Πόσες υπογραφές υπουργών χρειάζονται για να εγκριθεί μια επένδυση; Γιατί δεν έχουμε σταθερό φορολογικό σύστημα; Γιατί η δημόσια διοίκηση σπάνια απαντά στον πολίτη μέσα στην προθεσμία των 20 ημερών; Είναι δυνατόν να μη συμμορφώνεται η εκτελεστική εξουσία με δικαστικές αποφάσεις; Ποιος ελέγχει τις εκλογικές δαπάνες των κομμάτων; Γιατί η προσφυγή στις κάλπες κάθε τέσσερα χρόνια, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας; Γιατί μειώνεται η συμμετοχή στις εκλογές;
Στα παραπάνω ερωτήματα θα μπορούσαν να προστεθούν εκατοντάδες. Δεν είναι ρητορικά. Δεν συνδέονται με ένα αφηρημένο νοητικό σύμπαν ή μια ακαδημαϊκή άσκηση, αλλά με το κέντρο βάρους μιας κοινωνίας: το πολιτικό σύστημα. «Οι θεσμοί έχουν σημασία» διακηρύττουν προοδευτικοί – και μη – πολιτικοί επιστήμονες και οικονομολόγοι της ανάπτυξης. Αν η οικονομία είναι το καύσιμο, οι θεσμοί και το πολιτικό σύστημα, είναι ο κινητήρας μιας χώρας. Κάπως έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη δυσάρεστη αλήθεια: μπήκαμε πρώτοι στον μηχανισμό στήριξης και θα βγούμε τελευταίοι. Δυστυχώς δεν ξεμείναμε μόνο από καύσιμα τον Μάιο του 2010. Είχαμε φροντίσει να μην κάνουμε κανένα service στον κινητήρα.
Ανάμεσα στις δύο κάλπες με τον λαϊκισμό να ταΐζει τον εξτρεμισμό και τον μικρό δικομματισμό να διαιρεί, διατυπώνονται προτάσεις που υπαγορεύει η εκλογική προχειρότητα: ας αλλάξουμε το Σύνταγμα για να γίνουμε μια κανονική χώρα με ανάπτυξη, προσθέτει ο πρωθυπουργός. Εν μέρει έχει δίκιο. Οικονομία, διοίκηση και δικαστήρια χρειάζεται να προσαρμοστούν σε μια νέα εθνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, καθορισμένων ελλειμμάτων, απο-κρατικοποίησης της ανάπτυξης, λιγότερης γραφειοκρατίας. Όμως είναι αμφίβολο αν ένα νέο Σύνταγμα θα ήταν αρκετό για να άρει τον φυλαρχισμό του σημερινού πρωθυπουργοκεντρικού μοντέλου, να πείσει τον πρωθυπουργό να απαντά στον κοινοβουλευτικό έλεγχο ή να συνεδριάζει το υπουργικό του συμβούλιο. Είναι σίγουρο ότι δεν φταίει το Σύνταγμα για τη δειλία των κομμάτων να αναμετρηθούν με το αυγό του φιδιού. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι καμία κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να αναπληρώσει την πολιτική βούληση να εφαρμόζονται οι νόμοι, να αποδίδονται ευθύνες, να αξιολογούνται πρόσωπα και υπηρεσίες από τους προϊσταμένους τους. Και είναι απόλυτα βέβαιο ότι κανένας κανόνας δεν φαίνεται ικανός να πείσει τους περισσότερους πολιτικούς ηγέτες για την αξία της εσωκομματικής δημοκρατίας ή το κόψιμο του γόρδιου δεσμού με το μαύρο πολιτικό χρήμα.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, την πενταετία της κρίσης οι προτάσεις για αλλαγές στο πολιτικό σύστημα που συζητήθηκαν, εξαντλήθηκαν άλλοτε στον αριθμό και στα προνόμια των βουλευτών και των υπαλλήλων της Βουλής και άλλοτε σε εξεταστικές επιτροπές. Ευτυχώς προλάβαμε τον Καλλικράτη.
Δυστυχώς όμως, οι αλλαγές στον πολιτικό-θεσμικό χάρτη δεν έχουν αποτελέσει ποτέ προγραμματική αιχμή κόμματος εξουσίας ούτε πολιτικό-ιδεολογικό πλεονέκτημα. Ακόμη και η Αριστερά που φιλοδοξεί να γίνει πλειοψηφία, υπολογίζει κουτοπόνηρα το κόστος από μια μετωπική σύγκρουση με την κακοδιοίκηση, τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, το πολιτικό χρήμα, την προνομιακή μεταχείριση και τη διακριτική θωράκιση των αιρετών κάθε βαθμίδας. Προφανώς, όλη αυτή η αβελτηρία κρύβει μια συναποδοχή: ότι οι αλλαγές στους γενικούς κανόνες θα ξεβολέψει τα κόμματα. Θα τα αναγκάσει να αφήσουν πίσω διαδικασίες και προσωποπαγείς δομές που βολεύουν άλλοτε τις συγκεντρωτικές ηγεσίες και άλλοτε τις κομματικές γραφειοκρατίες, άλλοτε τις σχέσεις τους με τους χρηματοδότες τους ή συμπαραστάτες τους, συμπεριλαμβανομένων των εργολάβων-ΜΜΕ.
