρας μου κάθε Χριστούγεννα. Και χορεύαμε πολύ στο σπίτι και γελούσαμε πολύ. Ο Paul Mauriat και η ορχήστρα του ήταν στην καθημερινότητά μας. Μέχρι που κολλούσε η βελόνα και με το χέρι τη σπρώχναμε παρακάτω. Και ο Γιάννης Σπάρτακος στο πιάνο του, ξανά και ξανά. Και τανγκό μέχρι που με πατούσε κατά λάθος και έλεγε «Ωχ! Συγγνώμη, Ρεάκι μου».
Και το τραγούδι «Πάμε για ύπνο Κατερίνα» και το «Ασ’ το το χεράκι σου». Τι ζεστή σχέση που είχαμε! Μετά, με πήρε η αντίσταση από το χέρι και με βούρλισε. Εφηβεία ηρωική. «Ημασταν δυο, ήμασταν τρεις», «Κι εσύ τι έδωσες, κυρ Παντελή;» και στάδια. Ωπ!.. Οχι, όχι. Πριν από αυτό, πριν από τη Μεταπολίτευση δηλαδή… Μα πώς πήγα να το ξεχάσω; Ηταν τα μαθήματα πιάνου με την κυρία Νότα. Πιάνο δεν ήθελα να μάθω, δεν έμαθα.
Μα η ζωή της μού προκαλούσε τεράστιο ενδιαφέρον και φτάνει στη μνήμη με το «Reproches d’amour» που έπαιζε στο τέλος κάθε μαθήματος. Είχε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο κάπου μακριά, κάπου στα βόρεια, και εκεί συναντούσε τον έρωτά της που ήταν «δεσμευμένος» σε άλλη σχέση, όπως μου είχε εξομολογηθεί. Το σταθμευμένο αυτοκίνητο ήταν η φωλιά τους και μετά επέστρεφαν αμφότεροι με λεωφορείο.
Δεν είναι φοβερή ιστορία; Τη θυμάμαι που έβαφε τα χείλη της και τα τσαλάκωνε για να πιάσει το κραγιόν και αρωματιζόταν και έφευγε. Αλλά έχει κι άλλον άνδρα η ιστορία της κυρίας Νότας. Τον γιο της, που ήταν «ιδιαίτερο» παιδί, όπως μου το έλεγε, και σαν να μην την αγαπούσε παραπονιόταν. Μέχρι που έφτιαξε η σχέση τους με το που έπιασε δουλειά, τόσο πολύ έφτιαξε, που της είπε στο τηλέφωνο (εκείνα με το καντράν, που τα νούμερα γύριζαν δάχτυλο-δάχτυλο) ότι της αγόρασε με τον μισθό του ένα δώρο και έσπευδε να της το δώσει.
Και πέταξε από χαρά! Τόση χαρά, που μας πήρε τηλέφωνο και είπε ότι αυτό το χρωστούσε στον πατέρα μου, που του είχε δώσει δουλειά! Αλλά… Ακου! Ακου τραγωδία! Στο επόμενο τηλέφωνο έκλαιγε γοερά. Ο γιος της ήταν στο νοσοκομείο. Κάποιος τον εμβόλισε ενώ έτρεχε με το μηχανάκι του για να δώσει το δώρο του στη μαμά του. Τι να μας πουν οι αρχαίες τραγωδίες; Πάει ο γιος της κυρίας Νότας. Μετά το δράμα δραμάτων, ο «δεσμευμένος» αποκατέστησε την κυρία Νότα. Και χάθηκαν σε μια μαύρη εικόνα ακολουθώντας φως από αίμα.
