«…Απ’ το καθιστικό στο μπαλκόνι. Απ’ την κουζίνα ως τη γωνιά μου με τα friskies. Και το βραδάκι με λουρί μια βόλτα προς νερού μου στο παρκάκι ή στη γύρα του τετραγώνου. Αυτή ήταν η ζωή με την κυρία μου: τυπική σκυλίσια ζωή. Μέχρι που η απίστευτη είδε στον υπολογιστή έναν τύπο γραβατωμένο -πολιτικός, λέει- με ομόσκυλους τριγύρω του να τους μιλά σε κάποια ακατάληπτη -Αρχαία, μου είπαν- γλώσσα με αξέχαστα τσιριχτή φωνή. Αυτή ήταν η μοιραία στιγμή, τότε άλλαξαν όλα.
…Κάτι είχα μυριστεί βέβαια απ’ την αρχή, στα βαφτίσια μου, αλλά δεν πήγε ο νους μου. Εχετε ακούσει σκύλο ντελικάτο του καναπέ να ονομάζεται Ηφαιστίωνας; Εγώ. Ούτε Τζακ, ούτε Φιντέλ ούτε Αζόρ: Ηφαιστίωνας. Μέχρι να μάθω να ανταποκρίνομαι είδα κι έπαθα… Ηταν αρχαιολάτρισσα και μακεδονοπαθημένη η κυρία μου και ευτυχώς που δεν επικράτησαν οι αρχικές σκέψεις της να με πει Μελέαγρο, Λαομέδοντα ή Πολυπέρχοντα (κι αυτοί στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν).
…Με το που άκουσε τον τσιριχτό γραβατοφορεμένο στο πισί, άλλαξε η συμπεριφορά της απέναντί μου. Αλλος άνθρωπος, άλλος τρόπος. Αντί «πάρτο, Ηφαιστίωνα» που μου φώναζε, όταν μου πέταγε το μπαλάκι στο μπαλκόνι, άρχισε να λέει ένα ακαταλαβίστικο «λαβέ το σφαιρίδιον». Αντί «γρήγορααα», μου φώναζε κάτι σαν «ίσθι ωκύπους». Αμ το άλλο: «Στήθι, κύον» κι εγώ έπρεπε να το καταλάβω και να σταθώ σούζα. Άκου στήθι!!! Κι αν έκανα πως γάβγιζα, ένα «παύε τας υλακάς, ώ άφρον κύον» ερχόταν να με βάλει στη θέση μου. Μετά άρχισε και κάτι που μ’ έκανε να νιώθω λίγο Γιαπωνέζος: «Καθίζου, Ηφαιστίων».
…Σιγά σιγά, μέσα σε λίγες μέρες, η σκυλίσια ζωή μου έγινε ένα δράμα. Ούτε καν τη βραδινή βόλτα στο καχεκτικό παρκάκι δε μπορώ να ευχαριστηθώ ούτε τις χαρούλες μας, αν ακούω το «ελθέ δεύρο, ώ μειρακίσκε». Μου ταράζει εξάλλου τον μεταβολισμό μου πια εκείνο το επιτακτικό «μη πανταχού αφόδευε», που κρώζει η αφεντικίνα μου κάθε τόσο. Τη χαριστική βολή έδωσε ο γρίφος «ανάμενε, Ηφαιστίων, ίνα τους κόπρους περισυλλέξω εκ της οδού».
…Κι επειδή δράμα χωρίς κορύφωση δεν γίνεται, γοητευμένη η κυρά μου από τον ακατάληπτο τσιριχτό και τις ιδέες του, ήρθε χθες το απόγεμα στο σπίτι με κάποιους τόμους παραμάσχαλα. Κάτι περί Γραμματείας ενδόξων προγόνων και «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα, βέλτιστε των κυνών» μου είπε και άρχισε μεγαλόφωνα να μου διαβάζει το ρήμα «λύω» σε όλους τους χρόνους. Ακολούθησε ανάλυση για το τι είναι κατηγορούμενο και τι ετεροπροσωπία. Τα βράδια, μετά τη βόλτα και το μη πανταχού, για να μας πάρει ο ύπνος, μου απαγγέλλει ανώμαλα ρήματα: ορώ, εώρων, όψομαι, είδον, εόρακα-εώρακα ή όπωπα, εωράκειν. Όπωπα είναι ή άπαπα άραγε; Κι άντε να κλείσεις μάτι…
…Το καθημερινό πλέον και επίμονο φροντιστήριο με βοηθά. Μαθαίνω σιγά σιγά και καλύπτω τα κενά μου. Με το διδαγμένο κείμενο τα πάω καλά. Έχω ένα θέμα με το Συντακτικό και το αδίδακτο. Οι Πανελλαδικές για σκύλους δεν προκηρύχτηκαν ακόμη αλλά αισιοδοξώ πως με σκληρή μελέτη και λίγη τύχη θα τα καταφέρω στο μάθημα “Τα Αρχαία τοις κυσί”….»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News