Οταν, πριν από ακριβώς πέντε χρόνια, πέθανε πλήρης ημερών ο πατέρας μου, μια φίλη μού είπε: «Μέσα σε όλα αυτά τα φριχτά που βιώνεις, τώρα θα σου δοθεί και μια ευκαιρία. Θα γίνεις μάρτυρας του νέου ξεκινήματος της μητέρας σου». Μου αφηγήθηκε τη δική της εμπειρία. Μετά από μια μακρά περίοδο οδύνης, η μητέρα της, στα 70 της, εμφανίστηκε «ολοκαίνουργια», αποφασισμένη να περιδιαβεί με πάθος και ορμή αυτό το δεύτερο κομμάτι του βίου της, ενίοτε και με φλούο πράσινη σκιά στα μάτια. Δεν επρόκειτο για κάποιο στερεοτυπικό ρεκτιφιέ μιας «τεθλιμμένης» χήρας. Ηταν αυτό το σπαρακτικό «πρέπει να αγκιστρωθώ από τη ζωή».
Στην αρχή μού κακοφάνηκε, αλλά το διαπίστωσα και εγώ μετά την πάροδο των πρώτων μηνών του πένθους. Η μητέρα μου, ήδη σε προκεχωρημένη ηλικία, άρχισε να αλλάζει πρόσωπο. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν επρόκειτο για κάποιας μορφής αναγέννηση. Ηταν ήδη τότε πολύ μεγάλη και το πένθος, μετά από 60 χρόνια κοινής ζωής, διαπερνούσε, δριμύ και πανταχού παρόν, το βλέμμα της. Την είδα όμως να αγωνίζεται σιωπηρά να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της. Ηξερε ότι αν δεν το έπραττε, θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη μάχη.
Στην αρχή ήταν μικρές ανεπαίσθητες πινελιές. Το ότι για πρώτη φορά εδώ και μισό αιώνα άρχισε αδιαμαρτύρητα να σε αφήνει να της σερβίρεις ένα πιάτο φαγητό. Το ότι άρχισε να μιλάει με πάθος για πολιτικά ή για τέχνη κάθε φορά που συναντά τον 35χρονο εγγονό της, που ζει στη Βρετανία. Το ότι τολμά πλέον να λέει σε εμάς, τα μεσήλικα παιδιά της, αυτό που σκέφτεται και όχι αυτό που πρέπει να πει για να μη μας επιβαρύνει. Το ότι άρχισε να καταβροχθίζει το «Βecoming» της Μισέλ Ομπάμα.
Θνητοί στην εποχή της αθνητότητας
Οι ηλικιωμένοι δεν είναι μόνο αυτά που επιμένει να τους προδίδει η σημερινή (τίγκα στο μπότοξ) κοινωνία της αθνητότητας. Δεν είναι μόνο η σερνάμενη παντόφλα, το πι, οι «Πανθέοι» στις 9 μ.μ., το χαρτζιλίκωμα και η δεδομένη (και ουδόλως αναγνωρισμένη) φροντίδα για τα εγγονάκια, ο γεροξεκούτης ο Μπάιντεν που τα ‘χει χαμένα, οι αυτοτροφοδοτούμενες τύψεις των ενήλικων τέκνων που πάντα για κάτι άλλο τρέχουν. Δεν είναι μόνο η άνοια και η ανία.
Και σίγουρα, το γήρας δεν είναι μόνο οι υποτιμητικές απεικονίσεις του από τα ΜΜΕ (μόλις προχθές παρήλασαν πάλι διάφορα βίντεο με τα ευκολόπιστα «γερόντια» στα νότια προάστια, που εξαπατούνταν από μέλη συμμορίας που υποδύονταν τους υπαλλήλους της ΔΕΗ και τούς ξάφριζαν).
Ούτε αποκλειστικά οι γλυκούλικες απεικονίσεις των χριστουγεννιάτικων διαφημίσεων (με μοναχούληδες παππούληδες που περιμένουν στωικά την ώρα που θα δεήσει να τους χτυπήσει κάποιος το κουδούνι, λογικά ο μοναδικός γέρος που θεωρείται τζόβενο: ο Αγιος Βασίλης).
