Το ακούς συχνά από ζευγάρια που επέλεξαν να μην βαφτίσουν το παιδί τους: «εμείς δεν κάναμε βάπτιση, αλλά ονοματοδοσία». Θεωρούν, δηλαδή, ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να δώσουν όνομα στο παιδί τους. Είτε βάπτιση με παπά και νονό, είτε ονοματοδοσία στο ληξιαρχείο. Αυτό είναι λάθος. Διότι ονοματοδοσία πρέπει να κάνουν ούτως ή άλλως. Η βάπτιση είναι, κυριολεκτικά, άλλου παπά ευαγγέλιο, μία διαδικασία προαιρετική που δηλώνει το θρήσκευμα του παιδιού.
Πριν από λίγες ημέρες, στις 25 Ιουνίου 2020, η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αυτόν ακριβώς το λόγο. Επειδή, δηλαδή, αποδέχεται τη βάπτιση ως ισότιμη διαδικασία με την ονοματοδοσία, παραβιάζοντας τις θρησκευτικές ελευθερίες των γονέων. Αλλά και επειδή ορισμένα ληξιαρχεία τοποθετούν την ένδειξη «ονοματοδοσία» σε εγγραφές νεογνών, βεβαιώνοντας, εμμέσως, ότι δεν έχουν βαπτιστεί.
Και, εντάξει, οι γονείς συχνά δεν γνωρίζουν το νομικό πλαίσιο, νομίζουν ότι ακόμα ισχύει το καθεστώς προ του 1976, όταν το παιδί δεν έπαιρνε όνομα χωρίς την ευλογία και τη σφραγίδα του παπά. Φαίνεται, όμως, ότι δεν το γνωρίζουν ούτε οι ληξίαρχοι της χώρας ή, τέλος πάντων, παριστάνουν ότι το αγνοούν, με τη σιωπηρή συναίνεση του υπουργείου Εσωτερικών.
Η δικαστική υπόθεση ξεκίνησε από την επιμονή και την αστείρευτη διάθεση ενός ζευγαριού που το 2007 προέβη σε δήλωση ονοματοδοσίας στο Ληξιαρχείο Αμαρουσίου. Το ληξιαρχείο, δίπλα στο όνομα του παιδιού ανέγραψε την ένδειξη «ονοματοδοσία». Ουσιαστικά ενέγραψε στο αρχείο του ότι το παιδί δεν βαπτίστηκε. Αν οι γονείς προσκόμιζαν έγγραφα από την Εκκλησία, το ληξιαρχείο δεν θα σημείωνε καμία ένδειξη. Το ζευγάρι θεώρησε ότι αυτό προσβάλλει τη θρησκευτική του ελευθερία καθώς εκ των εγγράφων συνάγεται ότι δεν ακολούθησαν την ορθόδοξη παράδοση. Ομοίως και το παιδί καταγράφεται ως αβάφτιστο, δηλαδή ως μέλος της κοινωνίας που δεν εντάχθηκε στο ορθόδοξο πλήρωμα. Η θρησκευτική πίστη είναι ένα θέμα αυστηρά προσωπικό, υπαρξιακής φύσης. Και από τη στιγμή που δεν αναγράφεται στα δελτία ταυτότητας, δεν υφίσταται και λόγος να εμφανίζεται, έστω εμμέσως, σε δημόσια έγγραφα.
