Την ημέρα που με πήρε ο Αλεξ και μου είπε «μάνα (όχι “μαμά” πλέον, μάνα), ξέρω ότι δεν θες ζώα, αλλά είναι αυτό το απίστευτο, καταπληκτικό, φανταστικό, μοναδικό γατάκι και με ακολούθησε στον δρόμο έξω από την Κόρινθο, και θα πεθάνει, μάνα, αν δεν το πάρω και είναι τόσο γλυκό, και μπλα, μπλα, μπλα, ΝΑ ΤΟ ΦΕΡΩ, μάνα;», με βρήκε για κάποιον λόγο μπόσικη. Και σε όλα αυτά απάντησα με μία λέξη: «ναι». Και έτσι μπήκε ο Οτο στη ζωή μας.
Στη δική μου δηλαδή.
Αρχικά, μη φανταστείτε τίποτε βασιλικά μεγαλεία, το Οτο είναι από το ότο στοπ που αναγκάστηκαν να κάνουν ο γιος μου και οι φίλοι του, διότι –ένεκα το γατάκι– έχασαν το λεωφορείο. Τώρα, πού ήταν όλοι αυτοί, «κάπου έξω από την Κόρινθο», μη με ρωτάτε, μπορεί να ήταν και στη Θεσσαλονίκη. Φοιτητές είναι, οι αποστάσεις είναι πάρα πολύ σχετικό πράγμα, όλα είναι σχετικά όταν είσαι 18, δεν χρειάζεται καν να μας το πει ο Αϊνστάιν αυτό.
Δύο μέρες αργότερα, στο δικό μου σπίτι, της ορκισμένης «κατά των κατοικίδιων», σκάει μύτη (κυριολεκτικά) ο Οτο. Κατέφθασε μέσα σε μια χαρτόκουτα, η οποία είχε ταξιδέψει με τον προαστιακό. Και φοβόταν. Και πεινούσε. Και κατουριόταν. Και ήθελε να παίξει. Ολα μαζί και ταυτοχρόνως.
Τι να το κάνεις αυτό τώρα; Το οποίο, βρέφος γαρ, ήταν πιο πολύ σαν ποντίκι, παρά σαν γάτα. Οταν είπα το «ναι», ακολούθησε διαπραγμάτευση επιπέδου Κυπριακού: Ακου να σου πω, Αλέξ (με το δήθεν αυστηρό ύφος), ΕΣΥ θα τον ταΐζεις, καθαρίζεις, προσέχεις, πηγαίνεις στο γιατρό κ.λπ. «Ναι», είπε ο Αλεξ, σκασίλα του κιόλας, σου λέει, άσ’ τη να λέει, άσ’ τη να λέεεεει· εκείνη μόνο ξέρει και μέσα της θα κλαίει, Καρράς είναι αυτό, τα έχουν πει όλα τα λαϊκά άσματα.
Δίκιο είχαν. Και ο Καρράς και ο Αλέξ.
Τώρα που μιλάμε, ούτε μήνα αργότερα, ο Οτο έχει γίνει μουλάρι, τρώει σαν να μην υπάρχει αύριο, ξύνει τους καναπέδες, ξεπουπουλιάζει εμμονικά το αριστερό μου παπούτσι, σκαρφαλώνει στον ώμο μου και κάνει τον παπαγάλο, νιαουρίζοντας, την ώρα που προσπαθώ να συγγράψω κάποιο πόνημα, βαριέται πάρα πολύ όταν δεν του δίνω σημασία και μαντέψτε ποιος τον ταΐζει, καθαρίζει, προσέχει κ.λπ.
