Το επίπεδο της έρευνας που διεξάγεται από τους έλληνες ερευνητές στα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα αποτελεί σημείο για το οποίο η χώρα μας μπορεί δικαίως να επαίρεται: η Ελλάδα κατατάσσεται (με βάση τον ευρωπαϊκό δείκτη έρευνας για το έτος 2020) στην 11η θέση, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα που αγγίζει τα 320 εκατ. ευρώ, και μάλιστα πιο ψηλά από χώρες παραδοσιακά πρωτοπόρες στην οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Παρά τα ευνοϊκά αυτά δεδομένα, εκείνο που δεν έχει επιτευχθεί έως σήμερα είναι το αμέσως επόμενο ─ ζωτικό για την κοινωνία και την οικονομία ─ βήμα, δηλαδή η εμπορική αξιοποίηση των επιστημονικών και τεχνολογικών αποτελεσμάτων της έρευνας προς χρήση και όφελος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Η επιχειρηματική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και η άμεση διασύνδεσή τους με την πραγματική οικονομία στη χώρα μας είναι πενιχρή. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από μία σειρά δεδομένων: τον χαμηλό αριθμό διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, την απουσία από την αγορά καινοτόμων προϊόντων ή υπηρεσιών, τα οποία να έχουν αναπτυχθεί στην καθαυτό ερευνητική διαδικασία των δημοσίων ιδρυμάτων, όσο και τον χαρακτηριστικά μικρό αριθμό νεοφυών επιχειρήσεων (start-up) και εταιρειών-τεχνοβλαστών (spin-off), που συστήνονται για την επιχειρηματική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας.
Στην Ελλάδα, μια από τις αιτίες της υστέρησης είναι η παντελής μέχρι σήμερα απουσία ενιαίου και σαφούς νομοθετικού πλαισίου, το οποίο να καθορίζει τον τρόπο για την αξιοποίηση της έρευνας. Το μέχρι σήμερα ισχύον πλαίσιο είναι διάσπαρτο, εξαιρετικά ελλειπτικό, αποσπασματικό και ασαφές, κατά κύριο λόγο δε, επικεντρώνεται στην κρατική χρηματοδότηση των εταιρειών – τεχνοβλαστών και όχι στην απελευθέρωση της εξωστρεφούς δυναμικής τους.
Πρακτικά, στο υποτυπώδες αυτό νομικό πλαίσιο για την αξιοποίηση της έρευνας μέσω εταιρειών – τεχνοβλαστών υπάρχει πλήρης απουσία ενιαίων διαδικαστικών κανόνων ίδρυσης, ασάφεια ως προς την αρμοδιότητα κατά το στάδιο έγκρισης ενός αιτήματος, την κατανομή ρόλων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στα ιδρύματα και στους ερευνητές, ενώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στη δυνατότητα συμμετοχής τρίτων επενδυτών στο εγχείρημα. Η έλλειψη αυτή απέτρεπε τους επενδυτές να εμπιστευτούν τα χρήματά τους σε μια οντότητα χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, λειτουργούσα υπό έναν άδηλο και ανενεργό θεσμικό μανδύα.
Η απογοητευτική αυτή επίδοση επιτάθηκε και λόγω της επιστημονικής αιμορραγίας της χώρας, η οποία απώλεσε στο πρόσφατο παρελθόν της οικονομικής συρρίκνωσης πληθώρα νέων και παραγωγικών επιστημόνων, που αναζήτησαν την τύχη τους στα ερευνητικά εργαστήρια των ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Η απώλεια αυτή συνδυασμένη με την υστέρηση της Ελλάδας στην αξιοποίηση της έρευνας αποστέρησε πλήρως τη χώρα τόσο από υψηλής ποιότητας ερευνητικό δυναμικό, όσο και από την ικμάδα των ιδεών που το χαρακτηρίζει.
Το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων «Ρυθμίσεις για τις Εταιρείες – Τεχνοβλαστούς», για το οποίο ολοκληρώθηκε πρόσφατα η δημόσια διαβούλευση, φιλοδοξεί να καλύψει το κενό αυτό και να θεσπίσει για πρώτη φορά ένα ενιαίο πλαίσιο ανάπτυξης των εταιρειών – τεχνοβλαστών (spin-off). Εξειδικεύει και παράλληλα απλοποιεί τον τρόπο ίδρυσης και λειτουργίας τους, κυρίως όμως οριοθετεί το πεδίο δράσης και τον τρόπο συμμετοχής των ερευνητικών κέντρων και των ερευνητών, προσδιορίζοντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στην αξιοποίηση των καρπών της επιστημονικής τους έρευνας. Με ενιαία ρύθμιση γίνεται απολύτως σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο πώς ιδρύεται και ποιοι είναι οι κανόνες λειτουργίας μίας εταιρείας – τεχνοβλαστού, ώστε τα ιδρύματα να μπορούν πλέον να εναρμονίσουν τους εσωτερικούς τους κανόνες, ανάλογα με τις ανάγκες τους, με την ασφάλεια ότι η λειτουργία των εταιρειών – τεχνοβλαστών μπορεί πλέον να αποτελέσει τμήμα της δραστηριότητάς τους και τομέα ενασχόλησης του ερευνητικού προσωπικού τους.
