Η ιστορία που ακολουθεί ανήκει στην ανώνυμη προφορική παράδοση. Εγώ την άκουσα σε σύντομη μορφή πριν τριάντα χρόνια πάνω-κάτω, αλλά καθώς ολοένα και συχνότερα μου έρχεται στο νου τον τελευταίο καιρό, τη μοιράζομαι εδώ μαζί σας. Είναι ξαναειπωμένη με δικά μου λόγια.
Μια φορά κι ένα καιρό, λοιπόν, ζούσε σε ένα χωριό ένας καλός άνθρωπος, τσαγκάρης, πιστός, θεοφοβούμενος, που πέρναγε όλες του τις ώρες του σε προσευχές, νηστείες και μετάνοιες. Ακόμη και στη δουλειά απάνω, εκεί που μαστόρευε τα παπούτσια στο καλαπόδι, εκείνος έλεγε μέσα του το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και το «Χαίρε, Κεχαριτωμένη». Ραδιόφωνο δεν είχε βάλει σπίτι του, ούτε βέβαια και τηλεόραση, ούτε και εφημερίδα διάβαζε ποτέ του. Τα εγκόσμια πράγματα δεν τον ένοιαζαν, μόνο τα θεοτικά.
Κάποτε όμως, ήρθε η ώρα η κακή, το αναπάντεχο που λένε, και άρχισαν να συζητούν οι χωριανοί, πανικόβλητοι, ότι έρχεται κατακλυσμός. Το είχε πει η τηλεόραση. Θα έπεφτε νεροπόντη, λέει, που θα κρατούσε βδομάδες ολόκληρες, και καθώς το χωριό τους ήταν στο πιο βαθύ σημείο, σε μια γούβα σχεδόν, πάνω σε ένα οροπέδιο, τα νερά θα το κατέκλυζαν και κάποια στιγμή θα το σκέπαζαν ολόκληρο. Το χωριό θα καταβυθιζόταν. Μερικοί δεν πίστεψαν την τηλεόραση—«σιγά μη λεν αλήθεια οι δημοσιογράφοι», είπαν—ενώ άλλοι, πιο εύπιστοι, τα μάζεψαν κι έφυγαν, για καλό και για κακό. Ο καλός τσαγκάρης βέβαια δεν έδωσε σημασία. Άκουγε κάποιους που μπαινοβγαίναν στο τσαγκαράδικό του να μιλάνε για τον κατακλυσμό, κι αυτός χαμογέλαγε. «Έχετε πίστη, βρε άνθρωποι», τους έλεγε. «Θα μας αφήσει ο Θεός να πνιγούμε, είναι δυνατό;». Και συνέχιζε τη ζωούλα του, με δουλειά, προσευχές και νηστείες.
Ύστερα όμως από λίγες μέρες ήρθε στο χωριό απεσταλμένος από την πρωτεύουσα, και ζήτησε από τον κοινοτάρχη να μαζέψει όλους τους χωριανούς στην πλατεία. Εκεί, τους είπε ότι τα πράγματα είναι στα αλήθεια σοβαρά, και ότι όσα έλεγε η τηλεόραση τα βεβαίωναν οι πιο καλοί μετεωρολόγοι, και ότι το χωριό έπρεπε να εκκενωθεί αμέσως. Ο τσαγκάρης βέβαια δεν πήγε στη σύναξη—αυτός άφηνε το σπίτι του μόνο για να πάει στην εκκλησιά. Ο κοινοτάρχης όμως παρατήρησε την απουσία του, και καθώς ήταν άνθρωπος του καθήκοντος, πήρε τον απεσταλμένο από την πρωτεύουσα, του το ζήτησε σα χάρη, και πήγαν μαζί στο σπιτάκι του τσαγκάρη και τον έβαλε να του επαναλάβει τα κακά μαντάτα. Μα ο τσαγκάρης κούνησε το κεφάλι, απορώντας με τους ανθρώπους που λέγαν τέτοια πράγματα. «Μα τι λέτε», είπε στον πρωτευουσιάνο και τον κοινοτάρχη. «Τι είστε εσείς, μετά Χριστόν προφήτες και ξέρετε το μέλλον; Τόσο άπιστοι είστε; Νομίζετε πως αν είναι θέλημα Θεού να πνίξει το χωριό, δε θα στείλει πρώτα σήμα, να μας το πει; Ή, κι αν δε στείλει σε εσάς, δε θα στείλει σε μένα, τον πιστό του; Τέτοιο σήμα εγώ δεν έλαβα, κύριοι, και δεν πάω πουθενά». Είδαν κι απόειδαν οι άνθρωποι, ότι ο τσαγκάρης δεν τους άκουγε, εκνευρίστηκε κι ο απεσταλμένος που έχανε την ώρα του με τον χαζοχωριάτη, όπως τον πίστευε, κι έφυγαν.