Οι γονείς, λοιπόν, ξεκίνησαν δικαστικό αγώνα προκειμένου να αφαιρεθεί η ένδειξη «ονοματοδοσία» από τη ληξιαρχική εγγραφή του παιδιού τους. Η υπόθεση έφτασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Και η αίτηση τους απορρίφθηκε. Το ΣτΕ απεφάνθη ότι η επίμαχη ένδειξη απλώς επαναλαμβάνει την ούτως ή άλλως μοναδική προβλεπόμενη διαδικασία κτήσης ονόματος. Το ΣτΕ έμεινε στο γράμμα του νόμου και όχι στην προέκτασή του. Αφού ούτως ή άλλως, μία είναι η διαδικασία ονοματοδοσίας, προς τι η προσφυγή των γονέων;
Η ονοματοδοσία είναι υποχρεωτική. Η βάπτιση δεν είναι. Η ονοματοδοσία αποτελεί την αποκλειστική διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού και απαιτεί συναίνεση και των δυο γονέων ή εξουσιοδότηση αν ένας εκ των δύο είναι απών. Η καταχώριση βάπτισης έχει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα την αναγραφή θρησκεύματος και δεν επιδρά στο ήδη δηλωθέν όνομα, ενώ μπορεί να γίνει χωρίς εξουσιοδότηση γονέως ή ακόμη και με πρωτοβουλία άλλων προσώπων. Κοινώς, όποιο όνομα και αν δώσει ο νονός, ό,τι και αν πει ο παπάς, ισχύει μόνο το όνομα που δηλώθηκε κατά την ονοματοδοσία του παιδιού.
Αυτό λέει ο νόμος. Δεν το λένε όμως και όλοι οι ληξίαρχοι της χώρας που δέχονται ως πράξεις ονοματοδοσίας τις βεβαιώσεις βάπτισης ή και κάνουν ειδική σημείωση για τη διαδικασία της ονοματοδοσίας, δηλαδή για τη μη βάπτιση του παιδιού.
Από σειρά αναφορών στο Συνήγορο του Πολίτη προκύπτει συχνή σύγχυση ανάμεσα στις δύο αυτές διαδικασίες: πολλά ληξιαρχεία, ελλείψει σαφών οδηγιών από το Υπουργείο Εσωτερικών, είτε καταχώριζαν τη βάπτιση ως ονοματοδοσία, είτε πληροφορούσαν παραπλανητικά τους ενδιαφερόμενους ότι δήθεν πρόκειται για δύο εναλλακτικές, ισόκυρες και παραλλήλως ισχύουσες δυνατότητες κτήσης ονόματος. Στις παρεμβάσεις του, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε πως «η εκδοχή, ότι σε ονοματοδοσία προβαίνουν μόνον όσοι δεν τελούν βάπτιση, ή ότι επί τελεσθείσης βαπτίσεως παρέλκει η ονοματοδοσία, όχι μόνο δεν παρίσταται σύμφωνη προς τις ανωτέρω διατάξεις, αλλ’ επί πλέον έχει ως αποτέλεσμα τον καταναγκασμό πολιτών σε ακούσια ληξιαρχική καταγραφή θρησκεύματος».
Το Υπουργείο Εσωτερικών παρήγγειλε σχετική γνωμοδότηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η γνωμοδότηση αυτή (431/2006) κατέληξε στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα με τις προτάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, απορρίπτοντας μάλιστα ρητώς κάθε ενδεχόμενο να γίνεται δεκτή η δήλωση βάπτισης ως «τετελεσμένη ονοματοδοσία». Ωστόσο το υπουργείο ουσιαστικά αγνόησε τη γνωμοδότηση και υιοθέτησε τη μέθοδο των κατ’ ιδίαν απαντήσεων σε ερωτήματα ληξιαρχείων, αποδεχόμενο την εναλλακτική πρακτική της σύνδεσης δηλώσεων βάπτισης με έννομες συνέπειες ονοματοδοσίας:. Ακριβώς την ίδια πληροφορία παρείχε μέχρι πρόσφατα η ιστοσελίδα του Υπουργείου σε σχετικό ενημερωτικό κείμενο: «η βάπτιση θεωρείται και κτήση κυρίου ονόματος, όταν στη δήλωσή της προβαίνουν και οι δύο γονείς από κοινού».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ζήτησε και ενσωμάτωσε στην απόφαση του τη γνωμοδότηση του Συνηγόρου του Πολίτη, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η διακριτή αναγραφή της ένδειξης «ονοματοδοσία» σε δημόσιο έγγραφο, η οποία παραβιάζει το δικαίωμα των γονέων να μην αποκαλύψουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ιδίων και του παιδιού τους, δεν προβλέπεται στο νόμο και δεν οφειλόταν σε απλή παραδρομή όπως ισχυρίστηκε το Ελληνικό Δημόσιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News