Μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια συνόδους κορυφής έληξε με μια συμφωνία εντυπωσιακή από πολλές απόψεις. Οι ηγέτες της ΕΕ υπερέβησαν νομικά και πολιτικά εμπόδια που έδειχναν ανυπέρβλητα. Κατέληξαν σε μια συμφωνία για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ και το Ταμείο Ανάκαμψης, που απαντά σε σημαντικό βαθμό στις προκλήσεις που προέκυψαν από την πανδημία, αλλά και σε όσα διαφαίνεται ότι έχουμε μπροστά μας. Διότι έχει γίνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι οι πραγματικές κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας δεν έχουν βγει ακόμα στην επιφάνεια, όσο είναι σε ισχύ έκτακτα μέτρα των εθνικών κυβερνήσεων με επιδοτήσεις, αποτροπή των απολύσεων κ.λπ.
Η συμφωνία δεν διασώζει απλώς τα προσχήματα. Δημιουργεί μια νέα δυναμική και υπηρετεί μια νέα λογική λειτουργίας της Ενωσης, σε μια δύσκολη ισορροπία δυνάμεων. Αποδεικνύει ότι η ΕΕ, παρά τις δυσκολίες, καταφέρνει να ανταποκριθεί στην ουσία των ζητημάτων.
Εξάλλου είναι η πρώτη φορά που η Ενωση θα δανειστεί προκειμένου να δώσει στα κράτη-μέλη της επιχορηγήσεις. Θα αξιοποιήσει την κοινή της ισχύ προς όφελος των επιμέρους χωρών που βρίσκονται σε αδυναμία.
Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα που χαιρετίζεται –δικαίως– ως ιστορικό.
Ηδη συζητείται εάν πρόκειται για τη «στιγμή Χάμιλτον» της Ενωσης, παραπέμποντας στη συμφωνία Χάμιλτον – Τζέφερσον του 1790 για τη μεταφορά των χρεών των Πολιτειών από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας στη νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Συζητείται δηλαδή το κατά πόσον η χθεσινή απόφαση στις Βρυξέλλες θα μπορούσε να είναι μια καθοριστική στιγμή για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μπορεί οι ιστορικές αναγωγές του παρόντος να έχουν πάντα μεγάλες αδυναμίες και ο μηχανισμός να χαρακτηρίζεται εμφατικά ως «προσωρινός» και «κατ’ εξαίρεση», αναμφίβολα όμως ανοίγει ένας δρόμος που η ΕΕ θα τον περπατήσει έστω και δοκιμαστικά. Θα διαπιστώσει τις αδυναμίες, τα πλεονεκτήματά ή τις προοπτικές του. Εάν το πείραμα πετύχει, εάν η συγκυρία είναι ευνοϊκή, εάν βρεθεί η κατάλληλη ηγεσία, εάν υπό την πίεση της πραγματικότητας περιοριστούν οι φωνές του λαϊκισμού, εάν αναγνωριστεί στην πράξη η «ευρωπαϊκή ισχύς εν τη ενώσει» θα μπορούσε να προχωρήσει το εγχείρημα. Βεβαίως, υπάρχουν πολλά «εάν».
Οπως πολλοί ήταν και οι συμβιβασμοί που έγιναν στην απόφαση των Βρυξελλών. Ομως αυτό δεν συνιστά ήττα. Ακριβώς μέσα από τους συμβιβασμούς κατάφερε να προχωρήσει η Ενωση. Οι συμβιβασμοί ήταν το θεμελιώδες μέσο που αντικατέστησε την πειθώ διά των όπλων. Και ευτυχώς που τελικά ακόμα είναι ανοιχτή η ευρωπαϊκή οδός των συμβιβασμών, έστω και αν κάποιοι μοιάζουν παράλογοι.
Ομως έχει σημασία οι συμβιβασμοί να μην οδηγούν στη στασιμότητα, υποκύπτοντας στη στιγμιαία πολιτική συγκυρία ή σε εθνικές εμμονές, αλλά να αντιμετωπίζουν την υπαρξιακή κρίση που περνά η Ενωση. Να δίνουν προοπτική στην κοινή μας «μακρά πορεία».
Επιπρόσθετα, οι πολυήμερες σκληρές διαπραγματεύσεις προκάλεσαν πολλές εντάσεις. Δημιούργησαν τριγμούς που θα χρειαστεί χρόνος για να αποσοβηθούν. Γι’ αυτό χρειάζεται να δοθεί νέο οξυγόνο στην ευρωπαϊκή ιδέα προκειμένου να ξεπεραστεί το τοξικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί ή κινδυνεύει να δημιουργηθεί κατά τη σύνθετη διαδικασία υλοποίησης της συμφωνίας.
Εχοντας υπερβεί το πρώτο μεγάλο εμπόδιο, έρχεται η ώρα για την ουσιαστική συζήτηση στο «Συνέδριο για το Μέλλον της Ευρώπης». Η σχετική συζήτηση αναμένεται να ξεκινήσει θεσμικά από το φθινόπωρο μετά τη σχετική συμφωνία της Επιτροπής του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αν και ακόμα υπάρχουν πολλά θολά σημεία.
Σε αυτό το πλαίσιο τα πολιτικά think tanks της Ενωσης καταθέσαμε στην Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, δέκα προτάσεις για το Μέλλον της Ευρώπης με στόχο να προωθήσουμε την ευρωπαϊκή ιδέα και να συμβάλουμε ώστε η όλη διαδικασία να έχει ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τονίζουμε τη σημασία της συμμετοχής των πολιτών στη συζήτηση, προκειμένου το κοινό μας μέλλον να «συνδιαμορφωθεί» μέσα από μια συμμετοχική διαδικασία που θα έχει στον πυρήνα τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές ιδέες της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν –μεταξύ άλλων– και το ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Μια πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικών Ιδρυμάτων (ΕΝΟΡ) που ξεκίνησε από την Ελλάδα με στόχο να μη χαθεί το momentum. Να γίνει καλύτερα κατανοητή από τους ευρωπαίους η σημασία της ΕΕ, αλλά και να αναδειχθούν οι προσδοκίες που έχουν από αυτήν. Να εντοπισθούν τα λάθη. Να επισημανθούν οι απαραίτητες βελτιώσεις. Να αξιοποιηθεί η ευκαιρία που δημιουργείται ώστε οι πολίτες, που στην πλειοψηφία τους, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, στηρίζουν την ευρωπαϊκή ιδέα, να είναι οι πρωταγωνιστές της προσπάθειας να πάει η Ευρώπη μπροστά.
* Ο Παναγιώτης Κακολύρης είναι μέλος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικών Ιδρυμάτων με έδρα τις Βρυξέλλες και επικεφαλής της Ομάδας Εργασίας για το Μέλλον της Ευρώπης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News