Σήμερα ανάμεσα στις δύο κάλπες, ανήκουμε σε μια κοινωνία δύο ταχυτήτων. Εκείνη που αντέχει ή απλά φοβάται και ζητά σταθερότητα και εκείνη που δεν αντέχει άλλο και θέλει «να φύγουν». Δυστυχώς αυτά φέρνει η ύφεση: διαίρεση, αδύναμη μεσαία τάξη, διαγενεακή αδικία, ανισότητα. Η Ευρώπη πληρώνει το κόστος της συντηρητικής λιτότητας σε συνδυασμό με την εξασθένιση της δημοκρατίας ακόμη και στα παλαιότερά της μέλη. Ελλάδα και Ουγγαρία είναι πρωταθλητές στη διαφθορά, στον εξτρεμισμό, στην κακοδιοίκηση, στην ανελευθερία του Τύπου. Στην Αθήνα, δεξιοί και αριστεροί υποψήφιοι κλείνουν το μάτι στη Χρυσή Αυγή για να εισπράξουν εκλογικά οφέλη. Την κοντόφθαλμη τακτική τους θα την πληρώσουμε όλοι. Τα δείγματα γραφής για την υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι απογοητευτικά.
Ταυτόχρονα όμως, ο κοντόφθαλμος οπορτουνισμός δίνει ευκαιρίες σε προοδευτικά πολιτικά σχήματα να ανακαταλάβουν την ατζέντα του θεσμικού ριζοσπαστισμού και να ετοιμαστούν για τη μετωπική σύγκρουση με τον αριστερό και δεξιό συντηρητισμό. Η κληρονομιά της προοδευτικής παράταξης ήταν πάντοτε να βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας: να σχεδιάζει το μέλλον με πρωταγωνιστή τη μεσαία τάξη, τους νέους, τους αδύναμους, όσους δεν έχουν πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση, στην εργασία, στην εκπαίδευση και ζητούν κοινωνική δικαιοσύνη και ευκαιρίες. Εκεί που “βράζει” η κοινωνία βρίσκεται η μαγιά της αλλαγής. Οι μεγάλες αλλαγές πετυχαίνονται μέσα από ισχυρές πλειοψηφίες. Μεταρρυθμίσεις ή αλλαγές χωρίς τη στήριξη της ραχοκοκαλιάς μιας κοινωνίας που έχει επίγνωση των συμφερόντων της δεν θα είναι πια δυνατές στον δυτικό κόσμο. Και φυσικά, φιλοδοξίες για συμμαχίες με την επίκληση «μονόδρομων» ή δανεικές ατζέντες, δεν θα ευοδωθούν.
Μετά τις εκλογές, ακόμη και αν οι φυλαρχισμοί και οι εγωισμοί κάνουν δύσκολη την ανασύνθεση ενός τολμηρού προοδευτικού φορέα, η ιδεολογική και προγραμματική συνεργασία είναι ζητούμενη για να δοθεί η μητέρα των μαχών, με ή χωρίς αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση. Οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα δεν θα βελτιώσουν μόνο το ανθρώπινο δυναμικό, αλλά θα αλλάξουν τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, τις αναπτυξιακές βάσεις, τη λογική που αναδιανέμει το κοινωνικό κράτος, αλλά και τη φυσιογνωμία των κομμάτων. Έχει σημασία για τη νέα γενιά κυρίως, η προοδευτική παράταξη να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να είναι αυτή που θα αναλάβει να κινητοποιήσει άτομα και συλλογικότητες, εντός και εκτός πολιτικής, για έναν εθνικό διάλογο ουσίας, όχι εντυπώσεων. Σε Ποτάμι, Ελιά, ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ, Γέφυρες και Πράσινους (κάθε απόχρωσης) υπάρχουν στελέχη και πολίτες που συναισθάνονται τα παραπάνω και αψηφούν το πολιτικό κόστος για να τα πετύχουμε. Ας βάλουμε το πολιτικό σύστημα στο σωστό κάδρο διαλόγου και ας τους στηρίξουμε.
*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι ιδρυτικό μέλος της πολιτικής κοινότητας «Μπροστά»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News