Τη θυμάμαι τη στιγμή. Ο Μάνος Χατζιδάκις νεκρός. Τον έβγαζαν από το σπίτι του και ήρθε η κάμερα να ζουμάρει πάνω στα τσαλακωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, στα άτσαλα μαλλιά, στο άτεχνα απλωμένο σεντόνι που πιότερο αποκάλυπτε παρά κάλυπτε. Τι νόημα είχε; Τι επιπλέον «πληροφορία» πρόσφερε στο κοινό;
Ενας άνθρωπος, που με περίσσια αξιοπρέπεια διαφύλαξε σε όλη τη ζωή του το δικαίωμα προσωπικής ζωής, όχι βέβαια για να αποκρύψει αλλά για να μη «διαπραγματεύεται» την αλήθεια του με κανέναν. Εκλεκτικός, ακόμα ακόμα και οργανώνοντας, άρα περιφρουρώντας, εν ζωή λίστα προσκεκλημένων για την κηδεία του. Τόσα χρόνια μετά και ακόμα σφίγγεται το στομάχι μου στη θρασεία αναίδεια, στα εγκαίνια της απενοχοποίησης της κατινιάς.
Τη θυμάμαι τη στιγμή. Εκείνο το νεαρό πλάσμα που είχε σπουδάσει δημοσιογραφία και είχε προσληφθεί σε ’κείνο το ανθρωπάριο της δήθεν δημοσιογραφίας. Τι άλμα στο κενό για τη δημοσιογραφία… Από τη Ρεζάν στον… Ασ’ τα! Καθοδηγούμενος λοιπόν χτυπούσε τα κουδούνια. «Πώς νιώθετε που σκοτώθηκε ο γιος σας;» ρωτούσε εναγωνίως να γραπώσει τη μεγάλη «είδηση»… Μαύρη είδηση!.. Από το θηροτηλέφωνο δόθηκαν τότε πολλές συνεντεύξεις!
Πώς άντεχε το πετσί τους, τα μάγουλά τους πώς δεν τα έκαιγε κατακόκκινη φωτιά ντροπής; Πώς τα κατάφερναν με τη συνείδησή τους να εκπαιδεύουν μαθητές να πράττουν έτσι; Στο όνομα ποιας «δημοσιογραφίας»; Τον είδα προχθές. Παροπλισμένη αλεπού. Τι να το κάνεις; Αφησε απογόνους.
Την είδα πάλι προχθές την ίδια σκηνή. Εστω με άλλους πρωταγωνιστές. Αλλοι κάθε φορά. Η κόρη πήγαινε βαλίτσα με ρούχα στον πατέρα της που μόλις είχε προφυλακιστεί. Στο τσακ της στιγμής σβέλτα εισήλθα λαθρεπιβάτις στον ψυχισμό της, στη θέση της. Μια κόρη να πηγαίνει μια βαλίτσα με ρούχα στον πατέρα της στη φυλακή. Τον όποιον πατέρα! Στην όποια μάνα. Στον όποιο συγγενή. Οπως σβέλτα μπήκα, ακόμα πιο σβέλτα βγήκα.
Ούτε δευτερόλεπτο δεν άντεξε η σκέψη… Φαντάσου! Ούτε ως σκέψη! Τι νόημα έχει η κάμερα τέτοιες ώρες; Τι επιπλέον «πληροφορία» προσφέρει; Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τις πράξεις του. Στο κελί του. Μέχρι εκεί τον φτάνει η Πολιτεία, η νομοθεσία της πολιτισμένης κοινωνίας μας. Η Δικαιοσύνη. Μετά; Τι νόημα έχει η παρακολούθησή του από μια κάμερα;
Με βλέπω να κοιτάζω. Με ντρέπομαι ότι κοιτάζω αυτό που σιχαίνομαι ότι κοιτάζω. Με θυμάμαι σε ’κείνο το αυτοκίνητο, μέσα στην έκθεση αυτοκινήτων του πατέρα μου. Μικρό παιδί, δεν έφταναν τα πόδια μου στα πεντάλ, αλλά μου έφτανε και μου περίσσευε μια αίσθηση «ταξιδιού», με τον ήχο ενός «βρουμ βρουμ» που έκαναν τα χείλη μου ενώ κουνούσα το τιμόνι πέρα δώθε. Εκείνος, ένας άγνωστος άνθρωπος στάθηκε στην τζαμαρία.
Ανοιξε ένα χοντρό παλτό που φορούσε και μου έδειξε τα γεννητικά του όργανα. Πάγωσαν οι κόρες των ματιών μου. Ανακατεύτηκε το στομάχι μου. Φόβος με έλουσε μην και τον δει ο πατέρας μου… Ακου τι με φόβισε! Ο επιδειξίας σβέλτα έφυγε ανακουφισμένος ότι είχε εντοπίσει μάτια παγωμένα να κοιτάνε το πέος του. Δεν είπα τίποτα στον πατέρα μου.
Ενήλικη πια, 62 χρόνων γυναίκα, συνειδητοποιώ ότι δεν δικαιούμαστε ενοχές γιατί παγώνει το μάτι μας στα αποκαλυπτήρια ενός «επιδειξία» (και επιδειξία τηλεθέασης). Αλλά αυτό που ακόμα με παραξενεύει είναι τι σόι μυστήριο συναίσθημα είναι η ντροπή! Σπάνια τη νιώθουν αυτοί που θα έπρεπε να τους λούζει ενώ την απορροφάνε αυτοί που δεν τη δικαιούνται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News