Η γιαγιά Ευγενούλα, μια μέλισσα μείον
Η γιαγιά Ευγενούλα, μια μέλισσα μείον
Πάει και η Νούλα. Μια μέλισσα μείον. Αλλά για να μιλήσω για τη Νούλα, και κάθε Νούλα, πρέπει να ξεκινήσω την ιστορία από την κάθε γιαγιά Ευγενούλα.
Στην Αράχωβα πρωτοπήγαμε το 1980. Και ενστικτωδώς την αποφασίσαμε «χωριό μας». Θυμάμαι μια κατηγορία γυναικών έντονα. Χωρίς, τότε, να είχα αίσθηση ότι κάποτε θα χάνονταν… Ξαφνικά… Οτι, δηλαδή, ήταν είδος υπό εξαφάνιση. Ηταν όλες μαυροφορεμένες. Τσεμπέρι μαύρο, φουστανορόμπα μαύρη, κάλτσες μαύρες, χοντρές, με καλτσοδέτα σφιχτή, παπουτσοπαντόφλες μαύρες. Πενθούσαν γενικώς. Σε μια μακρά ζωή, πάντα έχεις να πενθήσεις αν χωράς πένθος διαρκείας. Εναν αδελφό, έναν πατέρα, έναν θείο.
Μπορεί κρυφά να πενθούσαν τον εαυτό τους. Τις θυμάμαι να κάθονται σε σκαμνάκια με τα πόδια όπως όπως αφημένα. Και να κοιτάνε κάπου αορίστως, αλλά σταθερά. Ως απόμαχοι ναυτικοί που κοιτάνε τη θάλασσα και ίσως αναθυμούνται με πόσα και πόσα κύματα δοκιμάστηκαν αλλά είναι τόσο μοναχική και αμοίραστη η τραυματική διαδρομή τους, που γι’ αυτό ίσως πάντα κατέληγαν, αν αποφάσιζες να τις ρωτήσεις για τη ζωή τους: «Τι να σου πω, παιδάκιμ’. Βάσανα». Βάσανα, τελεία! Και εδώ που τα λέμε, τι να μας πουν και τι να καταλάβουμε από γέννες σε χωράφια; Από όντα που περπατούσαν δίπλα στο γαϊδούρι ενώ ο άνδρας τους ήταν καβάλα του και έβγαζαν διαδρομές και δουλειές όσες τα γαϊδούρια;
Τίποτα επάνω τους δεν επιδείκνυε το φύλο τους. Ηταν στο διηνεκές γιαγιάδες. Κι έτσι τις αποκαλούσαν όλοι. Η γιαγιά Ευγενούλα, η γιαγιά Αννα. Μα αυτό που με συγκινούσε ήταν ένα «τόσο δα» υπενθύμισης μιας νιότης. Ενα ζευγάρι σκουλαρικάκια που ασφυκτιούσαν σε άλλο μέγεθος λοβού με μια πετρούλα μικρούτσικη, ένα δακτυλιδάκι επίσης σφηνωμένο σε δάκτυλο. Κάποτε υπήρξαν κοριτσάκια. Τις γιαγιάδες στο διηνεκές διαδέχτηκαν οι «Νούλες». Η επόμενη γενιά. Δεν φορούσαν μαύρα αλλά φούστα-μπλούζα. Και όλο έτρεχαν και με ρόλεϊ στο κεφάλι. Υπερδραστήριες στο να εξυπηρετούν άλλους, να γηροκομούν γριούλες και γέρους. Πεθερούς, πεθερές, μάνες, πατεράδες,
Παραλλήλως μωρά που γεννοβολούσαν. Ξεπέταγαν και μια πίτα, έστρωναν και τραχανά σε κουβέρτες, ετοίμαζαν γλυκά κουταλιού, πετάγονταν και στις ελιές. Μα πιο πολύ απ΄όλα αναλάμβαναν «υπουργοί Οικονομικών» της οικογένειας, χωρίς όμως τιμές και δόξες, ούτε βέβαια μπράβο, με ένα πουγκί μικρής αξίας για ολόκληρη οικογένεια. Του άντρα τους και μόνο. Πώς τα κατάφερναν οι άτιμες! Ό,τι σπίτι υπάρχει έχει τη δική τους σφραγίδα οικονομικής διαχείρισης. «Κι ένα δωματιάκι εδώ» έδιναν κατεύθυνση σε μάστορες. Οργάνωσαν προίκες για τα παιδιά τους. Και μόνο μια κουβέντα έλεγαν και ξαναέλεγαν στις κόρες «Ευχή και κατάρα να έχεις την ανεξαρτησία σου. Να στηρίζεσαι σε δικό σου πορτοφόλι».
