Τι θα μπορούσε να διαβλέψει κανείς πίσω από το (υπερβολικά) σταθερό μοτίβο των αλλεπάλληλων δημοσκοπήσεων;
Η απάντηση ίσως εντοπίζεται στα εξής τρία σημεία:
- Δεν υπάρχει (πια) καμία ηγεμονία στη χώρα
Η εκλογική κυριαρχία της ΝΔ ήταν (και παραμένει, λόγω αδρανειακής φοράς) σύμπτωμα μιας πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της που ξεκίνησε μετά το σοκ του 2015. Φαίνεται όμως από τα τέλη του ’23 να εξασθενεί, ιδιαιτέρως στο ιδεολογικό σκέλος της.
Παρά το καμπανάκι των αποτελεσμάτων στις αυτοδιοικητικές εκλογές, η κυβερνητική παράταξη φαίνεται να θεωρεί την ηγεμονία της δεδομένη και αναλλοίωτη.
Ομως, η ταυτοτική συγκρότηση του πέραν της ΝΔ δεξιού χώρου, οφειλόμενη σε κυβερνητικές πράξεις και ηθελημένες παραλείψεις, αποτελεί ένα νέο, ποιοτικά διαφορετικό, στοιχείο του πολιτικού σκηνικού: Σημαντική μερίδα (πολύ) δεξιών πολιτών αρνείται το κυβερνητικό αφήγημα του αθροίσματος φιλελευθερισμός + δικαιωματισμός + επιδόματα. Δεν νιώθουν πια ότι ανήκουν στην ίδια Παράταξη. Αυτά, από τα δεξιά της κυβερνητικής παράταξης.
Από τα αριστερά της, καταβάλλεται προσπάθεια να γίνει αντιληπτό (επιτέλους) ότι η περίφημη πλειοψηφία Κέντρου και Αριστεράς, μια πλειοψηφία σαράντα και πλέον ετών, δεν υφίσταται πλέον. Για αυτό είναι πολιτικά ανώφελη η στόχευση πως πρέπει να ξανακερδηθεί. Πρέπει να διαπλαστεί ξανά, σε κάθε επίπεδο. Προγραμματικό, ιδεολογικό, οργανωτικό. Συνεπώς, ούτε λόγος για τη δήθεν λανθάνουσα κεντροαριστερή ηγεμονία «στη βάση της κοινωνίας», η οποία απλώς αναμένει να εκδηλωθεί. Κατά τη γνώμη μου, οι δηλώσεις της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ για ευρύτερη ανασύνθεση του χώρου μετά τις ευρωεκλογές, δείχνουν μια τέτοια συνειδητοποίηση εκ μέρους της.
Η όποια διαπάλη για την ηγεμονία γίνεται με αρνητικό συσχετισμό ισχύος (εννοώ ουσιαστικής δύναμης εξουσίας, όχι μόνο εκλογικών ποσοστών) για την Κεντροαριστερά και θετικό για την Κεντροδεξιά.
Η σκέτη, γυμνή ισχύς όμως σπάνια παράγει ηγεμονία. Χρειάζεται και Σχέδιο Πορείας συνολικά για τον τόπο. Η έλλειψή του αφήνει χώρο για τα λεγόμενα «μεταπολιτικά» φαινόμενα – συνήθως φαιδρά, που καθίστανται επικίνδυνα όταν εδραιώνονται ως τρόπος πρόσληψης της πολιτικής.
2. Υποβάθμιση συλλογικών υποκειμένων
Μιλώντας για τη «μεταπολιτική», ουσιαστικά μιλάμε για την αποσάθρωση των συλλογικών υποκειμένων. Εδώ, μας ενδιαφέρουν τα σημαντικότερα από αυτά – τα κόμματα.
