Η Ζαχαράκη, τα σχολεία, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ
Η Ζαχαράκη, τα σχολεία, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ
Παραλαμβάνοντας, προ ημερών, το υπουργείο Παιδείας από τον Κυριάκο Πιερρακάκη, η Σοφία Ζαχαράκη προέβη σε μια σύντομη ανασκόπηση των πεπραγμένων (ενδεικτικά, εδώ) του προκατόχου της σε αυτό και τόνισε ότι έχουν τεθεί οι βάσεις για σημαντικές αλλαγές στην Εκπαίδευση, συνεπώς προτίθεται να συνεχίσει και να ολοκληρώσει όσες απ’ αυτές βρίσκονται εν εξελίξει. Περαιτέρω, επεσήμανε ότι προτεραιότητα της πολιτικής της θα αποτελέσει η θεώρηση της σχολικής ύλης και των προγραμμάτων σπουδών ως προς τα περιεχόμενά τους, καθώς και η ενίσχυση της πρόσβασης περισσότερων μαθητών στα εκπαιδευτικά αγαθά.
Τέλος, και σημαντικό με δεδομένη τη σχολική πραγματικότητα, η κυρία υπουργός αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη περαιτέρω, όπως είπε, μείωσης της γραφειοκρατίας, ως παράγοντα που καθιστά προβληματική την καθημερινότητα σχολείων και εκπαιδευτικών και επανέφερε το θέμα της επιλογής σχολείου, τη γνωστή θέση της ΝΔ που μέχρι σήμερα μόνο ως τίτλος μελλοντικής πολιτικής έχει αναφερθεί.
Η κυρία υπουργός κληρονομεί, όπως συνέβη άλλωστε και με τους προκατόχους της, σειρά χρόνιων προβλημάτων και άλλα «διαχειριστικού» χαρακτήρα, που όμως ο πυρήνας τους συνδέεται με τις συσσωρευμένες για δεκαετίες δυσλειτουργίες του χώρου, οπότε και η αντιμετώπισή τους απαιτεί γενναίες, ρηξικέλευθες αποφάσεις.
Από τα χρόνια προβλήματα, κυρίαρχο είναι αυτό της υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσής που υποσκάπτει κάθε μεταρρυθμιστική πρόταση. Τις επιπτώσεις της μπορεί να διαγνώσει καθένας σε όλες τις εκφάνσεις της εκπαιδευτικής λειτουργίας, εδώ θα επισημάνουμε δύο που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης:
Η πρώτη αφορά στην ανάγκη εκπόνησης ενός σχεδίου αξιοπρεπούς στέγασης των νηπιαγωγείων. Πολλά χρόνια μετά την επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης στο νηπιαγωγείο σε διετή, εκατοντάδες νέα τμήματά του εξακολουθούν να στεγάζονται σε προκατασκευασμένες αίθουσες, που τοποθετήθηκαν σε πλήρως ακατάλληλους χώρους, συχνά χωρίς στοιχειώδες προαύλιο. Αν το νηπιαγωγείο αποτελεί, όπως όλοι ισχυρίζονται, τη σημαντικότερη βαθμίδα εκπαίδευσης, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα άμεσα και αποτελεσματικά.
Η δεύτερη αφορά στον προσβλητικό, εισαγωγικό μισθό των νέων εκπαιδευτικών. Η συνέχιση της πολιτικής αύξησής του αποκλειστικά με βάση τον πληθωρισμό και την αύξηση του κατώτατου μισθού απαξιώνει περαιτέρω και σταθερά τους εκπαιδευτικούς και την εκπαίδευση.
