Τον περασμένο μήνα κυκλοφόρησε, μεταφρασμένη στα ελληνικά, η περίφημη διάλεξη που έδωσε το 1918 στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου ο Μαξ Βέμπερ με τον τίτλο «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα». Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα του 20ου αιώνα, που ευτύχησε να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει στη χώρα μας σε μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση από τον οίκο ΔΩΜΑ, ο οποίος παρόλο που έχει εμφανιστεί σχετικά πρόσφατα στην εκδοτική αγορά, ήδη έχει κατορθώσει να μας προσφέρει εξαιρετικά δείγματα ποιοτικής δουλειάς.
Εξετάζοντας τη θεμελιώδη σχέση μεταξύ πολιτικής και ηθικής, ο Βέμπερ διακρίνει την πολιτική δράση σε δύο κατηγορίες: σ’αυτήν που εμφορείται από την «ηθική του φρονήματος» και εκείνη που υπακούει στην «ηθική της ευθύνης». Αποδίδοντας σε πολύ αδρές γραμμές τη βεμπεριανή διάκριση, θα λέγαμε ότι ο πολιτικός που διέπεται από την ηθική του φρονήματος επιδιώκει πάση θυσία ένα σκοπό, αδιαφορώντας στην πραγματικότητα για τις συνέπειες των πράξεών του, αποδεχόμενος έτσι ακόμη και τις πιο καταστρεπτικές συνέπειες της δράσης του («επειδή αυτό πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, γαία πυρί μειχθήτω»). Εδώ υπάρχει το ενδεχόμενο το πολιτικώς δρων υποκείμενο να προκαλέσει ακόμη και τα αντίθετα αποτελέσματα από τον σκοπό που επιδιώκει. Η ηθική της ευθύνης, αντίθετα, μπορεί επίσης να υπηρετεί έναν ευγενή σκοπό, επειδή όμως ενδιαφέρεται για τις συνέπειες των πράξεών της, δεν υπακούει σε μια «απόλυτη» εκδοχή της ηθικής.
Με βάση τις σκέψεις αυτές μπορούν, βεβαίως, να αξιολογηθούν οι πράξεις όλων των πολιτικών υποκειμένων, δηλαδή όχι μόνον αυτών που ασκούν κυβερνητική εξουσία, αλλά και εκείνων που βρίσκονται στην αντιπολίτευση. Κατά κανόνα πάντως τείνουμε να αξιολογούμε ως “υπεύθυνη” ή αντιστοίχως “ανεύθυνη” την πολιτική που ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση· προφανώς γιατί σε αυτήν ανήκει εξ ορισμού η ευθύνη για τη διεύθυνση της χώρας. Σπάνια πάντως αξιολογούμε, από τη σκοπιά της ευθύνης, τη στάση της αντιπολίτευσης. Και όμως μπορεί η στάση αυτή να προκαλέσει πολιτικά δεινά που μόνον εκ των υστέρων μπορούμε να αντιληφθούμε και μάλιστα κατά τρόπο ατελή, καθώς αναπτύσσουν τις συνέπειές τους εμμέσως και σε βάθος χρόνου.
Ας αναλογιστούμε μόνο τη ζημιά που προκάλεσε στη χώρα η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) κατά την περίοδο 2009-20012, με την ακραία αντιπολιτευτική τακτική της που κορυφώθηκε στα περίφημα Ζάππεια (Ι και ΙΙ). Και δεν αναφέρομαι μόνο στις τεράστιες δυσχέρειες που προκάλεσε τότε στην κυβέρνηση Παπανδρέου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να σώσει τη χώρα, αλλά στην έμμεση πολιτική νομιμοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έως τότε ήταν ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με οριακή κοινοβουλευτική παρουσία. Και όμως σε ελάχιστο χρόνο τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύθηκαν και εδώ έχει τεράστια ευθύνη η ΝΔ που με την ακραία αντιπολίτευση που άσκησε νομιμοποίησε τον ΣΥΡΙΖΑ, σαν αξιόπιστη πολιτική δύναμη, στη συνείδηση της μεσαίας τάξης που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας, Αφού το κατεξοχήν αστικό κόμμα, η ΝΔ, διαβεβαίωνε τον μέσο πολίτη ότι μπορεί να καταργήσει εν μια νυκτί το Μνημόνιο, γιατί αυτός να μη πιστέψει και τον ΣΥΡΙΖΑ;
Στη συνέχεια βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε πολύ πιο πειστικά από τη ΝΔ να υψώσει τα λάβαρα του αντιμνημονιακού αγώνα στις πλατείες των Αγανακτισμένων και να καταλάβει ο ίδιος πια την εξουσία το 2015, αφού προκάλεσε τη διάλυση της Βουλής, μέσα από τη καταστρατήγηση των διατάξεων για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, Εδώ μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Μαξ Βέμπερ ισχυρίζεται ότι όποιος δεν πολιτεύεται σύμφωνα με την ηθική της ευθύνης, μπορεί να προκαλέσει ακόμη και τα αντίθετα αποτελέσματα από τον σκοπό που επιδιώκει. Τόσο ο κύριος Σαμαράς όσο και ο κύριος Τσίπρας υποβλήθηκαν εκ των υστέρων στην ταπείνωση να υπογράψει ο καθένας το δικό του Μνημόνιο.
Εδώ πάντως μπορούμε να αντλήσουμε ένα πρώτο συμπέρασμα που αφορά σχεδόν ολόκληρη την περίοδο της Μεταπολίτευσης: κάθε κυβέρνηση εισπράττει την πολωτικού χαρακτήρα αντιπολίτευση που η ίδια είχε προηγουμένως ασκήσει ως κοινοβουλευτική μειοψηφία («μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβεις»). Θα μπορούσε βεβαίως να ισχυριστεί κάποιος ότι ο δικομματισμός που κυριάρχησε στο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης εμπεριέχει στο γονίδιά του τη λογική της πόλωσης.