Την ίδια κιόλας μέρα, το χωριό άδειασε ολόκληρο, έφυγαν όσοι δεν είχαν φύγει από την αρχή, με τελευταίους τον κοινοτάρχη, να επιβλέπει την αναχώρηση, και τον παπά να περισώζει ό,τι μπορούσε από τα ιερά σκεύη. Καθώς όμως ήταν έτοιμοι να φύγουν κι αυτοί, τελευταίοι, είπε ο παπάς του κοινοτάρχη: «Κάτσε να πάω κι εγώ στον τσαγκάρη. Είναι του Θεού άνθρωπος, κι αν δεν έκανε υπακοή στην πολιτεία, θα κάνει στην εκκλησία.». Πήγε λοιπόν ο παπάς στο σπίτι του τσαγκάρη, του είπε να τα μαζεύει, αλλά εκείνος τίποτε. «Αν είναι να γίνει το κακό, θα μου στείλει σήμα ο Θεός», είπε. «Τους ανθρώπους εγώ δεν τους ακούω.». Τον παρακάλεσε ο παπάς, του ‘βαλε τις φωνές, πήγε να τον απειλήσει κιόλας, στο τέλος έβαλε και τα κλάματα. Ο τσαγκάρης τίποτε. Απτόητος. Δεν κουνούσε. Τι να κάνει κι ο παπάς, έφυγε.
Την επομένη, άρχισε ο κατακλυσμός, με μόνο στο χωριό τον τσαγκάρη. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε ασταμάτητα, κι ο τσαγκάρης καθόταν στο σπίτι του και κοίταζε έξω και έλεγε «βροχή, ευλογία Κυρίου». Άρχισαν να ανεβαίνουν τα νερά, φτάσαν στο κατώφλι του, μπήκαν και μέσα στο σπίτι, μουσκέψαν τα πατώματα, μα ο τσαγκάρης δε νοιάστηκε. Το σπίτι ήταν δίπατο, κι ανέβηκε πάνω, στο δώμα, που το ‘χε μετατρέψει σε παρεκκλήσι, και συνέχισε τις προσευχές και τις μετάνοιες, ανενόχλητος τώρα από τα τσαγκάρικα, καθώς είχαν φύγει όλοι οι πελάτες.
Οι κάτοικοι του χωριού σκορπίστηκαν, άλλοι εδώ, άλλοι εκεί, σε συγγενείς στην πρωτεύουσα ή αλλού, αναπολώντας το χωριό τους και θρηνώντας το κακό που τους βρήκε. Μα ο κοινοτάρχης κι ο παπάς είχαν μείνει σε ένα σπίτι στις ρίζες του βουνού, ψιλούτσικα, και παρατηρούσαν την καταστροφή, ο πρώτος από αίσθηση καθήκοντος πολιτικού, ο δεύτερος θρησκευτικού. Κι οι δυο είχαν πάνω από όλα τον νου τους στον καλό άνθρωπο, τον τσαγκάρη, κι όλο αναρωτιόνταν τι να έχει απογίνει. Δυο μέρες μετά, όταν είδαν ότι τα νερά είχαν ανέβει κάπου ένα μέτρο από το χώμα, κι είχαν πλημμυρίσει τα σπίτια για καλά, τηλεφωνήσαν στον βουλευτή τους, τον έπιασαν στο φιλότιμο, και εκείνος κανόνισε και ήρθε ένα σωστικό συνεργείο, μια βάρκα ειδική, με διασώστες μέσα, που με ένα σχεδιάγραμμα του χωριού στα χέρια, πήγαν πλέοντας, μέσα στα παλιά καλντερίμια του χωριού, έτσι όπως οι γόνδολες στα μυστικά της Βενετιάς, μέχρι που φτάσαν στο σπίτι του τσαγκάρη.