Δεν υπάρχουν πια, είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά της πολιτικής μας ζωής, πραγματικά συλλογικά υποκείμενα. Είναι μια διαδικασία πολλών ετών η οποία οφείλεται σε έναν μυωπικό, αν όχι ύποπτο, «ρεαλισμό». Και βολικό, για τους διαρκώς υπό μεταγραφή επαγγελματίες της εξαπάτησης, όπως είναι μερικοί από τους καλούμενους «επαγγελματίες» της πολιτικής. Είναι οι μόνοι κερδισμένοι από την υποβάθμιση των κομμάτων, μαζί με τους ισχυρούς της οικονομικής εξουσίας.
Ο χαμηλός δείκτης εμπιστοσύνης, σύμφωνα με τις μετρήσεις, των πολιτών προς τα κόμματα δεν είναι μόδα. Είναι διαπίστωση έλλειψης εκπροσώπησης. Μια έλλειψη που έχει μετατρέψει σε «ξέφραγα αμπέλια» ιστορικούς χώρους οι οποίοι δραγουμίστηκαν από το TikTok, το lifestyle και τη φωτογένεια.
Ουσιαστικά, μόνο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διατηρούν κάποιες κοινωνικές ρίζες (και το ΚΚΕ με τη δική του ιδιοτυπία).
Η ανασυγκρότηση των κομμάτων σε προγραμματική και ιδεολογική βάση είναι ανάγκη για την ομαλή πορεία της χώρας. Κάθε ανάγκη, όμως, δεν συνεπάγεται και νομοτέλεια («αφού υπάρχει η ανάγκη, κάποια στιγμή θα γίνει»). Προϋποθέτει πολιτική πρωτοβουλία. Και αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει σχέδιο, φορείς υλοποίησης και, κυρίως, βούληση («πολιτικά κότσια»).
Επισήμανση: ανασυγκρότηση των κομμάτων δεν σημαίνει μόνο των υπαρχόντων. Μπορεί να σημαίνει και ανάδειξη νέων υποκειμένων με σύνθεση δυνάμεων και ιδεών, συστράτευση πολιτικού προσωπικού (όχι μόνο κεντρικού στελεχιακού δυναμικού) και διατύπωση νέων κοινωνικών προτεραιοτήτων: Με ποιους πας και ποιους αφήνεις. Η άναρχη πολυσυλλεκτικότητα είναι το πριόνι με το οποίο ροκανίζεται το κλαδί στο οποίο κάθεται το πολιτικό μας σύστημα.
3. Μεταβατικότητα χωρίς οδηγό
Ολα τα παραπάνω συγκροτούν ένα πλαίσιο πολιτικής στασιμότητας, που καλό είναι να μη συγχέεται με τη σταθερότητα. Ολοι έχουμε καταλάβει πού «γύρισε» η χώρα («δεδομένη» σχέση με την ΕΕ, όχι μείζονες ταλαντεύσεις του «εθνικού προφίλ»).
Δεν ξέρω, όμως, αν υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι να έχουν καταλάβει «πού πάει» η χώρα. Αυτό είναι θέμα όλου του πολιτικού συστήματος. Αλλά είναι η κυβερνητική παράταξη που έχει τη βασική ευθύνη διατύπωσης μιας εφικτής και μακροπρόθεσμης εθνικής προοπτικής. Στο όνομα αυτής της ευθύνης προτιμήθηκε το 2023. Μια ευθύνη την οποία φαίνεται ότι κάποιοι θεωρούν παρακάμψιμη ή χρονικά μετατοπίσιμη. Ξεχνώντας ότι είναι ιστορικά καταλογίσιμη.
Ολες οι δημοσκοπήσεις, προεκλογικές και μη, μας λένε ότι διακομματικά υπάρχει σημαντική μερίδα πολιτών που περιμένει από τους πολιτικούς ταγούς να πουν κάτι ανάλογο με το ’74 , το ’81 ή το ’96. Οσο αυτό δεν αρθρώνεται, θα μας φταίνε το Tik Tok, οι έμποροι πατριωτισμού και θρησκείας, διάφοροι νάρκισσοι της πολιτικής και πάει λέγοντας. Ενώ στην πραγματικότητα άλλοι φταίνε…
* Ο Δημήτρης Κατσαντώνης είναι συγγραφέας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ερευνών Τo the Point
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News