Ως προς τα προβλήματα «διαχειριστικού» χαρακτήρα, η γραφειοκρατία, όπως ορθά επεσήμανε η κυρία υπουργός, κατατρέχει όλες τις εκφάνσεις της σχολικής καθημερινότητας. Μάλιστα, όπως δείχνει η πρόσφατη εμπειρία, δεν καταπολεμάται με την μετατροπή της υφιστάμενης «χάρτινης» σε ψηφιακή. Αντιθέτως, αυξάνει και μάλιστα αλματωδώς, επειδή η δεύτερη προστίθεται στην πρώτη. Κι αυτό γιατί η γραφειοκρατία δεν αποτελεί δευτερογενές χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά δομικό του στοιχείο, επειδή είναι ένα από τα πλέον συγκεντρωτικά συστήματα στον κόσμο. Όλα εκκινούν από την κεντρική υπηρεσία του υπουργείου και καταλήγουν εκεί. Ακόμα και το πώς θα καλυφθούν λίγες ώρες σε ένα σχολείο, τη λύση πρέπει να δώσει η κεντρική υπηρεσία…
Ο κύριος λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο συνδέεται με το γεγονός ότι στο εκπαιδευτικό μας σύστημα απουσίαζαν και απουσιάζουν ολοσχερώς διαδικασίες ουσιαστικής αξιολόγησης εκπαιδευτικών, θεσμών και πολιτικών. Καμία δράση, διαδικασία ή εκπαιδευτικός δεν αξιολογήθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα με βάση μετρήσιμα αποτελέσματα. Με δυο λόγια, από την εκπαίδευσή μας απουσιάζει ολοσχερώς η απόδοση ευθύνης. Και όταν η ευθύνη εκλείπει αντικαθίσταται από διαδικασίες κενές περιεχομένου και ουσίας. Αρκούμαστε στη συνεχή ανταλλαγή «εγγράφων»: εκθέσεων που δεν λένε απολύτως τίποτα και κανείς δεν τις λαμβάνει υπόψη, αφού δεν έχουν καμιά επίπτωση για ό,τι ή όποιον κι αν συντάσσονται (εκθέσεις αυτοαξιολόγησης σχολείων, αξιολόγηση εκπαιδευτικών), έγγραφων διαταγών που κάλλιστα αγνοούνται, διασύρονται και λοιδορούνται από όσους δεν αρέσουν (εξετάσεις PISA), προγραμμάτων που δεν αξιολογήθηκαν ποτέ τα όποια αποτελέσματά τους (σχολικές δραστηριότητες, προγράμματα σπουδών – βιβλία), επαναλαμβανόμενων περιοδικά κρίσεων στελεχών χωρίς στοιχειώδη αξιολόγηση σε σχέση με το έργο τους, που πάντα πραγματοποιούνται με «φρέσκο» θεσμικό πλαίσιο, κομμένο και ραμμένο στις «ανάγκες» του εκάστοτε κόμματος εξουσίας, βραχυκυκλώνουν τους διοικητικούς μηχανισμούς του υπουργείου για μήνες και συχνά βαλτώνουν ή δεν υλοποιούνται, επειδή γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες και γραφειοκρατικές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυρία Ζαχαράκη θα πρέπει, λόγω των προηγουμένων, να συνεργαστεί με τέσσερις από τους 13 Περιφερειακούς Διευθυντές Εκπαίδευσης, δηλαδή τους επικεφαλής των «μικρών υπουργείων» της, που έχουν «ξεμείνει» από την εποχή Γαβρόγλου και τους υπόλοιπους που είναι αναπληρωτές, συχνά αναπληρωτών των εκλεγμένων Περιφερειακών Διευθυντών που συνταξιοδοτήθηκαν. Γιατί, ούτε κρίσεις στελεχών πρώτης γραμμής δεν μπορούν πλέον να γίνουν, λόγω της αφόρητης γραφειοκρατίας που επιβάλλει ένα όλο και πιο σύνθετο και αλυσιτελές νομικό πλαίσιο δήθεν αξιολόγησης.
Ομοίως, θα πρέπει να βρει τρόπο να γίνουν άμεσα οι επιλογές των υπευθύνων εκπαιδευτικών θεμάτων των διευθύνσεων εκπαίδευσης, που έχουν «κολλήσει» λόγω αδυναμίας συγκρότησης των οργάνων επιλογής τους! Τέλος, να «τρέξει» την αξιολόγηση των νεοδιορισμένων προς μονιμοποίηση εκπαιδευτικών, που εξελίσσεται μετ’ εμποδίων λόγω του έντονου γραφειοκρατικού πνεύματος που διακρίνει το ισχύον νομικό πλαίσιο, ελλείψει κονδυλίων μετακίνησης των Εκπαιδευτικών Συμβούλων – αξιολογητών και, βέβαια, επειδή με βάση όλα τα παραπάνω τα στελέχη εκπαίδευσης που την υλοποιούν δεν διαθέτουν το κύρος και την αυθεντία που πρέπει να περιβάλλονται στελέχη με ανάλογες αρμοδιότητες. Οπότε, εύκολα παραιτούνται εμφανώς ή κεκαλυμμένα από τον ρόλο τους.