Άρα το είχε η ψυχή τους απωθημένο. Αναρωτήθηκα πριν, πώς τα κατάφερναν; Μα, βάζοντας τον εαυτό τους στην άκρη. Πάντα για τους άλλους, μόνο για τους άλλους. Ισχνή η κατανάλωση για τον εαυτό τους. Και μόνο όταν μεγάλωναν τον αντάμειβαν με καμία εκδρομή, σε κανέναν Μοναστήρι με πούλμαν. Και ήταν σαν να είχαν γυρίσει τον κόσμο όλο! Αλλά και πόσο να ξεσαλώσεις σε Μοναστήρι; Άντε κανένα τραγουδάκι στο λεωφορείο. Αντε κανένα γέλιο στο σόκιν ανέκδοτο της πλακατζούς της παρέας.
Πάει και η Νούλα! Μας άφησε χρόνους. Ευλογημένα έφυγε. Δίπλα της και τα τρία της παιδιά. Προκομένα παιδιά, καλοσυνάτα, ευγενικά. Δικαίως τα καμάρωνε. Πρόλαβε η κόρη μέχρι και τον παππά να φωνάξει να τη μεταλάβει. Αυτά που ήθελε η ψυχή της δηλαδή. Ευλογημένα έφυγε και ήσυχα.
Μα εγώ θα την έχω πάντα στο νου μου σε μια σκηνή. Με φώναξε, κάποτε, να μου δείξει πώς είχε διαμορφώσει ένα δωμάτιο στο σπίτι της. Χάζεψα το χρώμα στους τοίχους, σπουδαία κολορίστα την είχα, χάζεψα την χωροταξία: «Εσύ θα μπορούσες να γίνεις διακοσμήτρια, θα μπορούσες αρχιτεκτόνισσα», της είπα και αλήθεια έλεγα. «Αυτό ήθελα να γίνω!» μου είπε ντροπαλά αλλά δυναμικά σαν κορίτσι στα 17. Και κοντοστάθηκε το βλέμμα της. Τόσο δυνατά όσο και μου έμεινε στην ψυχή.
Η Νούλα έγραφε και ποιήματα, τρυφερά, παιδικά, αλλά πονεμένα πάντα. Τραγουδούσε και ωραία αλλά είχε ένα κουσούρι. Και τον πιο εύθυμο στίχο σκοπό, το απέδιδε πονεμένα επίσης. Η Νούλα έφυγε ήσυχα, γαλήνια, ευλογημένα. Παιδιά, εγγόνια, στο πλευρό της. Ολα άξια ζηλευτά. Αλλά όφειλα, θαρρείς της το χρώσταγα, έτσι ως φόρο τιμής στο πρόσωπό της, να αποκαλύψω μια βαθιά της αλήθεια. Θα ήθελε να είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας. Θα ήθελε να είναι ανεξάρτητη. Θα ήθελε, θα ήθελε, θα ήθελε…
Η Νούλα, οι Νούλες. Εδιναν πάντα τη σειρά τους στην Υπηρεσία των Προσωπικών Επιθυμιών. Μα η σειρά τους ποτέ δεν έφτανε… Για να κάνουν το όποιο κέφι τους ατόφιο! Καλό της παράδεισο. Παράδεισος τής αξίζει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Η γιαγιά Ευγενούλα, μια μέλισσα μείον
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.