Ετσι τους κατέγραψε το μυαλό μου. «Μετά» από όλα αυτά ήταν εκείνα τα γεμάτα στάδια των εφηβικών μου χρόνων (που σας έγραψα πιο πάνω). Δεν ήταν η μουσική στα στάδια (κι ας ήταν!), ήταν το πάθος μας για κάτι απροσδιόριστο που το έντυνε η μουσική. Ασφυκτιούσαμε όνειρα. Πολλά και πολύ. Ολα στο «πολύ» τα αξιωθήκαμε. Και άφοβα. Ωραία ήταν. Ομορφα ανάκατα. Κάπου εκεί εμφανίζεται στη μνήμη κι εκείνος ο καθηγητής μουσικής. Ολα επάνω του πολυχρονισμένα, φθαρμένα. Σακάκι, δόντια, παπούτσια. Οπως κάτι νεοκλασικά σπίτια αφημένα στον αδυσώπητο χρόνο και στην εγκατάλειψη, που όλα τους κρέμονται, ξέφτια, φευγιό, μοναξιά.
Κι έφερε, θυμάμαι, στην τάξη μας ένα κασετόφωνο που γρατσουνούσε μουσική από μια κασέτα. Ενάτη του Μπετόβεν. Αυτόματα άρχισαν τα γέλια. Το μόνο που κράτησαν όλοι ήταν ότι ο Μπετόβεν ήταν κουφός. Και καζούρα. Ετσι ήταν τότε το μάθημα Ωδικής. Η ώρα της πλάκας. Και μιας άτεχνης διδασκαλίας… Μελόντικα, φλογέρα… Την πηγαίναμε, τη φέρναμε, «Κύριε, ξέχασα τη μελόντικα στο σπίτι». Πόσα χρόνια χαραμίσαμε σε αμορφωσιά; Τώρα που μεγάλωσα τα «μετράω».
Ούτε καν μας μάλωναν οι «κύριοι» και «οι κυρίες» της μουσικής. Τόση αποδοχή σε «μοίρα» ματαιότητας. (Ποτέ δεν μιλήσαμε για το μπούλινγκ των μαθητών προς τους καθηγητές.) Εν ολίγοις, η μουσική ήταν στη ζωή μου όπως στη ζωή των περισσότερων. Βέβαια, στα χρόνια βρέθηκα και σε συναυλίες. Ο μεγάλος μου γιος είχε θελήσει να μάθει βιολί. Θυμάμαι με συγκίνηση κάθε μας «επίσημη» έξοδο. Τον είχε εμπνεύσει ο ρουμάνος δάσκαλός του που συμμετείχε και στην Ορχήστρα των Χρωμάτων!
Αλλά εξομολογητικά, πρέπει να σας παραδεχτώ ότι όσες συναυλίες κλασικής μουσικής παρακολούθησα στη ζωή μου, είχα μια αγωνία για το «Πόση ώρα κρατάει;». Ενιωθα ένα είδος εγκλωβισμού. Ηταν μια γλώσσα που δεν κατείχα. Ημουν αμόρφωτη και έπραττα ως αμόρφωτη που θαυμάζει… «Εξαναγκαστικά». Καταλαβαίνετε αυτό που λέω;
Σπουδάζοντας Ιστορία της Τέχνης συνειδητοποίησα πόση σημασία έχει η γνώση της «γλώσσας». Αλλά πιο πολύ από αυτό, η ιερότητα της διδασκαλίας τής κάθε γλώσσας τέχνης. Επ’ αυτού υπάρχει κι άλλο «δράμα». Η πλειονότητα των ανθρώπων της τέχνης σε ετούτον τον τόπο είναι σαν να αυνανίζονται με τον ίδιο τους τον λόγο. Οχι να θέλξουν μαθητή, αλλά τον θαυμασμό για τις γνώσεις τους, τόσο, που να τις διαφυλάξουν «δικές» τους. Το μεγαλύτερο έλλειμμα παιδείας έχει να κάνει με τον πολιτισμό. Ξέρω, πετάω από το ένα θέμα στο άλλο.
