Ας πούμε ότι είσαι ο Αλέξης Τσίπρας, 47 ετών και πρώην Πρωθυπουργός. Τώρα δεν υπάρχει κανένας να σε αμφισβητήσει στο κόμμα –όλοι σού αναγνωρίζουν ότι εσύ τον πήγες τον ΣΥΡΙΖΑ από το 4,6% στο Μαξίμου και μπορείς να λες ότι θα πάρεις ξανά την εξουσία και κάποιοι να σε πιστεύουν κιόλας. Μετά τις επόμενες εκλογές όμως; Μετά από μια νέα ήττα; Μετά, ποιος τους ακούει όλους αυτούς; Και ο χρόνος λιγοστεύει. Σκέψεις που σε κάνουν να μένεις ξύπνιος τη νύχτα.
Συνήθως, όταν αδειάζει η κλεψύδρα της κυβερνητικής θητείας και πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, την αγωνία την έχει αυτός που κυβερνά και φθείρεται – προσπαθεί να προλάβει την επανεκλογή πριν η βλάβη είναι μη αναστρέψιμη. Αλλά ζούμε την πολιτική παραδοξότητα όπου την αγωνία την έχει ο άλλος: ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει να περνούν οι μήνες και τα χρόνια και το κόμμα του να μένει καθηλωμένο σε ποσοστά χαμηλότερα ακόμα από την εκλογική του επίδοση του 2019, όταν ηττήθηκε κατά κράτος από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εχουμε καβατζάρει το μέσον της κυβερνητικής θητείας και σύμφωνα με όλες –με όλες!– τις μετρήσεις, η διαφορά υπέρ του κυβερνώντος κόμματος κινείται σε διψήφια ποσοστά, ενώ η όποια υπαρκτή δημοσκοπική φθορά της ΝΔ δεν μετατρέπεται σε ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ δεν μιλάμε για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, αλλά ούτε καν για πιθανότητα μιας εκλογικής μάχης κάποιων αξιώσεων.
Αυτήν την εποχή το τοπίο στον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κινούμενη άμμος. Την ίδια ώρα που δεν φαίνονται σημάδια ανάκαμψης, υπάρχει δυσκολία στο να προσδιοριστεί η ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του κόμματος, προκαλώντας σύγχυση. Απάντηση στο ερώτημα «τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;» ακόμα δεν υπάρχει. Εδώ δεν έχει γίνει καν συνέδριο, θα μου πείτε, αλλά έστω μια ιδέα θα έπρεπε να έχει ο κ. Τσίπρας για το τι είναι πια το κόμμα του. Είναι κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα; Ελα ντε!
Τα λεκτικά σχήματα του στιλ «να στρίψουμε αριστερά για να κερδίσουμε το κέντρο» μπορεί να συμβάλλουν στη διατήρηση των αναγκαίων εσωκομματικών ισορροπιών, όμως από τη μία εκπέμπουν θολό μήνυμα και από την άλλη είναι αδύνατον να μεταφραστούν σε εφαρμοσμένη πολιτική, όπως έδειξε και η στάση του κ. Τσίπρα στη συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία.
Το ευρωπαϊκό timing βέβαια δεν βολεύει. Το 2021 δεν είναι 2014 και οι άλλοτε ενθουσιώδεις «κόκκινοι» εταίροι του στην Ευρώπη περιθωριοποιούνται (το Die Linke κόντεψε να μην μπει στη Βουλή στη Γερμανία, οι Podemos υποχωρούν στην Ισπανία, ο Μελανσόν είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στη Γαλλία). Ετσι έχουμε το περίεργο ο ΣΥΡΙΖΑ να αυτοπροσδιορίζεται μεν ως ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά να επιδιώκει να εμφανίζεται και ως εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατίας και να επιδιώκει με αυτή την ομιχλώδη ταυτότητα να προσεγγίσει και ψηφοφόρους του Κέντρου. Θα μου πείτε έχει ιδεολογικές αναστολές ο κ. Τσίπρας; Οταν τον βόλευε δεν δίστασε να συγκυβερνήσει με τον Πάνο Καμμένο που σε όλη την πολιτική του διαδρομή ήταν τοποθετημένος στη δεξιά πτέρυγα της ΝΔ.
