Φέτος θα διεξαχθούν εκλογές σε περισσότερες από εξήντα χώρες, αλλά καμία αναμέτρηση δεν θα είναι πιο σημαντική από εκείνη που έχει προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε τελική ανάλυση, αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ έχει πάντα τεράστιο αντίκτυπο, δεδομένης της οικονομικής, στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος και επιρροής της Αμερικής. Χώρες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού βασίζονται στις ΗΠΑ την ασφάλειά τους, κατάσταση που δεν είχαν λόγο να αμφισβητήσουν εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τις περισσότερες προεδρικές εκλογές στην αμερικανική ιστορία, αυτή είναι μια στην οποία οι διαφορές μεταξύ των δύο πιθανών υποψηφίων των μεγάλων κομμάτων υπερτερούν κατά πολύ των ομοιοτήτων τους. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και όσον αφορά το ποιο από τα δύο κόμματα θα κερδίσει τον έλεγχο της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Αυτό που καθιστά το επόμενο έτος τόσο ηλεκτρισμένο για την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, ωστόσο, είναι η πραγματικότητα ότι η αμερικανική δημοκρατία αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες. Πράγματι, το απώτερο μέλλον αποτελείται από τρεις διακριτές φάσεις, η καθεμία με τις δικές της προκλήσεις και κινδύνους.
Η πρώτη φάση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και θα συνεχιστεί μέχρι την ημέρα των εκλογών, την 5η Νοεμβρίου. Το πρόβλημα είναι ήδη εμφανές: με την πολιτική να έχει προτεραιότητα έναντι των πολιτικών, έχει καταστεί σχεδόν αδύνατο να παραχθεί σημαντικό νομοθετικό έργο. Η στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία έχει τεθεί σε αναμονή επειδή η Βουλή που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους, ακολουθώντας τη γραμμή του Ντόναλντ Τραμπ, αρνείται να την εγκρίνει. Μία διετία επιτυχούς αντίστασης στη ρωσική επιθετικότητα στην Ευρώπη βρίσκεται, πλέον, σε κίνδυνο.
Οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής αρνούνται επίσης να εγκρίνουν νομοθεσία που θα βελτίωνε την ασφάλεια στα νότια σύνορα της χώρας, σε αυτή την περίπτωση επειδή ο Τραμπ προφανώς πιστεύει ότι η εισροή μεταναστών πλήττει τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Η πολιτική δυναμική θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατο για τις ΗΠΑ να διατηρήσουν, πόσω μάλλον να επεκτείνουν, τις μεταναστευτικές πολιτικές που έχουν συμβάλει τόσο πολύ στην οικονομική επιτυχία της χώρας.
Η δεύτερη ευδιάκριτη σειρά προκλήσεων θα ακολουθήσει την ημέρα των εκλογών. Η ειρηνική μετάβαση εξουσίας – χαρακτηριστικό του αμερικανικού συστήματος – δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη. Το διάστημα των 75 ημερών μεταξύ των εκλογών και της ορκωμοσίας θα μπορούσε κάλλιστα να καταστεί η πιο επικίνδυνη φάση μιας επικίνδυνης χρονιάς. Η βίαιη εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου του 2021 σημειώθηκε σε αυτό το διάστημα.
Επιβεβλημένη θα είναι η ακριβής καταμέτρηση των ψήφων και επαλήθευση των αποτελεσμάτων, η οποία θα πραγματοποιείται πρώτα σε πολιτειακό και μετά σε εθνικό επίπεδο. Οπως θα γνωρίζουν οι περισσότεροι αναγνώστες, οι πρόεδροι των ΗΠΑ δεν εκλέγονται με βάση την εθνική λαϊκή ψήφο. Καθεμία από τις 50 πολιτείες καταμετρά τις ψήφους της και σε όλες, εκτός από δύο, όποιος λάβει τις περισσότερες ψήφους κερδίζει όλους τους εκλέκτορες της πολιτείας. Για παράδειγμα, η Καλιφόρνια, η πολυπληθέστερη πολιτεία, έχει 54 εκλέκτορες ενώ έξι αραιοκατοικημένες πολιτείες (και η περιφέρεια της Κολούμπια) τρεις. Ενας υποψήφιος πρέπει να έχει τις ψήφους 270 εκλεκτόρων για να κερδίσει.
