Στην περίφημη εισήγηση του Νικίτα Χρουστσόφ προς το 20ό Συνέδριο της Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης «Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της», υπάρχει ένα απόσπασμα που το έβρισκα πάντα διασκεδαστικό. Στην ευγενική του προσπάθεια να αποκαθηλώσει τον Στάλιν και να κατακεραυνώσει την προσωπολατρία που εισήγαγε στην ΕΣΣΔ, ο διάδοχός του καταλήγει να χρησιμοποιήσει το απόλυτο και ύστατο επιχείρημα: η προσωπολατρία είναι κακή γιατί έτσι έχει πει ο Λένιν.
Η προσωπολατρία και ο μεσσιανισμός συνοδεύουν την ιστορία της Αριστεράς, λίγο-πολύ σε όλες τις εκδοχές της, σαν μια βαριά κληρονομική ασθένεια. Υπάρχει βέβαια στη ρίζα της μια αντίφαση. Βασισμένη σε θεωρητικές επεξεργασίες οικονομολόγων και κοινωνιολόγων που άλλαξαν τον τρόπο που αναλύουμε τον κόσμο, στηριγμένη από την κρεμ ντε λα κρεμ της διανόησης του 20ού αιώνα, η Αριστερά χρειάστηκε πάντοτε να συνομιλήσει με τα πιο περιθωριοποιημένα ή απειλούμενα κοινωνικά στρώματα για να μαζικοποιηθεί, χωρίς κατά κανόνα να μπορέσει να καλύψει το διανοητικό κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας – και να πώς κατέληγε να επιστρατεύει την μεσιτεία των προσώπων. «Ο μηχανισμός της προπαγάνδας βάζει πάντα τάξη στην γκαλερί των νεκρών ηρώων», έγραφε στο «Αστείο» του ο μακαρίτης Μίλαν Κούντερα, αλλά και με τους ζωντανούς δεν πάμε καλύτερα.
Η περίπτωση Κασσελάκη, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τόσο ξένη όσο φαινομενικά μοιάζει προς την ιστορία της Αριστεράς – έστω και αν ανήκει στη χειρότερη από τις παραδόσεις της. Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα –και το γεγονός ότι αυτή έγινε σε δύο φάσεις– είχε ανοίξει ήδη το καπάκι της σωτηρολογίας. Μέλη του ΣΥΡΙΖΑ έγραφαν στα κοινωνικά δίκτυα ότι θα αποχωρήσουν από το κόμμα εφόσον άλλαζε πρόεδρο.
Στελέχη που εξέφραζαν με πολιτισμένο τρόπο την υποστήριξή τους σε κάποιον από τους αρχικούς υποψήφιους δέχονταν μπούλινγκ από οργισμένους οπαδούς, ωσάν να ήταν χήρες που παραβίαζαν την αρετή του πένθους. Το να τους επισημάνεις ότι είναι εύλογο ένα κόμμα να εναλλάσσει την ηγεσία του και ιδιαίτερα όταν έχει χάσει 18 μονάδες σε τέσσερα χρόνια, δεν ήταν απλώς μάταιος κόπος: κινδύνευες να βρεθείς σύντομα στον τάκο, μαζί με το διαβόητο «SMS της Αχτσιόγλου», το μυθολογικό αντίστοιχο των Πρωτοκόλλων της Σιών στην κούρσα διαδοχής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εμφάνιση του Κασσελάκη γέμισε αυτό το κενό με τον ίδιο θρησκευτικό τρόπο που αυτό είχε ανοίξει. Η ιδέα ενός «άφθαρτου» (δηλαδή «αναμάρτητου») νέου άνδρα, που μάλιστα ήταν επιτυχημένος και αυτοδημιούργητος, σε αντιδιαστολή προς τους φθαρμένους πρώην υπουργούς, που είχαν εξάλλου «πικράνει» –αν όχι «προδώσει»– τον πρόεδρο, ήταν τόσο απλοϊκή ώστε ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί.