Ομως σήμερα δεν υπάρχει η εξουσία να λειτουργεί ως συγκολλητικός παράγοντας, ούτε η κρίση να γεμίζει τις πλατείες με πάσης φύσεως αγανακτισμένους. Τα εμπρηστικά συνθήματα δεν λειτουργούν –ή δεν λειτουργούν τόσο. Απαιτούνται ρεαλιστικές λύσεις. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ούτε παγκόσμια οπτική διαθέτει, ούτε την υποδομή να παρακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις, ούτε ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του η τεκμηριωμένη κριτική και η προγραμματική αντιπολίτευση. (Ο κόσμος δεν τον αγάπησε για κάτι τέτοια, για άλλα ταυτίστηκε μαζί του.)
Και πάμε στις επικείμενες εκλογές. Εδώ πρέπει να παίξει τα ρέστα του. Οσο η πρόταση περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» δεν προκύπτει, αφού ακόμα και αν αποδεχτούμε ότι υπάρχει πολιτική ουσία σε όλο αυτό, δεν φαίνονται στον ορίζοντα πρόθυμοι εταίροι, το θέμα αποκτά χαρακτηριστικά προσωπικής πολιτικής επιβίωσης για τον κ. Τσίπρα.
Αν δεν ανατραπεί το σημερινό σκηνικό και ο ΣΥΡΙΖΑ ηττηθεί, ο κ. Τσίπρας θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραμείνει στην ηγεσία. Ηδη είναι ο μοναδικός αρχηγός κόμματος εξουσίας, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου (και αυτός λόγω ειδικών συνθηκών, το 1989) που έχασε εκλογές και παρέμεινε στην αρχηγία του κόμματός του: ο Γεώργιος Ράλλης παραιτήθηκε μετά την ήττα το 1981, ο Ευάγγελος Αβέρωφ το 1984, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993, ο Κώστας Σημίτης παρέδωσε την εξουσία το 2003, πριν καν χάσει το ΠΑΣΟΚ, ο Κώστας Καραμανλής παραιτήθηκε την ίδια νύχτα της ήττας το 2009, ο Γιώργος Παπανδρέου εγκατέλειψε στη μέση της θητείας του το 2011, ο Αντώνης Σαμαράς αποχώρησε το 2015, όχι ακριβώς μετά την ήττα του, αλλά μετά το δημοψήφισμα, που συνιστούσε και πολιτική αποδοκιμασία του.
Γνωρίζει λοιπόν και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ότι ύστερα από μια δεύτερη ήττα δεν μπορεί να μείνει στη θέση του και ότι η ανάγκη παραίτησής του δεν είναι ακραίο σενάριο, αλλά το πιο πιθανό ενδεχόμενο. Οσο και αν προσπαθεί να φτιάξει μια ομάδα νέων εμπίστων, η οποία θα τον στηρίξει στο μετεκλογικό σκηνικό μέσα στο κόμμα, αυτό δεν αρκεί. Και μπορεί σήμερα να μην έχει εμφανιστεί εκείνος που θα τον διαδεχθεί (παρότι διάφορα ονόματα ήδη συζητούνται στο παρασκήνιο), αλλά είναι βέβαιο ότι δεν θα αργήσει να εμφανιστεί και στις διεργασίες που θα ξεκινήσουν ύστερα από άλλη μια ήττα, θα δηλώσει «παρών» ή «παρούσα».
Η φράση του κ. Μητσοτάκη περί «γαλοπούλας που δεν βιάζεται να έρθουν τα Χριστούγεννα» μπορεί να ξένισε για το ύφος, αλλά ο βασικός λόγος που προκάλεσε θόρυβο ήταν άλλος: γιατί λέει μια αλήθεια, απεικονίζει την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αντίπαλός του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News