Αιτιολογώντας τη βράβευση του Ντίλαν με το Νομπέλ Λογοτεχνίας (που ξεσήκωσε και πολλές αρνητικές αντιδράσεις), ο Οράτιος Ενγκνταλ, αναγνώρισε εκ μέρους της Σουηδικής Ακαδημίας, ότι ακόμα και λίγες ώρες πριν την απόφαση, αυτή η επιλογή να βραβευθεί ο Ντίλαν με ένα βραβείο που δίνεται συνήθως σε ποιητές, λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς φαινόταν ιδιαίτερα παράτολμη. Ομως, αμέσως μετά, μπορεί να θεωρηθεί ως προφανής. Και αν κάποιοι άνθρωποι των γραμμάτων γκρινιάζουν θα έπρεπε κάποιος να τους υπενθυμίσει ότι οι θεοί δεν γράφουν αλλά χορεύουν και τραγουδούν.
Και όμως η βράβευση του έργου του Ντίλαν που συνδυάζει την ποίηση με τη μουσική και τον χορό (άλλωστε ο ίδιος ο Ντίλαν είχε πει στο Rolling Stone to 1965 ότι θεωρεί τον εαυτό του τραγουδιστή και χορευτή) δεν θα προκαλούσε έκπληξη σε έναν από τους σημαντικότερους ευρωπαίους διανοούμενους του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, τον Ανταμ Σμιθ.
Πράγματι, ο Σμιθ, πολυμαθής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Ηθικής στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, μέσα στον ασυστηματοποίητο κόσμο του 18ου αιώνα προσπαθούσε να εντοπίσει το περίγραμμα βασικών νόμων που μπορούσαν να εξηγήσουν διάφορες φαινομενικά άσχετες ή αταίριαστες όψεις της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής (χωρίς να περιορίζεται μόνο στο χώρο της οικονομίας).
Μία σειρά από τέτοιες αναλύσεις που περιλαμβάνονται στα Essays on Philosophical Subjects (Δοκίμια επί φιλοσοφικών θεμάτων) που εκδόθηκαν το 1795, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του αναφέρονται στις επιστήμες και τις τέχνες. Σε αυτό το έργο λοιπόν υπάρχει και το Δοκίμιο «για τη φύση της Μίμησης που λαμβάνει χώρα σ’ αυτό που καλείται Οι Μιμητικές Τέχνες» και το οποίο συνοδεύεται από το δοκίμιο σχετικά με τη «Συγγένεια μεταξύ Μουσικής, Χορού και Ποίησης» (γραμμένα μάλλον μεταξύ του 1760 και του 1770).
Σε αυτά τα κείμενα ο Σμιθ τονίζει κατ’ αρχάς την αρχέγονη όσο και ταυτόχρονη προέλευση της μουσικής και του χορού, καθώς «δεν έχει μέχρι τώρα εντοπιστεί κάποιο έθνος που να είναι τόσο απολίτιστο ώστε να μην έχει αναπτύξει μουσική και χορό» και συνεχίζει τονίζοντας πως το συνδετικό τους στοιχείο είναι ο ρυθμός «όπως τον ονόμαζαν οι Αρχαίοι και εμείς σήμερα ονομάζουμε ως Χρόνο ή Μέτρο», τον οποίο στη συνέχεια εντοπίζει και στην ποίηση. Ενα δεύτερο στοιχείο που συνδέει τη Μουσική με την Ποίηση είναι το τραγούδι που συνδυάζει στίχους (ποίηση) και μουσική, επειδή «το καλύτερο μουσικό όργανο είναι η ανθρώπινη φωνή, που ήταν ταυτόχρονα και το πρώτο που εμφανίστηκε στην ιστορία». Προτείνει μάλιστα και μία σχετική γενεαλογία θεωρώντας ότι αρχικά οι άνθρωποι τραγουδούσαν με συλλαβές χωρίς νόημα αλλά με μέτρο, ως μουσικούς ήχους, όπως ακόμα και τώρα (και στην εποχή του Σμιθ και σήμερα) συναντά κανείς στις διάφορες εκδοχές της λαϊκής μουσικής. Από αυτό στη συνέχεια προέκυψε με μια αργή διαδικασία η ποίηση. Παρ’ ότι, δε, στη συνέχεια οι τρεις τέχνες ακολούθησαν χωριστούς δρόμους, ο Σμιθ τονίζει την ανωτερότητα της ποίησης που συνδυάζεται με το τραγούδι ως προς την έκφραση των διαφόρων συναισθημάτων έναντι οποιασδήποτε μορφής λόγου. Επίσης, ο συνδυασμός της μουσικής και του χορού (και με το τραγούδι) επιτρέπει την ταυτόχρονη έκφραση πολλών ανθρώπων.
Επιπλέον, τονίζοντας τη σημασία της μίμησης στις τέχνες τόσο ως μέθεξη/συμπάθεια όσο και ως αισθητική εμπειρία, σημειώνει ότι όταν πρόκειται για συναισθήματα, η πρόζα και η σκέτη ποίηση μπορούν μεν να τα περιγράψουν, δεν μπορούν όμως να τα μιμηθούν, όπως μπορεί η μουσική με το τραγούδι (ενώ αντίθετα δεν θα καταφεύγαμε στο τραγούδι για να πείσουμε κάποιον για ένα οικονομικό ζήτημα). Κι αυτό επειδή η απόλαυση που δίνει η μίμηση δεν προέρχεται από κάποιο αντίγραφο στο ίδιο μέσο, αλλά από την καλλιτεχνικής ικανότητα που μπορεί να παράγει ένα καλλιτεχνικό έργο με τη μίμηση ενός θέματος σε διαφορετικό πλαίσιο από αυτό στο οποίο αρχικά ανήκει. Έτσι, η αισθητική απόλαυση δεν προέρχεται από την ακρίβεια της αναπαράστασης αλλά από την καλλιτεχνική επιδεξιότητα με την οποία ο καλλιτέχνης φέρνει την αναπαράσταση στο μυαλό μας.
Το ίδιο στοιχείο επισήμανε άλλωστε και ο Ενγκνταλ, τονίζοντας πως το υλικό του Ντίλαν ήταν η λαϊκή αμερικάνικη μουσική του 20ου αιώνα, οτιδήποτε παιζόταν στο ραδιόφωνο και τα πικάπ, για όλους, λευκούς και μαύρους: τραγούδια διαμαρτυρίας, μπλουζ, κάντρι, πρώιμο ροκ, γκόσπελ αλλά και συνηθισμένη ποπ. Ομως, όταν άρχισε να γράφει, το αποτέλεσμα που έβγαινε ήταν πολύ διαφορετικό, βγάζοντας αριστουργήματα μουσικής και ποίησης, σαν η καλλιτεχνική του δημιουργία να ήταν μια αλχημιστική ουσία που μπορούσε να διαλύει το πρωτογενές του υλικό δημιουργώντας νέο που μπορούσε να πηγαίνει το νου πολύ μακριά.
* Ο Κωνσταντίνος Καραλής είναι χημικός μηχανικός και οικονομολόγος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News