Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι εκ των πραγμάτων πολυδιάστατο, καθώς εντελώς διαφορετικές εθνικές πολιτικές ισορροπίες αντανακλώνται σε ένα κοινό ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπάρχει όμως μια αναντίρρητη καταγραφή: Η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού.
Η καταγραφή αυτή δεν φαίνεται να έχει μια άμεση επίπτωση στα δρώμενα των Βρυξελλών, αλλά κυρίως εξ αντανακλάσεως. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα κατάφερε να ενισχύσει τις δυνάμεις του και συνεχίζει να αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ΕΕ και πόλο για το φιλοευρωπαϊκό κέντρο. Η Ακροδεξιά δείχνει να παραμένει διχασμένη και άρα ικανή να επιβραδύνει, αλλά όχι να αλλάξει άρδην την ευρωπαϊκή πορεία, αυτή τη στιγμή.
Ωστόσο τα αποτελέσματα, κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία, δείχνουν ότι δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, καθώς δημιουργείται ήδη ένα πολιτικό ντόμινο επικίνδυνης αποσταθεροποίησης. Ενα σημαντικό μέρος των πολιτών κοιτάζει στα άκρα και σαγηνεύεται από τον «νεονοσταλγικό» λαϊκισμό. Αναζητεί το μέλλον του στο εξωραϊσμένο παρελθόν.
Θεωρεί δεδομένα τα ευρωπαϊκά κεκτημένα της καθημερινότητάς του, αλλά αρνείται να αναγνωρίσει τον ρόλο της ΕΕ, εξ ου και της φορτώνει κάθε δεινό που ταλαιπωρεί τον βίο του. Πατά επάνω στα πραγματικά προβλήματα της γραφειοκρατικής αντίληψης στη χάραξη και την εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής και απαξιώνει πλήρως τα ιστορικά επιτεύγματα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Το αποτέλεσμα της Κυριακής δεν είναι ένα καμπανάκι κινδύνου. Είναι –ίσως– μια τελευταία ευκαιρία. Διότι εάν η Ευρώπη παγώσει από το αποτέλεσμα ή επιχειρήσει να συνεχίσει χωρίς να ανταποκριθεί στο μήνυμα των πολιτών, θα οδηγηθεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μια λογική «business as usual» θα ενισχύσει τη βραδύτητα και την αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού της Ενωσης, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο τους ευρωπαίους πολίτες από τις Βρυξέλλες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα καταφύγουν μαζικότερα στα άκρα.
Η ΕΕ καλείται λοιπόν να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο που την οδηγεί στην αποσάθρωση. Χρειάζεται μια «φυγή προς τα εμπρός» συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της στην υλοποίηση εμβληματικών πλην όμως ρεαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Βεβαίως, το αποτέλεσμα της Κυριακής που σχεδόν διέλυσε τον γαλλογερμανικό άξονα (Σολτς – Μακρόν) πριν μπορέσει καν να συνταχθεί, λειτουργεί ανασταλτικά.
Ομως η Ευρώπη έχει περάσει μεγάλες κρίσεις και έχει καταφέρει να προχωρήσει, ακριβώς διότι η κίνηση την κρατά σε ισορροπία, επιβεβαιώνοντας τη «θεωρία του ποδηλάτου». Τώρα, απαιτείται μεγαλύτερη ταχύτητα. Παρά ταύτα, οι απαιτούμενες αλλαγές των Συνθηκών δεν δείχνουν εφικτές σε αυτή τη συγκυρία. Ο περαιτέρω περιορισμός της ομοφωνίας θα προκαλέσει αντιδράσεις. Η εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής άμυνας δημιουργεί αρκετές προκλήσεις, παρά την προφανή αναγκαιότητά της.
Η επόμενη πενταετία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου να ανατραπεί η επικίνδυνη διολίσθηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας στα άκρα, μέσα από εφαρμόσιμες πολιτικές που θα μπορέσουν να κάνουν τη διαφορά. Θα μπορέσουν να κάνουν τους Ευρωπαίους να καταλάβουν ξανά την προστιθέμενη αξία της Ευρώπης στην καθημερινότητά τους, μέσα από την επίλυση απτών προβλημάτων που αποτελούν προτεραιότητες για τους ίδιους και όχι για τη «φούσκα» των Βρυξελλών. Για παράδειγμα, όσο και αν οι εθνικές διαφοροποιήσεις δυσκολεύουν τη μάχη του πληθωρισμού και του στεγαστικού προβλήματος, ο συντονισμός μπορεί να επιφέρει απτά αποτελέσματα.
Προϋπόθεση επιτυχίας αυτής της επιτάχυνσης είναι να συνοδευτεί από ενσυναίσθηση, διαφορετικά είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Εχει σημασία, δηλαδή, να μην αγνοηθούν οι ευαισθησίες των πολιτών στον βωμό της πολιτικής ορθότητας. Να μην αντιμετωπισθούν οι αγωνίες της μεσαίας τάξης μέσα από μια ελιτίστικη, αλλά από μια συμπεριληπτική λογική. Να μην αισθανθούν οι άνθρωποι ότι εγκαταλείπονται και ξεμένουν πίσω από τις εξελίξεις, αλλά να νιώσουν ασφάλεια σε μια Ευρώπη που θα οδεύει σταδιακά προς την ομοσπονδιοποίηση.
Οι πολίτες που βλέπουν τον εαυτό τους στο περιθώριο δεν έχουν κίνητρο και προσδοκία για το αύριο, θα ψηφίζουν ολοένα και περισσότερο πολιτικούς που τάζουν εύκολες λύσεις στα σύνθετα προβλήματα, τριχοφυΐα με κηραλοιφές και επίγειους παραδείσους μέσα από τη δαιμονοποίηση του διπλανού. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Ξέρουμε την κατάληξη, ακόμα και αν δεν την έχουμε ζήσει. Ακριβώς γι’ αυτό οφείλουμε να δράσουμε.
Ηρθε η ώρα να πάρουμε γενναίες αποφάσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την Ιστορία αλλά κοιτώντας το μέλλον, χωρίς να ξεχνάμε ότι η ψυχή της Ευρώπης παραμένουν οι άνθρωποί της και όχι οι μηχανισμοί της.
* Ο Παναγιώτης Κακολύρης είναι αντιπρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πολιτικών Ιδρυμάτων στις Βρυξέλλες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News