Οπως είδαμε το 2020, ωστόσο, είναι πιθανό τα αποτελέσματα να αμφισβητηθούν. Η νομοθεσία που ψηφίστηκε στα τέλη του 2022 καθιστά πιο δύσκολη μια τέτοια εξέλιξη, αλλά όχι αδύνατη. Σχετικές προκλήσεις θα εξεταστούν σε μια κοινή σύνοδο του Κογκρέσου (πιθανότατα την 6η Ιανουαρίου του 2025) υπό την προεδρία της Κάμαλα Χάρις, της εν ενεργεία αντιπροέδρου των ΗΠΑ.
Επιπλέον, υπάρχει το ενδεχόμενο πολιτικής βίας. Κατά πάσα πιθανότητα το αποτέλεσμα θα κριθεί από δεκάδες χιλιάδες ψήφους (από περισσότερες από 150 εκατομμύρια) σε μια χούφτα πολιτείες. Μια μικρή και αμφισβητούμενη διαφορά θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή, ειδικά εάν η διαδικασία οδηγήσει στην επανεκλογή του Μπάιντεν και στην ήττα του Τραμπ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια χώρα αποσπασμένη και διχασμένη για τα αποτελέσματα των εκλογών δεν θα έχει την προσοχή και την ενότητα για να αναλάβει δράση στον κόσμο. Οι αντίπαλοι της Αμερικής θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να επωφεληθούν, ασκώντας πιέσεις για να πετύχουν στόχους που επιδιώκονται εδώ και καιρό.
Η τρίτη και τελευταία πρόκληση θα ξεκινήσει στις αρχές του επόμενου έτους, την Ημέρα της Ορκωμοσίας, την 20η Ιανουαρίου του 2025. Εάν ο Μπάιντεν επανεκλεγεί, πολλά θα εξαρτηθούν από το εάν η επανεκλογή του θα γίνει αποδεκτή από τους υποστηρικτές του Τραμπ και από όποιο κόμμα θα ελέγχει τη Γερουσία και τη Βουλή. Μπορεί κανείς να φανταστεί ένα σενάριο με ελάχιστες αλλαγές: Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές αρνούνται τη δικομματική συνεργασία που χρειάζεται για την έγκριση της απαραίτητης νομοθεσίας.
Η Αμερική και ο κόσμος θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μια διαφορετική πρόκληση εάν ο Τραμπ ανακτήσει την προεδρία. Ο Τραμπ έχει εκφράσει επιφυλάξεις για τη συμμετοχή της Αμερικής στο ΝΑΤΟ και έφτασε στο σημείο ακόμη και να ενθαρρύνει τη Ρωσία να επιτεθεί σε μέλη του ΝΑΤΟ που δεν δαπανούν αρκετά για την άμυνα. Απείλησε να επιβάλει δασμούς 60% στις κινεζικές εισαγωγές, ενώ φέρεται να αμφισβητεί κατά πόσο οι ΗΠΑ πρέπει να υπερασπιστούν την Ταϊβάν έναντι της κινεζικής επιθετικότητας. Συνεχίζει να δείχνει μια προτίμηση στους αυταρχικούς ηγέτες και μια περιφρόνηση για τους δημοκρατικούς συμμάχους της Αμερικής.
Ναι, οι ΗΠΑ έχουν ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών, αλλά οι πρόεδροι απολαμβάνουν μεγάλη ελευθερία κινήσεων, όσον αφορά την πρόσληψη και την απόλυση προσωπικού και τον καθορισμό της πολιτικής γραμμής, ειδικά εάν το κόμμα τους ελέγχει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Εάν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν τον έλεγχο της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, τόσο η διεθνής τάξη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και η ίδια η αμερικανική δημοκρατία θα μπορούσαν να υποστούν τεράστια πίεση. Μόνο οι Αμερικανοί μπορούν να ψηφίσουν τον Νοέμβριο, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος θα νιώσει τις επιπτώσεις. Κατά συνέπεια η χρονιά του ζην επικινδύνως για την Αμερική θα μπορούσε εύκολα να καταστεί η χρονιά του ζην επικινδύνως για όλους.
Ο Richard Haass είναι επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations και ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners. To κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News