Οι «ήξερα, αλλά δεν είπα τίποτα…». Οι «κάτι είχα ακούσει, αλλά τι να έλεγα…». Αυτή η μάστιγα. Ανθρωποι της διπλανής πόρτας, της διπλανής πολυκατοικίας, της γειτονιάς. Πάντα, σε τέτοια περιστατικά, τους κυνηγάνε οι κάμερες για μια δήλωση: «Επεσε κάτι στην αντίληψή σας;». Κι εκείνοι, σχεδόν πάντα, σπεύδουν να δηλώσουν ότι κάτι είχαν δει, κάτι είχαν ακούσει, κάτι τους φάνηκε περίεργο. Κοιτώντας τον φακό μ’ ένα το ύφος που σου κάθεται στον λαιμό. Το ύφος του αθώου γνώστη, έτσι το λέω.
«Ολα αλήθειες είναι. Μία η ώρα, δύο τη νύχτα. Τρεις. Πολλά παιδιά. Νύχτα, μεσάνυχτα. Αυτό που σου λέω» είπε ένας στην κάμερα του ΣΚΑΪ. Και συμπλήρωσε ότι συνέβαινε χρόνια, «όσα χρόνια έχουμε εδώ πέρα». Εγώ, πάλι, δεν ξέρω τι απ’ όλα είναι αλήθεια, περιμένω τη Δικαιοσύνη να το πει. Απορώ, όμως. Αυτοί οι γείτονες, που μιλάνε με τόση βεβαιότητα, τώρα βρήκαν τη μιλιά τους; Τόσο καιρό τι έκαναν που έβλεπαν ανήλικα να μπαινοβγαίνουν αξημέρωτα στο σπίτι του γείτονά τους; Ακουγαν, λέει, ψίθυρους και φωνές.
Τον έβλεπαν στην πλατεία να κάθεται με έφηβους μετανάστες, υποψιάζονταν ότι «ψαρεύει» δεκαπεντάχρονα στο γυμναστήριο της γειτονιάς. Και τι δεν άκουσα να λένε αυτά τα στόματα, τα μέχρι τώρα κλειστά. Εγώ, αν ήμουν στη θέση τους κι ερχόταν δημοσιογράφος να με ρωτήσει, τώρα που αποκαλύφθηκε το κακό δίπλα μου, θα ντρεπόμουν να το ομολογήσω, ότι υπήρξα βουβός παρατηρητής του.
Εκείνοι, όμως, οι γείτονες, οι λαλίστατοι μπροστά σε δημοσιογράφους και κάμερες, όχι απλώς δεν ντρέπονται, το λένε και το φωνάζουν. Κάποιοι έχουν και μια υποβόσκουσα περηφάνια καθώς περιγράφουν όσα είδαν ή ψυλλιάστηκαν. Σαν να ήρθε επιτέλους η ώρα που δικαιώνονται: «Ελα, κάμερα, να σου τα πω, εγώ τα ξέρω!». Σαν να έσκαγαν, βρε παιδί μου, που τα κρατούσαν μέσα τους τόσο καιρό. Μέσα τους, που λέει ο λόγος, τα λέγανε μεταξύ τους στα καφενεία, με τις γυναίκες, τους άνδρες, τις πεθερές και τις μάνες τους. Με φίλους και γνωστούς. Με τους άλλους γείτονες. Ολη η γειτονιά ήξερε, τον ήξερε.
Ενας δεν βρέθηκε να φωνάξει την αστυνομία; Βρέθηκε, αλλά ξέρετε τι τον ενόχλησε; Η φασαρία από κάποιο πάρτι που έκανε ο κύριος στο διαμέρισμά του. Οχι οι ψίθυροι, όχι τα συνεχόμενα μπες-βγες ανηλίκων, το πάρτι: «Ενα καλοκαίρι γινόταν πολύ μεγάλη φασαρία, χόρευαν νεαροί, κοπέλες εκεί πάνω, γινόταν ένας πανικός, βγήκα τρεις η ώρα φώναξα, κανένας, με κοροϊδέψανε, ύστερα από λίγη ώρα ακούω σειρήνα του 100», είπε ένας ένοικος της πολυκατοικίας στο Mega.
Αχ, αυτή η νοοτροπία της σιωπής. Η κακή συνήθεια να μην παίρνεις θέση. Το ριζωμένο βαθιά στο κεφάλι μας «πού να μπλέκομαι τώρα». Ο κανόνας μας, να αφήνουμε τα τέρατα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, έξω απ’ την πόρτα μας. Η ψευδαίσθηση ότι αφού δεν μπαίνουν σπίτι μας, δεν μας αφορούν. Είναι συγκλονιστικό, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η νοοτροπία επιβεβαιώνεται, για ακόμα μια φορά, με τις δηλώσεις των γειτόνων μπροστά στα τηλεοπτικά συνεργεία. Στόματα ερμητικά κλειστά. Ενα ακόμα «έγκλημα», πίσω απ’ το έγκλημα.
Και μετά τους γείτονες, έρχονται και οι άλλες δηλώσεις. Του επαγγελματικού κλάδου. Των συναδέλφων. Από την ώρα που μίλησαν τα θύματα, έχω βαρεθεί να διαβάζω τίτλους ανθρώπων του χώρου που παραδέχονται ότι γνώριζαν. Και για τον ένα και για τον άλλο. Για όλους. Μικρό χωριό η Ελλάδα, μικρό χωριό και ο χώρος του θεάματός της. Αν εργάζεσαι σ’ αυτόν, φυσικά και έχεις ακούσει, σου έχουν πει, πολύ πιθανόν να το έχεις δει να συμβαίνει δίπλα σου. Δεν το είπες, όμως, κι εσύ το λες τώρα.
Αλλά ας μείνουμε στη μεγάλη εικόνα. Σημασία έχει που το λες, έστω και τώρα. Σημασία έχει που το λέμε, φωναχτά, όλοι μαζί. Θέλω, όμως, να ελπίζω ότι μέσα απ’ αυτή την ιστορία, τον χείμαρρο που έχει ξεχυθεί ασταμάτητος και ξεπλένει τη λάσπη, να πάρουμε κι ένα μάθημα. Να καταλάβουμε ότι αν μάθουμε να μιλάμε εγκαίρως, αν βάλουμε ένας τέλος στην ανοχή και τη σιωπή απέναντι στο κακό που γνωρίζουμε, που συμβαίνει δίπλα μας, εκεί πραγματικά θα μπορούμε να μιλάμε για μια πραγματικά μεγαλειώδη νίκη.
ΥΓ. Το είπε πολύ ωραία ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας». Αυτό εννοούσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News