«Τσαγκάρη, ε, τσαγκάρη», φώναξε απ’ έξω ένας διασώστης, ο αρχηγός, κι ο τσαγκάρης βγήκε στο παράθυρο του παταριού.
«Καλώς τον», είπε ο τσαγκάρης. «Ποιος καλός άνεμος σε έφερε κατά δω;».
«Βρε, τι άνεμος και ξε-άνεμος», του είπε ο διασώστης. «Έλα, άνθρωπέ μου, στη βάρκα, δε βλέπεις τι γίνεται;».
«Τι να γίνεται», είπε ο τσαγκάρης. «Βροχούλα του Θεού».
«Τι λες, βρε άνθρωπε», του είπε ο διασώστης. «Αν μείνεις κι άλλο εδώ θα πνιγείς, δεν καταλαβαίνεις;».
Ο τσαγκάρης χαμογέλασε.
«Άκουσε, φίλε μου», του είπε. «Εσύ δεν καταλαβαίνεις, αλλά δε σε παρεξηγώ. Εγώ είμαι μια ζωή ταγμένος στον Θεό. Έχω πίστη εγώ, δεν είμαι σαν τους άλλους. Δε θα με αφήσει λοιπόν ο Θεός να χαθώ. Αν πρέπει να φύγω, αν είναι ανάγκη, θα μου το μηνύσει».
Είδαν κι απόειδαν οι διασώστες, και καθώς δεν είχαν κι εξουσιοδότηση να αρπάξουν τον τσαγκάρη με το ζόρι, έφυγαν και γύρισαν άπρακτοι.
Ο παπάς κι ο κοινοτάρχης ήταν απαρηγόρητοι, και κλαίγανε προκαταβολικά για τον τσαγκάρη. Βλέπαν τα νερά να ανεβαίνουν, να ανεβαίνουν, ώσπου τα πιο πολλά σπίτια του χωριού χάθηκαν τελείως και από τα άλλα, τα πιο ψηλά, έμεναν οι στέγες. Μια στιγμή μόνο που λίγο σταμάτησε η πυκνή βροχή για λίγο, πήραν τα κιάλια κι είδαν τον τσαγκάρη, που είχε βγει στα κεραμίδια του σπιτιού του και καθόταν ήρεμος, διαβάζοντας—το ψαλτήρι προφανώς. Τότε θυμήθηκε ο παπάς ότι είχε έναν συγγενή μακρινό, που υπηρετούσε πιλότος στα ελικόπτερα του στρατού. Τον πήρε λοιπόν τηλέφωνο και τον παρακάλεσε να έρθει με το ελικόπτερό του να σώσει τον τσαγκάρη. Εκείνος στην αρχή είπε πως δεν μπορεί, πως απαιτείται εντολή ανωτέρων, αλλά τέλος πάντων το νέο κυκλοφόρησε, το είπε η τηλεόραση, την παίξαν την είδηση και στο εξωτερικό, συγκινήθηκε ο κόσμος, και έδωσε εντολή ο προϊστάμενός του στον πιλότο να πάρει το ελικόπτερό του και να πάει.