Αυτό αληθεύει, αλλά μόνον μέχρις ένα σημείο. Γιατί ναι μεν ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα έχει εξ ορισμού ως σκοπό να αντιμάχεται την κυβέρνηση προκειμένου να τη διαδεχθεί στην εξουσία, αλλά ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιδιώκεται με μέσα που αποσκοπούν στον πάση θυσία αφανισμό της κυβερνώσας πλειοψηφίας. Γιατί τότε η πολιτική κονίστρα από πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης μετατρέπεται σε αρένα αλληλοεξόντωσης. Εδώ εντάσσεται η αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποιώντας τη βία και την εχθροπάθεια (“γερμανοτσολιάδες” κ.λπ.).
Αυτού του είδους η αντιπολίτευση δοκιμάζει τις αντοχές του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο λειτουργεί ομαλά μόνο μέσα στα ευρέα αλλά πάντως υπαρκτά όρια της θεμελιώδους πολιτικής συμφωνίας που καταγράφεται στο Σύνταγμα. Με τη σειρά του βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε σφοδρή αντιπολίτευση, ιδίως μετά το καλοκαίρι του 2015. Αλλά αυτό δεν συνέβη μόνον ως αντανακλαστική αντίδραση απέναντι στην δική του ακραία αντιπολιτευτική τακτική, αλλά κυρίως ως αντίσταση στις απόπειρές του να αλλοιώσει το δημοκρατικό πολίτευμα, μέσα από την προσπάθειά του να απονευρώσει την πολυφωνία στα ΜΜΕ, να χειραγωγήσει τη δικαστική εξουσία, να ποινικοποιήσει την πολιτική ζωή με τη σκευωρία της Novartis κ.λπ..
Σήμερα διαμορφώνεται η εξής κατάσταση: Είναι βέβαιο ότι σε λίγες ημέρες οι κάλπες θα αναδείξουν ως πρώτο κόμμα τη ΝΔ. Το ερώτημα είναι αν θα διαθέτει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη δηλώσει ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τη ΝΔ και το βέβαιο είναι ότι θα συνεχίσει ως αντιπολίτευση αυτό που ήδη έχει αρχίσει να πράττει ως κυβέρνηση: να ναρκοθετεί την πορεία της επόμενης κυβέρνησης. Το Κίνημα Αλλαγής υιοθετεί μια στάση ευθύνης σπάνια στα χρονικά της Μεταπολίτευσης: δηλώνει ότι, ακόμη και αν προσκληθεί από τη ΝΔ να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, δεν πρόκειται να το πράξει, θα στηρίξει όμως την κυβερνητική πλειοψηφία, αυτοδύναμη ή μη, σε βασικές πρωτοβουλίες που είναι αναγκαίες για την ομαλή έξοδο της χώρας από την κρίση (αλλαγή εκλογικού νόμου, συνταγματική αναθεώρηση, διαπραγμάτευση για μείωση των υπερπλεονασμάτων κ.λπ.), καθώς και σε κάθε προοδευτικό μέτρο που η επόμενη κυβέρνηση θα φέρει στη Βουλή.
Μια τέτοια αντιπολίτευση ανταποκρίνεται από τριπλή σκοπιά στην ηθική της ευθύνης. Καταρχάς ως ιστορικού μεγέθους ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινωνία, αφού η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης θα προκαλέσει εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής με καταστρεπτικές συνέπειες για τη χώρα. Γιατί η Βουλή που θα προέλθει από τις εκλογές αυτές θα είναι τόσο κατακερματισμένη, ώστε πολύ δύσκολα θα μπορέσει να βρεθεί η αναγκαία πλειοψηφία για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος.
Κατά δεύτερο λόγο, η στάση αυτή θέτει σε δεύτερη μοίρα ενώπιον του εθνικού συμφέροντος και το κομματικό συμφέρον του Κινήματος Αλλαγής, το οποίο θα έβγαινε κοινοβουλευτικά ισχυρότερο αν εφαρμοζόταν το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Για ένα Κίνημα όμως που προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ έχει σφυρηλατήσει ακατάλυτους δεσμούς με την ελληνική κοινωνία, που πιστεύει με αυτοπεποίθηση ότι έχει πολλά ακόμη να προσφέρει στη χώρα, η στάση αυτή ανταποκρίνεται και σε ένα τρίτο βασικό καθήκον: το καθήκον να διασφαλίσει ότι θα ηγεμονεύσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Γιατί η εμπειρία έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και εδώ στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της κρίσης, ότι οι κυβερνήσεις συνασπισμού που απαρτίζονται από δύο εταίρους με μεγάλη διαφορά σε κοινοβουλευτική δύναμη, οδηγούν μοιραία στη ριζική αποδυνάμωση ή ακόμη και στον πολιτικό αφανισμό του μικρού εταίρου. Η παρούσα τακτική του Κινήματος Αλλαγής καταφέρνει να διασφαλίσει, ταυτόχρονα, αφενός το χρέος του απέναντι στη χώρα που πρέπει επιτέλους να εισέλθει σε μια περίοδο σταθερότητας, αφετέρου το καθήκον του απέναντι στην ίδια την ιστορία του, να διατηρήσει δηλαδή μια ισχυρή πολιτική παρουσία στο μέλλον.
* Ο Γιώργος Καμίνης είναι επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΚΙΝΑΛ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News