Μπορεί να τελειώσουμε με τη γραφειοκρατία;
Συμπερασματικά, η ανάσχεση, πόσο μάλλον η πάταξη της γραφειοκρατίας στην εκπαίδευση, δεν πρόκειται να συμβεί, αν δεν προχωρήσουμε σε ανασχεδιασμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος και των λειτουργιών του στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης αποκέντρωσής του, εμπιστευόμενοι περισσότερο όσους κάνουν καλά τη δουλειά τους. Κάτι τέτοιο αποτελεί βέβαια τιτάνιο έργο, αλλά χωρίς αυτό θα επιστρέφουμε σταθερά στην παρούσα κατάσταση του αυξανόμενου σταθερά «μπάχαλου».
Δύο είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις ενός παρόμοιου σχεδιασμού:
Πρώτη, η ουσιαστική αξιολόγηση των πάντων ως προς τα αποτελέσματα της λειτουργίας τους και η πρόβλεψη θετικών και αρνητικών επιπτώσεων σε σχέση με αυτήν. Είναι ο μόνος τρόπος να επανέλθει η κουλτούρα της ευθύνης στην εκπαίδευσή μας. Και δεν είναι ανάγκη να αναλύσει κανείς, γιατί η στροφή στο ουσιώδες, που είναι η κουλτούρα ευθύνης, θα έχει σημαντικά θετικά αποτελέσματα για το μέλλον της χώρας. Όσο πομπώδης κι αν ακούγεται ως ισχυρισμός.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στον μακροχρόνιο και συνεχή σχεδιασμό – επανασχεδιασμό εκπαιδευτικών πολιτικών στη βάση ελάχιστης έστω συναίνεσης. Εξίσου, δύσκολο έργο ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία. Στην περίπτωσή του, όμως, μετράει ακόμα και η ένταση της προσπάθειας. Με τη βοήθεια ενός επιτελικού οργάνου, που θα ξεπερνά κατά πολύ το σχεδιασμό και τους όρους λειτουργίας του παρόντος Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Σε αντίθετη περίπτωση θα συνεχίσουμε να είμαστε «στο ίδιο έργο θεατές».
ΥΓ: Πρόσφατα το ΔΣ της ΟΛΜΕ με ανακοίνωσή του κάλεσε τους καθηγητές να σαμποτάρουν τις επικείμενες εξετάσεις της PISA, επικαλούμενο τα γνωστά φαντάσματα, αλλά και ψεύδη σύμφωνα με παρέμβαση στελέχους του στο ραδιόφωνο (ισχυρίστηκε ότι σε άλλες χώρες στον διαγωνισμό συμμετέχουν μόνο πρότυπα σχολεία). Δυστυχώς, οι συνάδελφοι στην προσπάθειά τους να αντιπαρατεθούν με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας συχνά συμβάλλουν από τη μεριά τους στην περαιτέρω απαξίωση του δημόσιου σχολείου.
Τους ενημερώνουμε ότι ο αριθμός των μαθητών που οι γονείς τους επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση σχεδόν διπλασιάστηκε τα τελευταία επτά έτη και πως ξένα funds, όχι μόνο πρόσφατα, εξαγόρασαν μεγάλα ιδιωτικά σχολεία με παράδοση δεκαετιών, που χτίστηκαν από σημαντικές παιδαγωγικές προσωπικότητας και άσκησαν σημαντικό ρόλο στα εκπαιδευτικά μας πράγματα σε δύσκολες εποχές για τη δημοκρατία στη χώρα, αλλά ότι πλέον στρέφονται και σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις. Γιατί εκτιμούν ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τους γονείς και εκεί, λόγω της συνεχούς απαξίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Δηλαδή, έχουν «μετρήσει» καλά τα πράγματα πριν προχωρήσουν σε επενδύσεις.
Είναι αλήθεια ότι οι ευθύνες για την διαρκή υποβάθμιση της εκπαίδευσης μας δεν βαραίνουν πρωτίστως τα ΔΣ των ΟΛΜΕ – ΔΟΕ των τελευταίων δεκαετιών. Όμως είναι εξίσου βέβαιο ότι, με τη συνεχή αρνητική τους στάση, λειτουργούν ως μπαμπούλες κάθε αναγκαίας αλλαγής στο σχολείο. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να αναλογιστούν αν οι πολιτικές τους ωφελούν ή βλάπτουν τελικά το δημόσιο σχολείο. Μα απλά λόγια, μήπως πριονίζουν το κλαδί που πάνω του κάθονται…
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Η Ζαχαράκη, τα σχολεία, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.