Οι προβλέψεις του νέου νόμου συνοψίζονται ως εξής: Ο ερευνητής ή η ερευνητική ομάδα αιτείται την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνάς της μέσω ίδρυσης κεφαλαιουχικής εταιρείας – τεχνοβλαστού με αίτημα που απευθύνεται προς το αρμόδιο όργανο, ήτοι το πρυτανικό συμβούλιο του ιδρύματος ή το διοικητικό συμβούλιο του ερευνητικού οργανισμού. Η πρόταση συνοδεύεται από μελέτη βιωσιμότητας και σχέδιο σύμβασης με το ερευνητικό ίδρυμα, που περιλαμβάνει τους όρους εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία παραχωρούνται από το ίδρυμα προς την υπό σύσταση εταιρεία. Το αρμόδιο όργανο αποδέχεται ή όχι την πρόταση και αποφασίζει για το ποσοστό συμμετοχής του ιδρύματος στην εταιρεία. Η απόφαση επί του αιτήματος πρέπει να εκδοθεί το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών, άλλως θεωρείται ότι το αίτημα έχει εγκριθεί σιωπηρώς.
Κατόπιν ιδρύεται η εταιρεία – τεχνοβλαστός κατά τους τύπους των κοινών κεφαλαιουχικών εταιρειών, διαδικασία η οποία πρέπει υποχρεωτικά να ολοκληρωθεί εντός έξι μηνών από τους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι σε αντίθετη περίπτωση χάνουν το δικαίωμά τους. Στην εταιρεία – τεχνοβλαστό μπορούν να συμμετέχουν τρίτα μέρη ή ακόμα και εταιρείες επενδυτικών συμμετοχών, ενώ η χρηματοδότησή της μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων που απαντώνται εν γένει στις κοινές εμπορικές εταιρείες. Ο νέος νόμος ασχολείται και με άλλα, κρίσιμα θέματα για τη λειτουργία των εταιρειών – τεχνοβλαστών, όπως το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης μεταξύ της εταιρείας – τεχνοβλαστού και του ιδρύματος για την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και τους δυνατούς τρόπους παραχώρησής της, το υπηρεσιακό καθεστώς και τον τρόπο απασχόλησης των ερευνητών που θα συμμετάσχουν στην εταιρεία – τεχνοβλαστό, τις συμπράξεις διαφορετικών ιδρυμάτων και τους ελάχιστους όρους συμμετοχής του ιδρύματος ή τρίτων επενδυτών στο μετοχικό της κεφάλαιο.
Η επιχειρηματική αξιοποίηση της έρευνας των δημόσιων ιδρυμάτων μπορεί να αποτελέσει πυλώνα καινοτομίας δίνοντας πνοή στην ανεκμετάλλευτη επιστημονική γνώση. Η ενεργοποίηση του σημαντικού αυτού κεφαλαίου σε μια χώρα που υπερτερεί σε επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης είναι ικανή συνθήκη για να μεταβάλει το αναπτυξιακό μοντέλο μιας κοινωνίας και να επιδράσει στους δείκτες ανταγωνιστικότητας και ευημερίας. Οι εταιρείες – τεχνοβλαστοί, εντασσόμενες για πρώτη φορά σε ένα οριοθετημένο θεσμικό περιβάλλον, μπορούν να εξελιχθούν σε πολύτιμο εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης, σε «κοιτίδα καινοτομίας» ικανή να ενισχύσει την ποιότητα της απασχόλησης και να αναβαθμίσει συνολικά και τα ίδια τα ιδρύματα, δίνοντας σοβαρούς λόγους στο χαμένο επιστημονικό δυναμικό της κρίσης να επαναπατριστεί. Τα οφέλη αυτά θα είναι το «κοινωνικό μέρισμα» που θα επιστραφεί στους πολίτες, αν το εγχείρημα πετύχει.
O Χρήστος Ταραντίλης είναι Βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ, Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News