Η μπόρα συνεχιζόταν, χαλασμός Κυρίου, και τα νερά ολοένα ανέβαιναν, αλλά ο πιλότος ήταν παλικάρι κι έφτασε στο χωριό, πετώντας μέσα στην καταιγίδα, κι έφτασε πάνω από το σπίτι του τσαγκάρη—δε χρειαζόταν χάρτη να το βρει, γιατί ήταν το μόνο όπου βρισκόταν άνθρωπος στη στέγη, σε μια κορφούλα της δηλαδή που έμενε έξω απ’ το νερό. Όπως είδε λοιπόν τον τσαγκάρη, ορθό, ήσυχο, ατάραχο, να διαβάζει το ψαλτήρι, με το νερό να του βρέχει τα παπούτσια, ο πιλότος του φώναξε.
«Ε, κυρ-τσαγκάρη, σου ρίχνω ανεμόσκαλα. Πιασ’ τη κι ανέβα!».
Ο τσαγκάρης κοίταξε ψηλά.
«Γιατί, παιδάκι μου, μου ρίχνεις ανεμόσκαλα», ρώτησε.
«Τι ‘γιατί’, βρε, για να σωθείς!» του είπε ο πιλότος. «Πιάσε την κι ανέβα. Ή, αν δε βαστάν οι δυνάμεις σου ν’ ανέβεις μόνος, κρατήσου πάνω κι εγώ θα σε τραβήξω.».
Μα ο τσαγκάρης κούνησε το κεφάλι.
«Αυτά είναι λόγια του κόσμου τούτου», είπε. «Εγώ έχω πίστη στον Θεό. Κακό δεν παθαίνω. Άμε λοιπόν στην ευχή.».
Έξαλλος ο πιλότος, κι απελπισμένος, του έριξε κάτι βρισιές στρατιωτικές, αλλά φυσικά ούτε αυτές πιάσαν. Και καθώς άρχισαν να πέφτουν κεραυνοί, κι ο πιλότος φοβήθηκε για τη ζωή του, έστριψε το ελικόπτερο κι έφυγε αφήνοντας τον τσαγκάρη στην τύχη του.
Να μην πολυλογώ, ο κατακλυσμός συνέχισε, τα νερά ανέβηκαν κι άλλο, και κάποια στιγμή ο τσαγκάρης, όπως ήταν φυσικό, πνίγηκε.
Ανέβηκε λοιπόν μετά στον Παράδεισο. Μόνο που όταν έφτασε εκεί, ο τσαγκάρης είχε μια έκφραση ξινισμένη, τόσο που ο άγγελος επί της υποδοχής απόρησε και τον ρώτησε τον λόγο.
«Δεν έχω λόγια να πω μαζί σου», του είπε ο τσαγκάρης. «Να με πας στο αφεντικό».
Αυτό βέβαια ήταν δύσκολο, αλλά επειδή ο τσαγκάρης ήταν ξεροκέφαλος κι επίμονος, στο τέλος τα κατάφερε και του έδωσε ακρόαση ο ίδιος ο Θεός.
«Καλώς τον άνθρωπό μου,» του είπε ο Μεγαλοδύναμος όταν τον είδε.
Μα ο τσαγκάρης, που μια ζωή ολόκληρη αυτή τη στιγμή ονειρευόταν, να αντικρίσει τον Πλάστη του κατάματα, με καθαρή συνείδηση, ήταν τώρα κακιωμένος.
«Θεέ μου», του είπε, «έχω παράπονο μεγάλο».
«Τι παράπονο έχεις, καλέ μου», τον ρώτησε ο Θεός απορημένος.