Σωστά μαντέψατε. Πρώτα από όλα, αν περιμένει τον Αλεξ να τον ταΐσει, θα πεθάνει το γατί. Ο Αλεξ ξυπνάει στις 4 μμ να φάει πρωινό – έχει φάει και τα κουφώματα ο Οτο μέχρι τότε. Κατά δεύτερον, «μάνα βγαίνω, θα έρθω αύριο, μεθαύριο, του χρόνου, το 2132», «το γατί, Αλεξ», «καλά, μάνα, θα του βάλω ξηρά τροφή να έχει». Τι να έχει; Για πόσο να έχει; Τι είναι το γατί; Φαντάρος στο μέτωπο, να τρώει κουραμάνα πέντε μήνες;
Ο Οτο ξέρει. Είναι εντυπωσιακό το πόσο ξέρει. Κάθε πρωί με την αυγούλα και τους κοκόρους έρχεται και αρχίζει να μου κάνει νάζια. Ξέρει ποιος θα τον ταΐσει. Αν για κάποιον λόγο νυστάζω και δεν πιάσουν τα νάζια, περνάει στο Plan B: Ανεβαίνει πάνω στο κεφάλι μου. Σκεπάζομαι με το πάπλωμα. Πάει κάτω από το πάπλωμα. Τον κλωτσάω διακριτικά.
Χώνεται πιο μέσα κι αρχίζει να μου δαγκώνει την πατούσα. Συγγνώμη, αλλά δεν έχει γεννηθεί ο άνθρωπος που μπορεί να κοιμάται όταν του δαγκώνουν την πατούσα. Οπότε, ροβολάμε παρέα με τον Οτο στην κουζίνα, εκείνος για (γενναίο) πρωινό, εγώ για (εξίσου γενναίο) καφέ. Και μετά γουργούρισμα, χάδια και πάλι ύπνο εκείνος, στα πόδια μου, δουλειά εγώ.
Πάντα ήμουν εναντίον των κατοικιδίων, κυρίως επειδή δεν αισθανόμουν ότι μπορώ να έχω την απόλυτη ευθύνη τους. Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που παίρνουν κατοικίδια και μετά τα πετάνε στον δρόμο ή δεν τα προσέχουν. Και, εντάξει, δεν έχουμε αρκετές ευθύνες; Εγώ παραπάνω από αρκετές.
Ο μικρούλης, όμως –που δεν είναι και τόσο μικρούλης ήδη– νομίζω ήρθε στη ζωή μας ακριβώς όταν τον χρειαζόμασταν σαν οικογένεια: Κάποιος για να χαλαρώσει, κάποιος άλλος για να μάθει να αναλαμβάνει ευθύνες.
Είναι γάτα εξάλλου. Δεν ακούει τ’ όνομά του (αν δεν θέλει), δεν σ’ ακούει γενικώς (αν δεν θέλει) και πιστεύω ακράδαντα ότι όταν κοιμάται ονειρεύεται ότι είναι τίγρης και κυνηγάει αντιλόπες ή ό,τι άλλο κυνηγάνε οι τίγρεις· τραβάει κάτι τεντώματα σχεδόν τρομακτικά. Κι όταν ξυπνήσει, θα αποφασίσει εκείνος: Θέλει να κάνετε παρέα; Εχει καλώς. Δεν θέλει; Ακόμη καλύτερα.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα και γρήγορα το κατοικίδιό σου γίνεται βασιλιάς (ή βασίλισσα) του σπιτιού σου. Κι εσύ πιστός υπηρέτης του. Αλλά έχει και πολλή αγάπη αυτό· του άδολου είδους κι αυτό είναι μια δοκιμασία: Μπορείς να δώσεις τέτοια αγάπη;
Σας τα γράφω όλα αυτά χτυπώντας ανεπαίσθητα το πληκτρολόγιο, ο Οτο κοιμάται και εννοείται δεν θέλω να τον ξυπνήσω. Εχει φάει τον άμπακο, έχει σουρομαδήσει όσα σουρομαδιούνται, έχει σκάψει όλες τις γλάστρες στο μπαλκόνι, μου έχει γκρινιάξει που δεν παίξαμε, και βέβαια έχει ανέβει επάνω στο πληκτρολόγιο όσο έγραφα.
«Σ’ αγαπάω, ρε βλαμμένο γατί», άκουσα τον εαυτό μου να λέει κάποια στιγμή και κόλλησα. Εγώ το είπα αυτό; Φυσικά.
Ωραίο είναι να μπορείς να το πεις αυτό, χωρίς να περιμένεις κάτι σε ανταπόδοση. Δύσκολο και ωραίο.
Ξύπνησε. Με ένα μακρόσυρτο, κάπως απειλητικό «νιάου» από την κουζίνα, που σημαίνει «θα έρθεις ή προτιμάς να έρθω εγώ;». Τρέχω.
Γεια σας, τα λέμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News