Κάθε γενιά καθορίζεται από τα βιώματά της. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ωστόσο, κάποια στιγμή η ηλικία σταμάτησε να παίζει και τόσο σημασία. Για περίπου σαράντα χρόνια, ήταν δεδομένο πως οι επόμενοι θα ζούσαν καλύτερα από τους προηγούμενους –κι αυτό δημιουργούσε μια άτυπη διαγενεακή συναίνεση, ακόμα και στις εποχές που η κομματική πόλωση ανέβαζε το θερμόμετρο.
Όλοι πλέον μπορούμε να προσδιορίσουμε με μαθηματική ακρίβεια το χρονικό σημείο που τα πράγματα άλλαξαν. Ερευνες όπως αυτή της Kapa Research («Βήμα της Κυριακής») αποτυπώνουν μια Ελλάδα ηλικιακά χωρισμένη στα δύο, με την κάθε πλευρά να τραβάει για την αντίθετη κατεύθυνση. Για τους κάτω των 40, η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2010 θεωρείται πιο επιδραστικό γεγονός ακόμα και από την σημερινή πανδημία. Μόνο οι μισοί εξ αυτών προσδιορίζουν ως καθοριστική την υιοθέτηση του ευρώ, μόλις το ένα τρίτο την δράση και την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Οι περισσότεροι θεωρούν πως οι δικές τους ανάγκες αγνοούνται, πως η γενιά των γονιών τους είναι βολεμένη, εμπιστεύονται περισσότερο τον στρατό και λιγότερο τα ΜΜΕ. Πάνω από τους μισούς δεν πιστεύουν ούτε στην ΕΕ ούτε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την βγάζουν με δανεικά λεφτά από τους γονείς τους, φοβούνται να μείνουν άνεργοι και είναι βέβαιοι πως θα βγουν στην σύνταξη μετά τα 70.
Το χειρότερο; Μετά τις διαδοχικές κρίσεις που τους έλαχαν, τις οποίες δεν μπορούσαν να προβλέψουν όταν έκαναν τα πρώτα τους ενήλικα βήματα, αισθάνονται περισσότερη κούραση παρά απογοήτευση. Το καλύτερο; Η Ελλάδα που έρχεται είναι η πιο καταρτισμένη που υπήρξε ποτέ και σίγουρα πιο κοινωνικά προοδευτική από αυτή που φεύγει: με μια φρέσκια οπτική στα ατομικά δικαιώματα και με μεγαλύτερη διάθεση αλληλεγγύης, ακόμα κι αν δεν είναι ακόμα ανοιχτή σε προσφυγικά και μεταναστευτικά ζητήματα.
Το παράδοξο είναι ότι τα πολιτικά κόμματα από την μία λένε πως προσπαθούν να προσεγγίσουν αυτήν την Ελλάδα των κάτω των 40 και από την άλλη την αγνοούν επιδεικτικά. Οι περισσότερες πολιτικές αναλύσεις την περιγράφουν ως άγνωστο «χ» που θα μπορούσε να στρίψει από την μια ή από την άλλη πλευρά, ανάλογα το διακύβευμα κάθε φορά. Αυτή η ρευστότητα την κάνει αφενός ελκυστική και από την άλλη άπιαστο όνειρο για όσους ψάχνουν ποσοστά σήμερα, όχι στο μέλλον.
Στη ΝΔ διαπίστωσαν με τους εθελοντικούς εμβολιασμούς πως υπάρχει και γι’ αυτούς «αγορά» σε αυτές τις ηλικίες, οι οποίες είδαν στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους ψήγματα του δυτικού κόσμου που γνώρισαν στις σπουδές τους –οι προσπάθειες όμως έμειναν εκεί, με τη διαχείριση της τελευταίας φάσης της πανδημίας να αφήνει αγεφύρωτες διαφωνίες ανάμεσά τους.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά οι σημερινοί τριαντάρηδες δεν είναι μια άγνωστη γενιά: τη γνώρισε για πρώτη φορά όταν ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι της, καλλιέργησε την οργή, τον φόβο και την απογοήτευσή της αρκετές φορές μέχρι το καλοκαίρι του 2015 και σήμερα, που δεν μπορεί πια να της απευθυνθεί με τον τρόπο που το έκανε τότε, δεν ξέρει πώς ακριβώς να την προσεγγίσει.
Το Κίνημα Αλλαγής, που ως ΠΑΣΟΚ είχε κερδίσει εκείνη την πρώτη μάχη για την καρδιά της στο 40% της κυβέρνησης του 2009, απευθύνεται κατά βάση στην νοσταλγία της, στην ανάμνηση μιας ξέγνοιαστης, διαφορετικής ζωής στην οποία άφησε αποτύπωμα.
Υπάρχει πάντα και η άλλη πλευρά, η επικίνδυνη: το βαθύ σοκ της προηγούμενης δεκαετίας και η έλλειψη σταθερής πολιτικής προσέγγισης έστειλε την ίδια γενιά στη αγκαλιά της Χρυσής Αυγής, ήταν η γενιά που δεν διαχώρισε πάνω και κάτω πλατείες και την αποκήρυξε μόνο αφότου η ζημιά είχε γίνει.
Οι μεγαλύτερες ηλικίες είναι πιο ασφαλείς: αξιολογούν διαφορετικά τα γεγονότα που τις καθόρισαν την τελευταία δεκαετία, δίνουν με βεβαιότητα το παρών στην κάλπη και είναι αυτές που καθορίζουν στο τέλος «προς τα πού πάει το ρεύμα». Επομένως τα κόμματα κόβονται στα δύο.
Η κυβέρνηση από τη μια κανακεύει και από την άλλη μαλώνει «τη νεολαία», σαν τον κριντζ θείο που κάθεται μαζί της στα οικογενειακά τραπέζια. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγάζει μπροστά την νεότερη στελεχιακή του φρουρά, αλλά την ίδια στιγμή βασίζεται στον Σπίρτζη, τον Φωτόπουλο και στο old school πράσινο σύστημα για να πιάσει το ποσοστό του 2019 (με ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη πολιτικής). Στο ΚΙΝΑΛ οι φρέσκες προτάσεις με εσάνς από ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία προσκρούουν πάνω στο παλιό, το ορθόδοξο, που ναι μεν επιτάσσει ύμνους και εσωκομματικά φαγώματα, αλλά είναι τόσο οικείο όσο και πασέ.
Σε μερικά χρόνια από σήμερα, η Ελλάδα κάτω των 40 δεν θα είναι πια κάτω των 40 –θα είναι εκείνη που θα καθορίζει τις εξελίξεις. Και το πολιτικό σύστημα, αν μέχρι τότε δεν έχει καταφέρει να πιάσει τον τρόπο που σκέφτεται, θα βρεθεί μπροστά σε ένα εκλογικό σώμα που δεν θα αναγνωρίζει και δεν θα κατανοεί. Η αλλαγή δεν θα είναι πια επιλογή, αλλά μονόδρομος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News