Βγαίνει ο Νίκος Σύψας, το βράδυ της Κυριακής στον ΣΚΑΪ, και λέει ότι με την κοσμοσυρροή που είδαμε το Σαββατοκύριακο, μπορεί να χρειαστεί να ξανακλείσουμε τα σχολεία. Βγαίνει μετά ο Αθανάσιος Τσακρής, πάλι στον ΣΚΑΪ, αλλά πρωί Δευτέρας, και λέει ότι «δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί να ξανακλείσουμε τα σχολεία». Στο μεταξύ έχει βγει, στο Twitter, γιατί φαίνεται ότι δεν του αρκούν οι τηλεοπτικές παρουσίες, ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος και λέει ότι δεν έπρεπε καν να ανοίξουν τα σχολεία, διότι «μεταξύ του πατέρα που ζητά να ανοίξει το μαγαζί του και του παιδιού που θέλει να πάει στους συμμαθητές και τη δασκάλα του, νομίζω προηγείται ο πατέρας»…
Ωραία. Ας πούμε ότι η επί δεκάμηνο καθημερινή υπερέκθεση των επιστημόνων έχει ένα νόημα για να υπενθυμίζουν στους πολίτες ότι το πρόβλημα της Covid-19 είναι εδώ, ότι πρέπει να προσέχουμε κ.λπ. Σε όσους βγαίνουν από το πρωί στα κανάλια και στα ραδιόφωνα και δημοσιολογούν στα social media, προσθέστε και τους έναν-δυο ειδικούς που βγαίνουν και στην επίσημη ενημέρωση του υπουργείου Υγείας τα απογεύματα και έχετε σχεδόν 24ωρη κάλυψη. Αποκλείεται να μην ακούσεις προειδοποιήσεις για το πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση και πόσο επικίνδυνη είναι η συμπεριφορά σου, όταν τολμάς να βγεις από το σπίτι ή αν το παιδί σου πάει «στη δασκάλα του».
Ας πούμε και ότι οι διαφορετικές απόψεις είναι φυσιολογικό φαινόμενο, ο καθείς σταθμίζει διαφορετικά τις παραμέτρους. Αλλες σταθμίζει ο πειθαρχικός κ. Σύψας, άλλες ο πραγματιστής κ. Τσάκρης, άλλες ο pro business κ. Εξαδάκτυλος, άλλες η darling του ΣΥΡΙΖΑ Αθηνά Λινού, που πρότεινε το υπουργείο Παιδείας να δημιουργήσει σχολικές τάξεις μέσα σε εκκλησίες (άραγε ο Αλέξης Τσίπρας τη θεωρεί ακόμα ιδανική για υπουργό Υγείας;). Τέλος πάντων, ας μην ξεχνάμε ότι με τις απόψεις ισχύει και η ρήση του Κλιντ Ιστγουντ.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι όταν μιλούν όλοι και συνέχεια, στο τέλος δεν ακούς κανέναν. Ακούς μόνο έναν θόρυβο τον οποίο, προκειμένου να επιβιώσεις, μαθαίνεις να τον αγνοείς.
Και δεν είναι μόνο η οχλαγωγία των ειδικών και μη, οι οποίοι έχουν κλείσει καθημερινή θέση σε τηλεπαράθυρα και, μεταξύ μας, απολαμβάνουν τη δημοσιότητα, ενώ δίνουν χρησμούς για τη ζωή μας –να, η Ματίνα η Παγώνη, που ως συνδικαλίστρια νοσοκομειακός λέει και αυτή τη γνώμη της, βγήκε μέχρι και στην Τσιμτσιλή και είπε πόσο τής είναι ευχάριστο που «στο σουπερμάρκετ και στη λαϊκή με σταματάνε και με ρωτάνε τι θα γίνει και πότε θα βγουν έξω».
Είναι ότι κάπου έχει χαθεί ο συντονισμός των ειδικών, του πομπού δηλαδή, με τον δέκτη, τον πολίτη. Οταν βγαίνεις στην τηλεόραση και καταγγέλλεις τον «συνωστισμό» και την κοσμοσυρροή στην παραλία μια Κυριακή σαν την χθεσινή, κάπου χάνεται το μέτρο, αν δεν χάνεται και η επαφή με την ελληνική γλώσσα, καθώς συνωστισμός είναι το στρίμωγμα πολλών ανθρώπων σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο (λεξ. Τριανταφυλλίδη) και όχι ότι είδαμε κάποιους να κάνουν βόλτα στον Φλοίσβο φορώντας μάσκα ή να παίζουν ρακέτες στην παραλία.
Αλλα ας πούμε, για χάρη της συζήτησης, ότι υπήρξε και κάποιος «συνωστισμός». Τα σκανδαλοθηρικά ρεπορτάζ για τον επάρατο συγχρωτισμό που είδαμε στα κανάλια την Κυριακή το βράδυ, σε τι βοηθούν; Τι προσθέτει στη δημόσια συζήτηση το κυνήγι της εικόνας μιας πλαζ με κόσμο ή ενός πάρκου με μια οικογένεια να κάνει πικνίκ, σε ρεπορτάζ διανθισμένο με τους ανησυχούντες ειδικούς που προβλέπουν καταστροφή; Ολο αυτό δεν ήταν απλώς υπερβολή, πλησιάζει τα όρια της προσβολής.
Πρώτον, ο κόσμος που «συνωστίζεται» στους πεζόδρομους και στις πλατείες φοράει πια μάσκα. Ο,τι δηλαδή έπρεπε να έχει γίνει στη χώρα από τον Σεπτέμβριο, αλλά ας μην τα ψάχνουμε αυτά. Τώρα πια η μάσκα είναι κανόνας. Ναι, κάποιοι την κατεβάζουν για να πιουν καφέ ή να κάνουν τσιγάρο, αλλά αυτοί είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Η απόδειξη ότι η χρήση μάσκας σε εξωτερικούς δημόσιους χώρους είναι καθοριστική, παρά τον όποιο συνωστισμό, είναι η ογκώδης συγκέντρωση στο Εφετείο για τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Εκρηξη κρουσμάτων δεν υπήρξε, παρά την ανησυχία. Δεν το λέω εγώ. Το δήλωσε άλλη ειδικός, η πνευμονολόγος Μίνα Γκάγκα, πάλι στην τηλεόραση.
Δεύτερον, όταν έξω έχει 20 βαθμούς και ζητάς από τους πολίτες να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους ή να μην πάνε στους λιγοστούς ανεκτούς δημόσιους χώρους μιας τεράστιας, πνιγηρής και άθλιας τσιμεντούπολης, όχι μόνο δεν ξέρεις τι ζητάς, δεν ξέρεις καν τι λες! Μιλάμε για πόλεις που εις το όνομα της αγίας αντιπαροχής αναπτύχθηκαν χωρίς πλατείες, χωρίς πράσινο, με σπίτια χωρίς φως, χωρίς εξαερισμό, πόλεις και ζωή χωρίς «αναπνοές». Πόλεις που για να αναπνεύσεις, πρέπει να πας να δεις τη θάλασσα ή έστω να περπατήσεις ως την όποια πλατεία.
Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να δείχνουμε με το δάχτυλο τους πολίτες. Ιδίως όταν τους μιλάμε για τη ζωή τους, την ώρα που δίνουν μάχη επιβίωσης, δίνουν μάχη για κάθε μία ανάσα που παίρνουν. Οχι τίποτε άλλο, διότι θα πάψουν να ακούνε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News