Βγαίνει, που λέτε, ο Λευτέρης Αυγενάκης –ο οποίος από τότε που δεν έχει στο κεφάλι του διαιτητές, VAR και τροπολογίες για να μην πέσει ο ΠΑΟΚ, έχει πάρει τα πάνω του– και λέει τα πράγματα με το όνομά τους: ως χώρα χρειαζόμαστε 180.000 εργάτες γης τον χρόνο, οι διακρατικές συμφωνίες για να έρθουν άνθρωποι να δουλέψουν στα χωράφια και στην κτηνοτροφία υπονομεύονται από τη γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών και επειδή δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας συζήτησε με τον Δημήτρη Καιρίδη, του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, μια «διαφορετική ιδέα, να δούμε και αυτούς οι οποίοι βρίσκονται παράνομα στη χώρα μας και (…) για πάρα πολλά χρόνια ξέρουν τις ιδιαιτερότητες τις δυσκολίες εκτροφής αιγοπροβάτων στα βουνά ή σε μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες ή σε μεγάλες καλλιεργητικές μονάδες».
Το είπε άραγε κάπως βιαστικά και άτσαλα, «καρφώνοντας» και το υπουργείο Εξωτερικών; Σύμφωνοι. Του ξέφυγε επειδή τα είχε μόλις «ακούσει» από τους Κρητικούς που τον ψηφίζουν αλλά δεν έχουν ανθρώπους να μαζέψουν τις ελιές; Μάλλον. Το είπε όμως και ακούγεται όλο και πιο λογικό – μια ασυνήθιστη στροφή στον ρεαλισμό.
Ακολούθησε εξάλλου ο ίδιος ο κ. Καιρίδης, ο οποίος περιέγραψε το πρόβλημα ως ακόμα πιο σοβαρό και γενικευμένο: δεν υπάρχει μόνο στον πρωτογενή τομέα τρομακτικό ζήτημα με την έλλειψη εργατικών χεριών, αλλά και στον τουρισμό και στον κατασκευαστικό τομέα, με συνέπεια, μάλιστα, τα προβεβλημένα μεγάλα έργα της κυβέρνησης να μην μπορούν καν να προχωρήσουν. «Φέτος έγινε το “έλα να δεις” με τους εργάτες γης, αφέθηκε μεγάλο μέρος της γεωργικής παραγωγής αμάζευτο και έχουμε πρόβλημα στις ελιές, στις φράουλες σε μία σειρά από προϊόντα και βεβαίως και στον τουρισμό και στις κατασκευές. Τα μεγάλα έργα δεν μπορούν να προχωρήσουν, η Γραμμή 4, το Ελληνικό, ο ΒΟΑΚ, το Καστέλι, το νέο Διεθνές Αεροδρόμιο της Κρήτης, αν δεν βρούμε προσωπικό σε συγκεκριμένους κρίσιμους τομείς στους οποίους δεν έχει η ελληνική οικονομία», είπε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, εξηγώντας εμμέσως πλην σαφώς την επιτακτική ανάγκη για νομιμοποίηση δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων, χιλιάδων παράτυπων μεταναστών που ζουν και εργάζονται περιστασιακά και «μαύρα», άρα και μη αποδοτικά, στη χώρα μας.
Οι δύο υπουργοί της κυβέρνησης το είπαν όσο πιο απλά γίνεται για να το καταλάβουμε όλοι, να καταλάβουμε δηλαδή κι εμείς αυτό που ήδη γνωρίζουν όσοι έχουν χωράφια που ρημάζουν, ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που βρωμίζουν ή όσοι ψάχνουν συνεργεία για τις εργολαβίες και δεν βρίσκουν: όσο δεν «μπολιάζεται» η χώρα με φρέσκο εργατικό δυναμικό, δεν μπορεί να γίνει τίποτα μεγάλο αλλά και τίποτα μικρό –γκρινιάζουμε για το ακριβό ελαιόλαδο αλλά εφέτος δεν έχουμε καν ανθρώπους να μαζέψουν τις ελιές!
Τι έγινε μετά; Η κυβέρνηση άρχισε τα φοβικά.
Βγήκε ο Παύλος Μαρινάκης, κυβερνητικός εκπρόσωπος, και είπε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα υπάρξουν «ελληνοποιήσεις» μεταναστών –λες και μίλησε κανείς για ελληνοποιήσεις. Ο Τάσος Χατζηβασιλείου, βουλευτής Σερρών και γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της Νέας Δημοκρατίας το πήγε ακόμα παραπέρα: «Αυτά είναι fake news και απορώ γιατί τα λένε ορισμένοι», είπε, αναφερόμενος σε σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times περί 300.000 νομιμοποιήσεων, αλλά –πάλι καλά υπό μία έννοια– όχι στα όσα παρόμοια είχαν πει ο κ. Καιρίδης και ο κ. Αυγενάκης. Ο Αδωνις Γεωργιάδης, υπουργός Εργασίας και αντιπρόεδρος της ΝΔ, εξέφρασε τον προβληματισμό του λέγοντας ότι ενώ η ανεργία είναι πάνω από το 10% είναι «παράδοξο και παράξενο που έχουμε τόση ζήτηση για εισαγόμενο προσωπικό». Μετά εστάλη και ένα καθησυχαστικό email-άτυπη ενημέρωση προς τους βουλευτές της ΝΔ ότι η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να νομιμοποιήσει 300.000 μετανάστες και οι γαλάζιοι εθνοπατέρες κοιμήθηκαν γλυκά και ευτυχισμένα.
