Η μητέρα μου ήταν καθαρίστρια. Είχε πάει σε σχολή κομμωτικής, όμως λεφτά στο σπίτι δεν υπήρχαν και έτσι αναγκάστηκε να αφήσει από νωρίς το πιστολάκι και τα ψαλίδια και να καταφύγει στη σκούπα, στα απορρυπαντικά και στη σφουγγαρίστρα. Δεν βοήθησε και το γεγονός ότι ο πατέρας μου έμεινε άνεργος όταν εγώ ήμουν 11 χρονών. Ναι, το ξέρω, όλα αυτά ακούγονται σαν χιλιομασημένο σενάριο με πρωταγωνίστρια μία θηλυκή εκδοχή του Βασιλάκη Καΐλα. Αλλά δεν γράφονται με τέτοια διάθεση. Καθόλου.
Σήμερα λοιπόν μου ξύπνησαν πάρα πολλές τέτοιες αναμνήσεις από τα «δύσκολα παιδικά μου χρόνια», όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε σε παρέες ή ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Αφορμή, όλος αυτός ο σάλος που προκλήθηκε με τις δηλώσεις της νέας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) υφυπουργού Μακεδονίας και Θράκης, Κατερίνας Νοτοπούλου.
Τι δουλειά έκανε προτού αναλάβει αυτή τη βαρυσήμαντη θέση; Ηταν όντως και καθαρίστρια; «Θα ήταν τιμή μου να ήμουν καθαρίστρια» απάντησε η ίδια στους επικριτές της. «Δεν θα ήταν ικανή να είναι ούτε καθαρίστρια» απάντησαν κάτι εξυπνάκηδες στο Twitter.
Μένω αποκλειστικά σε αυτό το γεγονός και το απογυμνώνω από κάθε απόπειρα πολιτικού σχολιασμού ή εκτίμησης για το πόσο ικανή ή ανίκανη είναι η Νοτοπούλου για υφυπουργός. Με ενδιαφέρει αποκλειστικά η κοινωνική χροιά του ζητήματος. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ στα 41 μου –έχουν περάσει αισίως 30 χρόνια από τότε που η μητέρα μου αποφάσισε να γίνει καθαρίστρια για να κρατήσει όρθιο το σπίτι μας–, εν έτει 2018, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που κάνουν πλακίτσα ή «job shaming» για να χρησιμοποιήσω τον πιο σύγχρονο όρο, με κάτι τέτοιο.
Μεγαλώνεις με τη φράση «η δουλειά δεν είναι ντροπή». Για να συνειδητοποιήσεις, δεκαετίες αργότερα, σε μία Ελλάδα με εθνικό σπορ την ανεργία και τα περιζήτητα επαγγέλματα να έχουν χάσει ολοσχερώς το κύρος και τη λάμψη τους, ότι τελικά, είναι ντροπή;
Ακόμα και η ίδια η υφυπουργός έσπευσε να το διαψεύσει, σαν να ντρεπόταν – «δεν δούλεψα καθαρίστρια, ήμουν στο περίπτερο Τουρισμού». Το σχήμα προφανές: καλύτερα στο «περίπτερο Τουρισμού» (τι διάολο είναι αυτό;) παρά να καθαρίζεις.
Ποτέ μου δεν ντράπηκα για τη δουλειά της μητέρας μου. Την έβλεπα να βάζει ξυπνητήρι και να σηκώνεται στις 4.30 τα ξημερώματα κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής. Τη θαύμαζα, γιατί ήταν υπερήφανη και γιατί, ακριβώς επειδή δεν είχαμε πολλά λεφτά, η κύρια έννοια της ήταν να μη μου λείψει τίποτα. Θα μου έπαιρνε πάντα τα πιο ακριβά αθλητικά παπούτσια, την πιο μοδάτη κασετίνα για να βάζω μέσα τα μολύβια μου, και από ντύσιμο, σκέτο φιγουρίνι.