Γράφω, σκέφτομαι και γράφω για τη μουσική στη ζωή μου. Μελωδίες, τραγούδια, μουσικά έργα συνοδεύουν έρωτες, χωρισμούς, αποχαιρετισμούς, γλεντάς, θρηνείς, ξεκουφαίνεσαι, «κλείσ’ το», «δυνάμωσέ το». Εχουμε οικειότητα όπως για κάτι δικό «μας». Τόσο δικό μας, που σβήνουμε συνθέτες, στιχουργούς. Είναι το τραγούδι τού τραγουδιστή. Η οικειότητα εν μέρει είναι και αμάρτημα. Δεν «βλέπεις» αυτό που νιώθεις. Δεν εκτιμάς πώς δημιουργείται. Σε κάνει, ας πούμε, εγωιστή. Είναι… Γονιός. Σου αρκεί ότι είναι δικός «σου». Δεν τον μελετάς ως αυτόνομη προσωπικότητα. Είχα τη μεγάλη τύχη να παρακολουθήσω προσφάτως τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ στο Μέγαρο Μουσικής.
Αυτόν τον μαέστρο των μαέστρων, τον τερατωδώς ταλαντούχο πιανίστα, τον αναγεννησιακό άνθρωπο, τον βαθιά ουμανιστή, τον τολμηρό ουσίας, τον δάσκαλο. Οι μαέστροι έχουν μια θεατρικότητα. Με δικό τους τρόπο «Δείτε με!» σαν να λένε. Ετούτος, δωρικός. «Δείτε! Δείτε τη μουσική!» μας κατηύθυνε. Δεν διηύθυνε, έριχνε φακό για να δω, να αντιληφθώ. Εγινε δίαυλος για τον Μπραμς και τον Σούμαν. Τι θεία πλάσματα, σκεφτόμουν. Πόσο τα βάζουν στα ίσα με τον Θεό τον ίδιον! Επεται ο μαέστρος. Που έχει μεταλάβει το έργο του δημιουργού και το προσφέρει σαν άγια των αγίων. Με συνέλαβα να αντιλαμβάνομαι. Να γίνομαι σωστή ακροάτρια.
Αντιλήφθηκα τη μέγιστη σημασία της μεγάλης ορχήστρας ως θεματοφύλακα δημιουργιών. Από την επόμενη ημέρα έπεσα στη μελέτη. Ηταν το έναυσμα; Ηταν η ώρα; Ημουν πια έτοιμη; Ποιος να ξέρει. Μέρες έχουν περάσει και ακόμα επεξεργάζομαι ό,τι έζησα… Εκείνον τον μέγιστο επάνω στη σκηνή, εκείνον τον ενδιαφέροντα άνθρωπο μετά την παράσταση σ’ εκείνο το εστιατόριο… Τι τύχη! Τι γενναιοδωρία του αγαπημένου μου Ηλία Τζεμπετονίδη! Τι παράθυρο μου άνοιξε!
Λατρεύω να μελετάω τις ουράνιες κλωστές που ενώνουν «από το πουθενά». Αυτό που επίσης σκέφτομαι είναι ότι, όσο ο κόσμος μας γίνεται δραματικά, φοβιστερά αχαρτογράφητος, τρέχοντας με ιλιγγιώδεις ταχύτητες αλλαγών, ανατροπών, ανασφάλειας αλλά και ευεργεσιών, τόσο πιο πολύ έχουμε ανάγκη να πιαστούμε από σταθερές πολιτισμού. Αν κάποτε το ζητούμενο ήταν η δωρεάν παιδεία, μπορεί στις ημέρες μας να είναι η παιδεία ουσίας. Οι γονείς είναι έτοιμοι και τα παιδιά μας ετοιμότερα από ποτέ. Οι εμπνευσμένοι καθοδηγητές μάς λείπουν. Παγκοσμίως.
ΥΓ. Από το πουθενά και ένα απόσπασμα από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία. «Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για να ανάψουμε τσιγάρο. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News