«Να», του είπε ο τσαγκάρης. «Από ένα ολόκληρο χωριό με άπιστους, με αμαρτωλούς, με κλέφτες, με ακόλαστους, με μοιχούς, με χαρτοπαίκτες, έπρεπε εμένα ειδικά να πνίξεις, τον μόνο αναμάρτητο; Ως κι ο παπάς μας, είναι γαστρίμαργος και μέθυσος! Από όλους τους, μόνο εγώ τηρούσα τηρούσα τις εντολές Σου, μόνο εγώ ακολουθούσα όλες τις νηστείες Σου, μόνο εγώ ζούσα καθώς το ζητάς στο Ευαγγέλιο. Κι όμως, την πίστη μου αυτή, την πλήρωσα με θάνατο. Αυτό ήταν λοιπόν το ευχαριστώ, Θεέ μου, για τις μετάνοιες που Σου έκανα μια ζωή, λιώνοντας τόσα παντελόνια; Κι αν δε Σε νοιάζει που αδίκησες εμένα, τον πιο πιστό, νοιάσου τότε για το τι θα πουν τώρα όλοι οι άλλοι, οι ζωντανοί, για την πίστη μου. Αναλογίσου για το τι εξετάσεις έδωσες για την πρόνοιά Σου με το θάνατό μου; Τι θα πουν τώρα οι άλλοι, οι ολιγόπιστοι, για Σένα, που δεν έσωσες τον πιστό σου;». Εδώ ο τσαγκάρης, φουκαράς άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Γιατί μου το έκανες αυτό; Σε μένα; Περίμενα, περίμενα, περίμενα, να μου στείλεις Εσύ ένα σήμα, ένα μήνυμα, κάτι τέλος πάντων, αν έκρινες ότι υπήρχε κίνδυνος, κι Εσύ τίποτε. Σιωπή. Νέκρα. Έτσι μου ξεπλήρωσες την πίστη μου!».
Τότε ο Θεός συνοφρυώθηκε—θέαμα τρομακτικό στην όψη. Και η φωνή Του, που σπάνια έχανε τη γλύκα της, τώρα αγρίεψε κάπως.
«Α, για άκουσε να δεις, τσαγκάρη», είπε ο Θεός. «Πρόσεξε γιατί με τις βλαστήμιες που τώρα ξεστομίζεις, μπορεί να ξεκάνεις όλες τις καλές σου πράξεις μεμιάς, και να σε στείλω κάτω στο άψε-σβήσε!».
Ο τσαγκάρης ανατρίχιασε.
«Όχι, όχι, Θεούλη μου», Του είπε. «Όχι! Δε βλαστημώ ο έρμος, ούτε στη ζωή ούτε και στον θάνατο. Μόνο που με πνίγει το δίκιο μου, και θέλω μια εξήγηση να ησυχάσω. Πες μου, γιατί δε μου έστειλες ένα σήμα; Γιατί με άφησες να πνιγώ, εμένα τον πιο πιστό σου;».
Κι ο Θεός, που κατάλαβε τώρα ότι ο τσαγκάρης ήταν λιγάκι αγαθός, και δεν τα πολυέπιανε, γλύκανε, χαμογέλασε, και του απάντησε:
«Άκουσε να δεις, καλέ μου άνθρωπε», του είπε. «Άδικα παραπονιέσαι. Λες ότι δε σου έστειλα σήμα, ή άλλη βοήθεια. Κι όμως. Σε ειδοποίησα, μια, από την τηλεόραση, δεν το άκουσες. Έστειλα, δυο, άνθρωπο από την πρωτεύουσα, και μάλιστα κανόνισα και τον πήρε με το ζόρι ο κοινοτάρχης σπίτι σου γιατί εσύ δεν πήγες στην πλατεία, κι ούτε αυτουνού έδωσες σημασία. Σου έστειλα μετά τον παπά, τον αγνόησες κι αυτόν. Αλλά κι έπειτα, όταν άρχισε το χωριό να βουλιάζει, και δεν εσύ δεν έβλεπες με τα μάτια που εγώ σου χάρισα τι γίνεται γύρω σου, ούτε με το μυαλό που εγώ σου ‘δωσα σκεφτόσουν το καλό σου, κανόνισα να έρθουν οι διασώστες. Τους έδιωξες κι αυτούς! Στο τέλος, επειδή ο οίκτος μου δεν έχει όρια, κανόνισα και ήρθε και το ελικόπτερο τελευταία στιγμή, και σου έριξε τη σκάλα. Αλλά πάλι, εσύ έκανες του κεφαλιού σου. Οπότε, κατέληξα κι εγώ ότι το ’χες βάλει πείσμα να πνιγείς, κι άφησα να γίνει το θέλημά σου.».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News