Από την Ανέτ Μπένινγκ στη Μαρίνα Τζάφου
Η ποπ κουλτούρα έχει αρχίσει δειλά δειλά να ανιχνεύει αυτό το άλλο, το αθέατο γήρας. Πρόπερσι π.χ., η ταινία «Ο πατέρας» του Φλοριάν Ζελέρ, με τον Αντονι Χόπκινς, προκάλεσε ρίγη συγκίνησης (o ίδιος o 85χρονος σήμερα Χόπκινς χορεύει ενίοτε ραπ στο TikTok). Στις 16/11 αφικνείται στο Netflix ο τελευταίος κύκλος του «Crown» η μοναδική, υποθέτω, hot σειρά με πρωταγωνίστρια μια γιαγιάκα.
Είναι και το πρόσφατο «Nyad» (πάλι στο Νetflix), με μια απενοχοποιημένα ρυτιδιασμένη Ανέτ Μπένινγκ. Υποδύεται τη μεσόκοπη (προς τα πάνω) πρωταθλήτρια Νταϊάνα Νάιαντ, που εν έτει 2013 θέλησε να επαναλάβει το επικό κατόρθωμα της νιότης της και να κολυμπήσει τις 53 ώρες από την Κούβα στη Φλόριντα. Σύνθημά της: «O μόνος που αποφασίζει αν έχω τελειώσει, είμαι εγώ».
Και βέβαια, το εκτυφλωτικό φως που ρίχνει ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια του ντόπιου γήρατος ο Σωτήρης Δημητρίου σε μερικά από τα διηγήματα της τελευταίας του συλλογής, «Μια Μαρίνα Τζάφου» (εκδόσεις Πατάκη). «Μου μίλησε για τη σταδιακή απώλεια της μνήμης της, για τους παράξενους κόσμους που έστηνε ο νους της. Απαυος, σαν να ‘χε εμπρός του κλεψύδρα».
Το άλλο γήρας
Οι ηλικιωμένοι έχουν τη δική τους κρυφή ζωή, καλά φυλαγμένη από τα σκληρά, ανυπόμονα βλέμματα των νεότερων. Οσο και να αρνούμαστε να το δούμε, απολαμβάνουν και αυτοί το δικό τους ανέπαφο κομμάτι. Εκεί όπου εξακολουθούν να θάλλουν το χιούμορ, η νεανική τρέλα, οι μνήμες, το κυνήγι της γνώσης, το πάθος για τη ζωή, όσο λίγη και αν έχει απομείνει.
Το βλέπεις στις πολυπληθείς παρέες ούλτρα «σιτεμένων» κυριών που ξαμολιούνται στις θεατρικές παραστάσεις (στηρίζοντας, ενδεχομένως, όσο λίγοι το ελληνικό θέατρο). Στον μέσο όρο ηλικίας των μαθητών σε πάμπολα σεμινάρια και μαθήματα. Το ανιχνεύεις ακόμη στις απίστευτες ιστορίες που μπορούν να σου αφηγηθούν οι υπέργηροι οικείοι σου. Extra bonus: οι σούπερ ενημερωμένες αναλύσεις του Μεσανατολικού που μπορούν να σου κάνουν (άλλωστε το παρακολουθούν κάμποσες δεκαετίες περισσότερο από εσένα).
Το βλέπεις ακόμα στην υπομονή και στο ψυχικό σθένος που μπορούν να σου μεταγγίσουν όταν εσύ είσαι (όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια) στις μαύρες σου. Τέλος, στο χιούμορ, στην τρυφερότητα και στον αυτοσαρκασμό τους.
Μόλις προχθές συνόδευσα μια ηλικιωμένη φίλη στην επίσκεψή της στην παθολόγο. Την ώρα της εξέτασης χτυπά η πόρτα. Η γραμματέας κάνει νόημα στη γιατρό ότι μια άλλη ασθενής δεν λέει να φύγει αν προηγουμένως δεν της πει κάτι. Η γιατρός μάς ζητά συγγνώμη και βγαίνει να δει.
Κρυφοκοιτάζω και αντικρίζω μια από αυτές τις σούπερ κουλ grannies (κοντά πορτοκαλί μαλλιά, μπόλικα πλαστικά βραχιόλια, αθλητικό παπούτσι) να συστήνει στη γιατρό το σκυλάκι της, ένα αεικίνητο χαζοβιόλικο κανίς. «Είχα πει ότι θα σας τον φέρω να τον γνωρίσετε!» λέει στην παθολόγο με μάτια που λάμπουν.
Αν κατάφερνες εκείνη τη στιγμή να αποτινάξεις από πάνω σου τις στερεοτυπικές πεποιθήσεις σου για το γήρας, μπορούσες να το δεις πεντακάθαρα. Σε εκείνα τα μάτια δεν υπήρχε ο φόβος του θανάτου, αλλά –έστω λίγο θαμπή– η λαχτάρα της ζωής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News