Η αυγουστιάτικη ραστώνη δεν επιτρέπει -λένε-να καταπιανόμαστε με θέματα που έχουν βαθμό δυσκολίας πέραν του συνήθους. Τα αφήνουμε για μετά. ‘Ή μήπως το αντίθετο; Μήπως είναι μια καλή ευκαιρία, καθώς η ένταση της επικαιρότητας έχει κάπως υποχωρήσει, το μυαλό είναι πιο ξεκούραστο και μπορούμε να τα σκεφτούμε λίγο περισσότερο;
Αύριο, 20 Aυγούστου, η Ελλάδα βγαίνει από το καθεστώς των Μνημονίων, στο οποίο εισήλθε τον Απρίλιο του 2010. Για να παραφράσουμε ένα γηπεδικό σύνθημα, «οκτώ χρόνια αρκετά, να μη γίνουνε εννιά»! Το ρήμα «βγαίνει» απεικονίζει την πραγματικότητα;
Υπάρχουν τρεις απαντήσεις:
1. Τυπικά, την απεικονίζει πλήρως. Στις 20 Αυγούστου τελειώνει το ισχύον πρόγραμμα και ουδείς θέλει να συζητήσει για κάτι άλλο. Οι δανειστές δεν θέλουν να δώσουν άλλα λεφτά κι εμείς- όλες οι πολιτικές δυνάμεις- θέλουμε να απαλλαγούμε από τη μέγγενη της απόλυτης επιτροπείας. Η τελευταία τρόπον τινά πράξη της μνημονιακής περιόδου είναι η δόση των 15 δισεκατομμυρίων, που εγκρίθηκε τις προάλλες.
2. Επί της ουσίας τι γίνεται; Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να σπεκουλάρει με την «έξοδο», υποστηρίζοντας ότι η περίοδος των Μνημονίων τελειώνει και ουσιαστικά. Η αντιπολίτευση, αντιθέτως, πασχίζει να αποδείξει ότι, παρά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου, ουσιαστικά έχει τεθεί εν ισχύει ένα (άτυπο) τέταρτο Μνημόνιο.
3. Η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση. Μέχρι το 2021 η χώρα έχει αναλάβει βαριές δεσμεύσεις (υψηλά πλεονάσματα κ.α), που δεν δικαιολογούν τον ισχυρισμό «καθαρή έξοδος». Από την άλλη, με την τελευταία ρύθμιση, το ελληνικό χρέος γίνεται ευκολότερα διαχειρίσιμο έως το 2038, όπως εκτιμά και το ΔΝΤ (εδώ). Μετά; Αγνωστο ή ποιος ζει ποιος πεθαίνει.
Η ουσία βρίσκεται σε μια διάσταση που ανέδειξε τις προάλλες ένα άρθρο της γαλλικής εφημερίδας Le Monde (εδώ). Εξ αυτού προκύπτουν μια διαπίστωση κι ένα συναφές ερώτημα:
Η διαπίστωση: μπορεί η Ελλάδα να είναι εξασφαλισμένη για τα επόμενα δύο χρόνια (όχι πιεστικές δανειακές ανάγκες), αλλά σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί λεφτά. Πολλά λεφτά (ένας υπολογισμός εδώ), αν θέλει να δει επενδύσεις, να αυξήσει το ΑΕΠ της και να μειώσει ουσιαστικά την ανεργία, βγάζοντας από τη νέα γενιά της τη θηλιά της υποαπασχόλησης και των εξευτελιστικών αμοιβών.
Το ερώτημα: υπό τις σημερινές συνθήκες και με τον εκλογικό κύκλο που ανοίγεται μπροστά μας (από τώρα έως την άνοιξη του 2020 ενδέχεται να έχουμε τρεις ή και τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις), πόσες ελπίδες υπάρχουν να επιτευχθούν οι στοιχειώδεις στόχοι των πρώτων χρόνων της μεταμνημονιακής περιόδου; Και πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος να ξανακυλήσουμε σε πρακτικές (προ)μνημονιακής περιόδου;
Εντέλει, όλα αυτά γυρίζουν γύρω από το ερώτημα αν η Ελλάδα έχει (δικά της) φτερά για να πετάξει, όπως αναρωτιούνται και οι ξένοι. Κι αν έχει, είναι γερά και στέρεα ή σαν του μυθικού Ικαρου, με την γνωστή τραγική κατάληξη;
Τα οκτώ χρόνια που πέρασαν από την είσοδο στα Μνημόνια -τα περισσότερα από κάθε άλλη ομοιοπαθή χώρα- δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Εκτός αν, τώρα πια, έχει γίνει κοινή πεποίθηση αυτό που έχει γράψει ο Ισπανοαμερικανός συγγραφέας Τζορτζ Σανταγιάνα: «Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News