Οι παλιοί πιστοί του Τσίπρα είχαν πλέον τον τρόπο να μεταρρυθμίσουν την πίστη τους χωρίς να φοβούνται ότι αμαρτάνουν. Ο Κασσελάκης ήταν ο Απεσταλμένος. Ηταν τέτοια η κατάνυξη μπροστά στη μεταφυσική παράσταση, ώστε αν έγραφε κάποιος ότι ο Τσίπρας έστειλε στον ΣΥΡΙΖΑ τον υιό Του τον μονογενή προκειμένου να άρει τις αμαρτίες του και να κυνηγήσει τα στελέχη από τον ναό Του, δεν θα μπορούσες να καταλάβεις εύκολα αν αστειευόταν ή το εννοούσε.
Και κάπου εδώ μπορούμε να κάνουμε μερικές διαπιστώσεις που ως σήμερα κρύβονται κάτω από τις κραυγές εντυπωσιασμού ή οδύνης για την επικράτηση του Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρώτη, ότι στο κόμμα που είχε φτιάξει ο Αλέξης Τσίπρας, ιδιαίτερα μετά το 2015, με τη μικρότερη ή μεγαλύτερη συναίνεση όλων των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ένας τέτοιος υποψήφιος θα ήταν αδύνατο να χάσει. Οχι απλώς ως φαινόμενο «μετα-πολιτικής», αλλά κυρίως ως εγγυητής για τη συνέχιση της «αδιαμεσολάβητης σχέσης του λαού με τον Ηγέτη του» – στην οποία ως διαμεσολάβηση νοείται και καταδικάζεται η ίδια πολιτική.
Δεύτερη, ότι αυτό που κομίζει ο Κασσελάκης στην πολιτική αρένα, ας μην υπερβάλλουμε, δεν είναι πια και τόσο νέο. Οχι πολύ πιο νέο από το δισχιλιετές μοντέλο της Καινής Διαθήκης ή έστω από αυτό των πολιτευτών της δεκαετίας του ’50, που επίσης ζητούσαν την ευχή από ηλικιωμένες κυρίες και ενίοτε «πίστευαν και εις την λαοκρατίαν».
Τρίτη, και ίσως πιο σημαντική από όλες, είναι ένα μοντέλο το οποίο μόλις συνετρίβη σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Διότι, παρά τους θρήνους ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήταν «όμηρος των τάσεων», στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μετατραπεί σε ένα κόμμα ταυτισμένο με τον αρχηγό του, εξίσου αν όχι περισσότερο με το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980. Η συντριβή του μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: είτε ότι το μοντέλο ήταν λάθος είτε ότι ο ηγέτης ήταν ανάξιος.
Οι πιστοί στον Αλέξη Τσίπρα που μεταμορφώθηκαν σε μία εβδομάδα σε οπαδούς του Στέφανου Κασσελάκη θα εκπλήσσονταν αν καταλάβαιναν ότι με την επιλογή τους υποστηρίζουν ουσιαστικά το δεύτερο. Αν το καταλάβαιναν, θα κατανοούσαν ότι η λύση τους προκαλεί ενθουσιασμό απλά και μόνο σε ένα μεγάλο τμήμα όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο και τον Ιούνιο – και αυτοί ήταν ήδη λίγοι.
Ριγμένος στην πραγματική ζωή πλέον, ο Στέφανος Κασσελάκης θα πρέπει να αναμετρηθεί για τον χώρο που επέλεξε, του αφηρημένου Κέντρου, με έναν Πρωθυπουργό που αποδείχθηκε εξαιρετικά επιδραστικός σε αυτό, και με ένα κόμμα –το ΠΑΣΟΚ– που εξακολουθεί να έχει πολύ μεγαλύτερη διείσδυση στις κοινωνικές οργανώσεις από όση το δικό του, και το οποίο ακονίζει τα νύχια του αναμένοντας αποχωρήσεις βουλευτών από τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα το καταστήσουν ξανά αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή μετά από 14 χρόνια. Δύσκολη πίστα για κάποιον που για την ώρα ζορίζεται να τα βγάλει πέρα σε ζωντανές συνεντεύξεις.
Οσο για τους αντιπάλους του, μόλις συνέλθουν από το σοκ του γεγονότος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το πρώτο κόμμα παγκοσμίως που έχασε ακόμα και τις εσωκομματικές του εκλογές, θα διαπιστώσουν ίσως ότι μετά από πολλά χρόνια στα αριστερά του δημιουργείται ένα ξέφωτο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News