Ηταν σχεδόν αστείο, αλλά οι συμμαθητές μου πίστευαν ότι μεγαλώνω στα πούπουλα. Ακριβώς επειδή ντυνόμουν πάντα με ωραία ρούχα και χαμογελούσα όλη την ώρα. Στη δεκαετία των 90s, με τις περισσότερες μαμάδες να δηλώνουν «οικιακά» στο κουτάκι με το επάγγελμα, δεν είχα πρόβλημα να πω στα παιδιά τι δουλειά έκανε η δική μου. Στα μάτια μου ήταν μία ικανότατη business woman. Και όντως ήταν.
Η μητέρα μου όμως, ίσως από υπερβολική προστατευτικότητα, ίσως επειδή γνώριζε τι εστί «job shaming» πολύ προτού εφευρεθεί ο όρος, μου έλεγε αυστηρά: «Μη λες στα παιδιά ότι είμαι καθαρίστρια, θα σε κοροϊδεύουν». Την άκουσα και δεν το έλεγα.
Είχα επινοήσει τη δική μου ιστορία, βασισμένη αρκετά σε αληθινά γεγονότα και στο με τι θα ήθελε να ασχοληθεί πραγματικά η μητέρα μου, αν οι συνθήκες ήταν λίγο πιο ευνοϊκές: «Η μαμά μου έχει δικό της κομμωτήριο. Αυτή με κουρεύει» έλεγα στα υπόλοιπα κορίτσια της τάξης. Και όταν εκείνα ρωτούσαν πού είναι το κομμωτήριο για να έρθουν, τους έλεγα ορθά κοφτά: «Α, δεν γίνεται… Είναι πολύ μακριά το κομμωτήριο. Πάρα πολύ ψηλά, σε μία μεγάλη ανηφόρα στην Κυψέλη». Μέναμε στα Κάτω Πατήσια, οπότε όπως το υπολογίζω τώρα, η παιδική μου μυθοπλασία τοποθετούσε το ουτοπικό κομμωτήριο κάπου στο Γαλάτσι, στα Τουρκοβούνια.
Στο παιδικό μυαλό μου η μητέρα μου είχε τη μορφή της σούπερ καθαρίστριας. Την είχα χρίσει βασίλισσα στην ιεραρχία. Ισως επειδή είχε αναλάβει όλες τις «πλούσιες» πολυκατοικίες της Φωκίωνος Νέγρη, περιοχής που τότε ήταν στα καλύτερά της. Κάποια απογεύματα, που δεν είχα σχολείο, με έπαιρνε μαζί της για παρέα. Καθόμουν στο γραφειάκι του θυρωρού και διάβαζα τα μαθήματά μου, «Μίκυ Μάους», ή και τα δύο, εναλλάξ.
Τη θυμάμαι να παραπονιέται επειδή εισέπνεε πάρα πολύ δυνατά απορρυπαντικά που της έφερναν ζαλάδα. Τη θυμάμαι να παραπονιέται ότι την πονούσε η μέση της και αργότερα, όλο της το σώμα. Τη θυμάμαι να κλείνεται μέσα στο μικροσκοπικό «ασανσέρ υπηρεσίας» που είχε μία από αυτές τις λουσάτες πολυκατοικίες, μαζί με όλες τις σακούλες σκουπιδιών από τα διαμερίσματα, που για κάποιον λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα, κατέβαζε η ίδια, και όχι ο κάθε ένοικος ξεχωριστά. Τη θυμάμαι. Και τη θυμήθηκα για τα καλά σήμερα, μια και ακούστηκαν και γράφτηκαν τόσα και τόσα σχόλια από ψευτοαριστοκράτες που μπορεί να μην έχουν λεφτά να φάνε, γραφείο για να πάνε, αλλά θα ποστάρουν την «κοκτεϊλάρα» στο Instagram.
Ζούμε σε μια χώρα που η προσωπική σου αξία εξαρτάται από το τι θα απαντήσεις στην ερώτηση «με τι ασχολείσαι». Και αν δώσεις τη λάθος απάντηση;
Οχι. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να απαξιώνεις τη δουλειά. Αλλωστε, όπως λένε, η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά. Την άλλη μισή, τη χάνεις καθαρίζοντας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News