Θα μπορούσε όλο αυτό το πηγαινέλα να είναι η κλασική μέθοδος άσκησης κυβερνητικής πολιτικής: βγάζουμε κάτι προς τα έξω, μετράμε αντιδράσεις, το αποσύρουμε για να το ξαναφέρουμε αργότερα και αν. Αλλωστε έρχονται και αυτοδιοικητικές εκλογές και μετά ευρωεκλογές και η ΝΔ έχει τρία κόμματα στα δεξιά της και εξάλλου στο πρόγραμμα με το οποίο επικράτησε στις εκλογές τον Μάιο και τον Ιούνιο δεν έλεγε τίποτα για μαζικές νομιμοποιήσεις μεταναστών ώστε να εξασφαλιστεί το αναγκαίο εργατικό δυναμικό που χρειάζεται η οικονομία για να έχουμε ανάπτυξη –εδώ κι αν είναι παράδοξο, αλλά τέλος πάντων.
Οντως η ΝΔ δεν εξελέγη υποσχόμενη νομιμοποίηση μεταναστών, έστω και αν αυτοί και παρά τη μυθολογία περί ανεργίας των Ελλήνων είναι τελικά απαραίτητοι ακόμα και για να ολοκληρωθεί το πολυσυζητημένο Μετρό της Θεσσαλονίκης. Ομως η ΝΔ εξελέγη με την πολύ πιο ισχυρή και απόλυτη εντολή να εκσυγχρονίσει τη χώρα, να την οδηγήσει με αυτάρκεια, ασφάλεια και υποδομές 21ου αιώνα, στο μέλλον. Και η Ιστορία έχει αποδείξει πως αυτά τα αναπτυξιακά άλματα δεν γίνονται από μόνα τους, επειδή απλώς τα σχεδιάζεις και τα εύχεσαι –χρειάζονται χέρια, ανθρώπους σε παραγωγική ηλικία. Τους ψάχνουν παντού στον αναπτυγμένο κόσμο, μόνο εμείς κάνουμε ότι δεν τους χρειαζόμαστε.
Την ώρα που υπάρχει ένας άτυπος αλλά υπαρκτός διεθνής ανταγωνισμός για προσέλκυση εργατικού δυναμικού, η Ελλάδα και πάλι εμφανίζεται απρόθυμη και ως συνήθως ελάχιστα ανταγωνιστική. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό συμβαίνει όχι επειδή δεν καταλαβαίνουμε την ανάγκη –με όποιον άνθρωπο της αγοράς να μιλήσεις αυτό θα σου πει, ότι ψάχνει εργάτες– αλλά εξαιτίας ιδεολογικών ταμπού: επειδή κάποιοι στην κυβερνώσσα παράταξη ακούν τη λέξη «μετανάστης» και κάνουν σαν να τους χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα, λες και οι έλληνες μετανάστες δεν συνέβαλαν στα μισά οικονομικά θαύματα του εξωτερικού, ή η χώρα μας δεν υπεραναπτύχθηκε χάρη στους αλβανούς εργάτες στα χωράφια και στις κατασκευές.
Το πρόβλημα είναι όπως πάντα πολιτικό. Και βεβαίως πολυπαραγοντικό.
Σε αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, πολλές ευρωπαϊκές χώρες πλειοδοτούν: έχουν μια πιο ενταξιακή προσέγγιση, προσφέροντας δικαιώματα, δυνατότητες νόμιμης μακράς διαμονής –κάποια κράτη μειώνουν τα χρόνια και για την πρόσβαση στην πολιτογράφηση ώστε να δώσουν επιπλέον κίνητρα.
Η τακτική, όμως, της προηγούμενης κυβερνητικής τετραετίας στην Ελλάδα ήταν ακριβώς η αντίθετη. Μετά το τραύμα της μεταναστευτικής κρίσης που δημιούργησαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στόχος είχε γίνει να περιγραφεί η χώρα μας προς τους μετανάστες ως μια χώρα όπου δεν έχουν μέλλον και προκοπή, ώστε είτε να πάψουν να έρχονται, είτε να σηκωθούν να φύγουν. Ναι μεν απέδωσε, τα νησιά άδειασαν, οι μετανάστες λιγόστεψαν πανελλαδικά, αλλά αυτό αποδεικνύεται τώρα ένα οικονομικό, αν όχι εθνικό, αυτογκόλ. Η χώρα δεν χρειάζεται ψηφιακούς νομάδες –χειρώνακτες θέλει και απεγνωσμένα.
Τώρα γκρινιάζουμε γιατί υποαποδίδουν οι όψιμες διμερείς συμφωνίες με συγκεκριμένα κράτη, συμφωνίες οι οποίες επιτρέπουν μεν σε εργάτες να έρθουν στη χώρα για να δουλέψουν νόμιμα αλλά χωρίς να τους παρέχονται πολλά άλλα δικαιώματα. Αυτό δεν είναι μεταναστευτική πολιτική, είναι μάλλον μια εργασιακή ρύθμιση η οποία ως τέτοια αποδεικνύεται αναποτελεσματική.
Η νομιμοποίηση των χιλιάδων παράνομων μεταναστών που βρίσκονται ήδη στη χώρα μας και είναι σε παραγωγική ηλικία, μια νομιμοποίηση με όρους, ευταξία αλλά και κίνητρα, δεν είναι μόνο οικονομική, επιχειρηματική ανάγκη. Προσφέρει και άλλα σημαντικά οφέλη, όπως τάξη και ασφάλεια, δημογραφική τόνωση σε περιοχές που μαστίζονται από την εγκατάλειψη. Και ίσως να προσφέρει και μια θεραπεία στην εθνική μας μυωπία.
Οπως το είπε ο κ. Αυγενάκης που δεν του το είχα: «Είναι ένα θέμα το οποίο υπάρχει, νομίζουμε ότι δεν υπάρχει ή τουλάχιστον υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχει».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News